Με μια παιδική σκανταλιά έγινε το ξεκίνημα της μεγάλης καριέρας του Ανδρέα Μπονόβα! Όταν ήταν να παίξει σε ηλικία 16 ετών το πρώτο επίσημο παιχνίδι με την ομάδα του χωριού του, τον Δαβάκη Ασφάκας, έλειπε η φωτογραφία από το δελτίο. Έκοψε με το ψαλίδι την φωτογραφία από το διαβατήριό του, με το οποίο πήγαινε στη Γερμανία για να δει τους μετανάστες γονείς του, την κόλλησαν στο δελτίο και έτσι αγωνίστηκε! Τέτοιες ενδιαφέρουσες ιστορίες λέει, μεταξύ άλλων, στη σημερινή συνέντευξη που μας έδωσε ο Ανδρέας Μπονόβας. Αγωνίστηκε σε δύο περιόδους στον ΠΑΣ Γιάννινα, στον Ολυμπιακό, στον Ηρακλή, στον Παναργειακό και στον Θεσπρωτό Ηγουμενίτσας. Διεθνής με την εθνική Ελπίδων και Ανδρών. Ο σημερινός συνομιλητής είναι πασίγνωστος δεν χρειάζεται συστάσεις. Μας μιλά για τον ΠΑΣ, για τη χθεσινή δικαίωσή του, τον Ολυμπιακό, διηγείται ιστορίες από την καριέρα του, σχολιάζει την επικαιρότητα, περιγράφει το «φαινόμενο» Βασίλης Χατζηπαναγής, με τον οποίον ήταν συμπαίκτες στον Γηραιό.
Ανδρέα κάνε μας πρώτα ένα σχόλιο για την δικαίωση του ΠΑΣ, καθώς έγινε δεκτή η έφεσή του.
Αποδόθηκε δικαιοσύνη. Η ομάδα κέρδισε με το σπαθί της στους βαθμούς μέσα στα γήπεδα και θα ήταν μεγάλη αδικία αν ίσχυε η αφαίρεση των βαθμών. Μην μπερδεύουν τα διοικητικά με το αγωνιστικό κομμάτι. Το δίκαιο και το ηθικό είναι η συμμετοχή της ομάδας στα πλέι οφ. Ανταμείφθηκαν οι κόποι και οι προσπάθειες των παικτών και της τεχνικής ηγεσίας. Ευτυχώς ήρθε η δικαίωση, περισσότερο για τους παίκτες που με αίμα, ιδρώτα και μεγάλη προσπάθεια πήραν σαράντα βαθμούς. Θα ήταν τεράστια αδικία αν δεν επέστρεφαν οι βαθμοί. Ο ΠΑΣ αποκτά και τον τίτλο της καλύτερης επαρχιακής ομάδας της φετινής σεζόν. Πιστεύω ότι θα πάει καλά και στα πλέι οφ.
Θα θέλαμε και ένα σχόλιο για τις εικόνες μετά τη λήξη του αγώνα στον Βόλο όπου πολλοί παίκτες του ΠΑΣ έβαλαν τα κλάματα.
Έβαλαν τα κλάματα γιατί ένιωθαν μέσα τους την αδικία. Καταλαβαίνω τον πόνο που ένιωθαν, γιατί και εγώ έπαιξα ποδόσφαιρο. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα για έναν ποδοσφαιριστή να ματώνει στο γήπεδο για τους βαθμούς και να τους χάνει στα χαρτιά, για κάτι που έγινε ή δεν έγινε το 2015 και δεν έχει καμία σχέση με το αγωνιστικό κομμάτι. Ευτυχώς χθες δικαιώθηκε ο ΠΑΣ με την έφεση και αποδόθηκε το δίκαιο πρώτα για τους παίκτες και τον κόσμο και ύστερα για όλους τους άλλους.
Γενικότερα πως είδες την φετινή πορεία του ΠΑΣ;
Πέρυσι έπαιξε καλύτερο ποδόσφαιρο σε σχέση με φέτος αλλά δεν πήρε τους βαθμούς που έπρεπε. Έκανε καλή πορεία μόνο στο Κύπελλο φτάνοντας στα ημιτελικά. Φέτος η ομάδα είχε περισσότερη ουσία, ήταν πιο δεμένη και πήρε περισσότερους βαθμούς. Με λίγη τύχη και αν είχε πιο πλούσιο ρόστερ θα μπορούσε να πάρει θέση στην πεντάδα. Έχασε κάποιους βαθμούς σε παιχνίδια που μπορούσε να τα κερδίσει. Τώρα αν του αφαιρέθηκαν βαθμοί, αυτό είναι άλλη ιστορία. Ο ΠΑΣ πάντως τους κέρδισε με το σπαθί του στο γήπεδο. Γενικά είμαι ικανοποιημένος από την παρουσία που έχει η ομάδα τα τελευταία χρόνια. Όχι μόνο σταθεροποιήθηκε στην Σούπερ Λίγκα, αλλά έπαιξε καλό ποδόσφαιρο, έχει υψηλούς στόχους, κατέβασε τον μέσο όρο ηλικίας, ανέδειξε παίκτες και έχει έναν καλό τρόπο λειτουργίας. Είναι ένα καλό μοντέλο ομάδας ο ΠΑΣ Γιάννινα. Πιστεύω ότι και ο κόσμος είναι ικανοποιημένος.
Απ’ όλα αυτά που μας είπες ποιο είναι το βασικότερο στοιχείο που έκανε τον ΠΑΣ να ξεχωρίζει;
Κατάφερε να βάλει βάσεις και να σταθεροποιηθεί στην Σούπερ Λίγκα. Παλιότερα ήταν ασανσέρ. Ανέβαινε και έπεφτε. Τώρα είναι ομάδα με όλη τη σημασία του όρου. Παίζει ο καθένας για όλους και όλοι για την ομάδα. Συμμετοχή σε όλα αυτά έχει και ο πρόεδρος κύριος Χριστοβασίλης. Καταφέρνει με μικρά συμβόλαια να έχει την ομάδα σε καλή κατάσταση. Ο ΠΑΣ έχει ένα πακέτο καλών στοιχείων που αποτυπώνονται στο γήπεδο. Είναι ομάδα συνόλου. Ακόμα και σε παιχνίδια που είχε απουσίες βασικών ποδοσφαιριστών, δεν φάνηκαν τα κενά και ούτε χάλασε η συνοχή. Οι παίκτες που ήρθαν από τον πάγκο έγιναν αμέσως σώμα της ομάδας. Επίσης ένα άλλο πράγμα που διέκρινα στον ΠΑΣ είναι η αυτοπεποίθηση που έχει. Έπαιξε στα ίσα όλα τα παιχνίδια. Όπως αντιμετώπισε τον ΟΦΗ ή τον Παναιτωλικό ή τον Απόλλωνα, αντιμετώπισε τον Ολυμπιακό, τον ΠΑΟΚ και τις άλλες μεγάλες ομάδες.
Σε αυτό έπαιξε ρόλο και ο προπονητής Ηρακλής Μεταξάς;
Είναι πολύ καλός προπονητής με γνώσεις και εμπειρία. Πάνω απ’ όλα είναι δίκαιος. Επειδή έχω μεγάλη εμπειρία και πέρασα από αποδυτήρια ομάδων, ειδικά του Ολυμπιακού που είναι μεγάλο σχολείο, θα σου πω κάτι. Όταν ο παίκτης αντιλαμβάνεται ότι έχει να κάνει με έναν δίκαιο προπονητή που βλέπει όλους με το ίδιο μάτι, τότε τα δίνει όλα για την ομάδα. Είναι επιτυχία για τον Χριστοβασίλη που έκανε καλές επιλογές προπονητών. Είχε τον Πετράκη που κράτησε την ομάδα όρθια στα δύσκολα χρόνια και την έβγαλε στην Ευρώπη, πήρε μετά τον Γιαννίκη και τώρα έχει τον Μεταξά που έκανε σπουδαία δουλειά.

Λύσε μου μια άλλη απορία. Πως καταφέρνει ο ΠΑΣ να παίρνει παίκτες από μικρότερες κατηγορίες ή παίκτες που πριν δεν είχαν κάνει όνομα και τους δίνει υπεραξία;
Σε αυτό παίζει σπουδαίο ρόλο ο κόσμος και το όνομα της ομάδας. Δεν είπαν τυχαία τον ΠΑΣ «Άγιαξ της Ηπείρου». Όχι μόνο η Ήπειρος αλλά όλη η Ελλάδα έχει σεβασμό. Το έχω αντιληφθεί και εγώ γυρίζοντας ανά την Ελλάδα και μιλώντας με παλιούς παίκτες της δικής μου γενιάς. Έχει βαρύ όνομα ο ΠΑΣ, δεν είναι τυχαία ομάδα. Θα βάλω στην εξίσωση και τους φιλάθλους που αγκαλιάζουν όλους τους παίκτες και τους προπονητές. Τα Γιάννινα μεγάλωσαν βέβαια ως πόλη, αλλά έχουν ακόμα τα στοιχεία της επαρχίας. Οι παίκτες που κυκλοφορούν στην πόλη εισπράττουν την αγάπη του κόσμου. Αυτό τους κάνει να νιώθουν μεγαλύτερη υπευθυνότητα. Να μπαίνουν στο γήπεδο και να τα δίνουν όλα. Τα παιδιά που έρχονται από άλλες πόλεις, με την βοήθεια του κόσμου προσαρμόζονται ευκολότερα, ταυτίζονται με την ομάδα, σαν να είναι χρόνια σε αυτή. Έτσι ήταν και στην δική μου εποχή. Μου άρεσε πολύ αυτό που έγραψες ότι ΠΑΣ Γιάννινα, σημαίνει κόσμος, Ήπειρος, Ιστορία. Εγώ πρόλαβα και την μεγάλη ομάδα, πρόλαβα και τα πέτρινα χρόνια όταν είχα γυρίσει μετά τον Ηρακλή. Ο κόσμος είναι ο δωδέκατος παίκτης. Γι’ αυτόν τον κόσμο οφείλουν όλοι να κάνουν θυσίες. Οι Γιαννιώτες είναι καλοί φίλαθλοι. Στηρίζουν και στα δύσκολα, ενώ σέβονται και τους αντιπάλους».
Για τον Ολυμπιακό τι να ρωτήσω. Το δείχνει και η βαθμολογική θέση του. Και φέτος θα στεφθεί πρωταθλητής Ελλάδος.
Ο Ολυμπιακός δεν απέδωσε το ποιοτικό ποδόσφαιρο προηγούμενων χρόνων, αυτό που θέλει ο κόσμος. Όμως είναι μια ομάδα με ποιοτικούς παίκτες. Έχει καλόν κορμό, πάνω στον οποίο βασίστηκε χωρίς να έχει απώλειες. Είναι ομάδα που έχει βάθος στο ρόστερ και ποιότητα παικτών. Στα δύσκολα παιχνίδια που καίει η μπάλα, έχει παίκτες που μπορούν από μόνοι τους να κάνουν την διαφορά. Έχει και έναν πρόεδρο, τον κύριο Μαρινάκη, που όταν χρειαστεί μπαίνει μπροστά και δίνει λύσεις.
Δεν φαίνεται να έχει και ανταγωνιστές. Πολύ πίσω έμειναν και φέτος βαθμολογικά οι άλλες ομάδες.
Λίγο ο ΠΑΟΚ τον πλησίασε, αλλά θέλει πολύ δουλειά για να ανταγωνιστεί τον Ολυμπιακό. Οι άλλες ομάδες δεν χτίστηκαν όπως θα έπρεπε. Ο Παναθηναϊκός έχει τα γνωστά προβλήματα. Την σταθερότητα του Ολυμπιακού δεν την έχουν οι άλλες ομάδες, ούτε παίρνουν παίκτες από το πάνω ράφι. Χωρίς παίκτες που μπορούν να κάνουν την διαφορά, δεν μπορείς να κάνεις ομάδα. Ο Ολυμπιακός είναι πολύ μπροστά απ’ όλους σε όλα τα επίπεδα, όχι μόνο στο αγωνιστικό.
Θα θέλαμε και ένα σχόλιο για ένα θέμα που συζητείται πολύ στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Ότι παίζουν πάρα πολλοί ξένοι παίκτες και αυτό έχει κόστος αλλά και αντίκτυπο στην εθνική ομάδα.
Όταν απελευθερώθηκαν οι θέσεις των ξένων με την υπόθεση Μπόσμαν, θα έπρεπε η Ομοσπονδία να βάλει ένα πλαφόν. Να επιτρέψει έναν συγκεκριμένο αριθμό ξένων παικτών να αγωνίζεται σε κάθε ομάδα. Όταν έπαιζα εγώ επιτρεπόταν μόνον τρεις ξένοι παίκτες. Να περιοριστούν οι θέσεις των ξένων παικτών και να μπορέσουν οι ομάδες να βγάλουν ταλέντα από τις ακαδημίες. Ειδικά στις μικρότερες κατηγορίες θα πρέπει να προωθούνται νέοι και ταλαντούχοι παίκτες. Αυτή πρέπει να είναι η φιλοσοφία της κάθε ομάδας. Γιατί αν βγάλει καλούς παίκτες, μπορεί να τους πουλήσει, να γεμίσει το ταμείο της αλλά και να διαφημιστεί. Πρέπει να γίνει κάτι ανάλογο με αυτό που πήγε να περάσει ο Σάντος όταν ήταν ομοσπονδιακός προπονητής. Δυστυχώς στο ποδόσφαιρο δεν εκμεταλλευτήκαμε την επιτυχία της Εθνικής το 2004, σε αντίθεση με το μπάσκετ που μετά την κατάκτηση του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος το 1987 εκτοξεύτηκε στα ύψη. Το ποδόσφαιρο έμεινε στάσιμο.

Ας αφήσουμε αυτά, αρκετά είπαμε. Πάμε τώρα στην δική σου καριέρα. Πως ήταν τα παιδικά χρόνια σου;
Οι γονείς μου το 1961 πήγαν ως μετανάστες για δουλειά στην Γερμανία, όπως και πολλοί άλλοι Ηπειρώτες. Το 1963 επέστρεψε η μητέρα μου στην Ελλάδα για να γεννήσει εμένα και μόλις έγινα σαράντα ημέρων γύρισε στη Γερμανία. Εγώ μεγάλωσα στο χωριό Ασφάκα Ιωαννίνων με την γιαγιά και τον παππού. Εγώ ξέρω πολύ καλά τι σημαίνει να είναι κανείς μετανάστης και πόσο δύσκολο είναι να αποχωρίζονται οι γονείς από τα παιδιά, γιατί έπρεπε να βρουν δουλειά, ήταν δύσκολες οι συνθήκες επιβίωσης. Από πιτσιρικάς κλοτσούσα τις πλαστικές μπάλες στο σχολείο και στην αυλή του σπιτιού. Όταν έγινα δεκατεσσάρων χρονών, πήγα στο οικοτροφείο στα Δολιανά και παρακολουθούσα εκεί μαθήματα στο γυμνάσιο, καθώς η γιαγιά και ο παππούς δεν μπορούσαν να με βοηθήσουν.
Πως ξεκίνησες το ποδόσφαιρο;
Από την ομάδα του χωριού μου, τον Δαβάκη Ασφάκας, που ήταν στην Β’ ερασιτεχνική κατηγορία. Είχαμε καλή ομάδα, κάποια παιδιά ήξεραν μπάλα, ασχέτως αν δεν βρέθηκε κάποιος να τα προωθήσει. Επειδή ήμουν ανήλικος και ο πατέρας μου ήταν στη Γερμανία, για να παίξω υπέγραψε ο θείος μου Χρήστος Μπονόβας, αδελφός του πατέρα μου. Όταν ήταν να παίξω σε ηλικία 16 ετών το πρώτο επίσημο παιχνίδι μέσα στη Λαψίστα, διαπιστώθηκε ότι στο δελτίο υγείας δεν υπήρχε φωτογραφία μου. Που να βγάλω φωτογραφία; Έπρεπε να πάω Γιάννινα και να την πάρω την άλλη ημέρα. Μετά σκέφτηκα ότι υπάρχει φωτογραφία στο διαβατήριό μου, καθώς τα καλοκαίρια πήγαινα στη Γερμανία να δω τους γονείς μου. Πάω σπίτι, κόβω με το ψαλίδι τη φωτογραφία από το διαβατήριο, την κολλήσαμε στο δελτίο και αγωνίστηκα. Εκεί ήταν το ξεκίνημα της καριέρας μου. Με έπαιρναν από το οικοτροφείο των Δολιανών για να παίξω και μετά πάλι με πήγαιναν πίσω γιατί την Δευτέρα είχα σχολείο.
Πως προέκυψε ο ΠΑΣ Γιάννινα; Πως έγινε η μεταγραφή;
Επειδή είχα αντοχή πήρα μέρος σε σχολικούς αγώνες στίβου στο αγώνισμα των τριών χιλιάδων μέτρων. Με είδαν οι γυμναστές Νίκος Πετρόπουλος και Γιώργος Τσούμπος και έβγαλα δελτίο ως αθλητής στίβου στον Αθλητικό Γυμναστικό Σύλλογο Ιωαννίνων. Σε ένα ματς με την Δόξα Κρανούλας σημείωσα τρία γκολ. Εκεί με εντόπισε ο Θωμάς Τσουρλίδας που είχε σταματήσει το ποδόσφαιρο και ήταν προπονητής της ερασιτεχνικής ομάδας του ΠΑΣ. Δόθηκαν κάποια χρήματα στον Δαβάκη Ασφάκας και το 1981 μεταγράφηκα στα Γιάννινα. Τον πρώτο χρόνο ήμουν με την ερασιτεχνική ομάδα. Κάθε Τετάρτη κάναμε διπλό με τους επαγγελματίες. Μόλις με είδε το 1982 στο δίτερμα ο Αργίρωφ που ήταν προπονητής στους μεγάλους, αμέσως ρώτησε να μάθει «ποιος είναι αυτός ο κοντός», όπως είπε στους συνεργάτες του. Έγινα αμέσως επαγγελματίας και μου έδωσε χρόνο συμμετοχής στο Καραϊσκάκη, σε ματς με τον Εθνικό. Ο Αργύρωφ με συμβούλευε για τη διατροφή, τις προπονήσεις, τι πρέπει να προσέχω. Γνώρισε και τους γονείς μου που είχαν γυρίσει από τη Γερμανία. Μου είπε ότι θα με βάζει ως αλλαγή σε εκτός έδρας παιχνίδια για να μην έχω το άγχος του κόσμου στα Γιάννινα και με τον χρόνο θα έπαιζα και εντός έδρας.

Τι θυμάσαι από τα χρόνια του ΠΑΣ;
Είναι πολλές οι αναμνήσεις, πολλά και τα μεγάλα παιχνίδια, ειδικά με τις μεγάλες ομάδες. Περισσότερο μου έμεινε η αγάπη του κόσμου. Ήμουν στον ΠΑΣ από το 1981 μέχρι το 1986 που πήγα στον Ολυμπιακό, ενώ αγωνίστηκα άλλα δύο χρόνια μετά, όταν έφυγα από τον Ηρακλή.
Αγωνίστηκες και στο μπαράζ με τον Πανιώνιο το 1984 στη Λάρισα. Πόσο δύσκολο ήταν αυτό για ένα παιδί είκοσι ετών όπως ήσουν εσύ;
Είχαμε μείνει μία εβδομάδα στον Πλαταμώνα, με αφόρητη ζέστη. Κάποια βράδια δεν με κολλούσε ύπνος, παρά την κούραση, σκεπτόμενος το παιχνίδι μπαράζ. Παιζόταν μια ολόκληρη κατηγορία. Όταν μπήκαμε στο Αλκαζάρ για τον αγώνα, σηκώθηκαν είκοσι χιλιάδες Γιαννιώτες που ήταν στις εξέδρες. Φανταστική ατμόσφαιρα. Εκεί λες, αξίζει να πεθάνεις για αυτή την ομάδα, γι’ αυτό τον κόσμο. Δυστυχώς χάσαμε στην παράταση 2-0. Είχε και ο Πανιώνιος καλή ομάδα. Όμως ο ΠΑΣ με τους παίκτες που είχε έπρεπε να κλειδώσει νωρίτερα την παραμονή. Μας πήγαν κόντρα πολλά πράγματα. Μας πολέμησαν όλη τη χρονιά, χάσαμε βαθμούς από την διαιτησία. Στο μπαράζ σταθήκαμε άτυχοι. Στο 0-0 είχαμε ευκαιρία με τον Κατσίφα, ενώ ο Μανίκας έκανε μεγάλη απόκρουση σε ένα σουτ του Λιάκου στο «γάμα». Αν βάζαμε γκολ δεν θα χάναμε το παιχνίδι, ο κόσμος να γύριζε ανάποδα. Μετά το μπαράζ ντρεπόμουν να κυκλοφορήσω στα Γιάννινα. Ήμουν δέκα μέρες κλεισμένος στο χωριό.

Πως έγινε η μεταγραφή στον Ολυμπιακό;
Εγώ το 1984 είχα περάσει στη Γυμναστική Ακαδημία στην Αθήνα και έκανα προπονήσεις στην ΑΕΚ. Ήταν τότε προπονητής ο Αντώνης Γεωργιάδης. Και όταν πήγε στον Ολυμπιακό, πρότεινε και μένα. Από τον Μάρτιο του 1986 ήμουν στην εθνική Ανδρών, με είχε καλέσει ο Μίλτος Παπαποστόλου. Εγώ δεν είχα μάνατζερ και έμενα στο χωριό. Ότι μάθαινα, ήταν από τις εφημερίδες. Κάποια στιγμή ήρθε στην Ασφάκα ο πρόεδρος του ΠΑΣ Χρήστος Μήτσης και μου λέει: «Πάμε τώρα να υπογράψεις στον Ολυμπιακό». Με τα ρούχα που ήμουν στο καφενείο βρέθηκα στην Αθήνα. Μου λέει ο πρόεδρος «κάθισε στο ξενοδοχείο Στάνλεϋ, δεν θα μιλήσεις με κανέναν και ούτε θα σηκώσεις τηλέφωνο, μέχρι να έρθω εγώ και να πάμε στα γραφεία του Ολυμπιακού». Μπήκαμε στα γραφεία του Ολυμπιακού, νομίζοντας ο Νταϊφάς ότι εγώ είμαι ο γιός του Μήτση. Κάποια στιγμή λέει «φέρτε και τον Μπονόβα να του πω κάποια πράγματα πριν υπογράψει». Προφανώς περίμενε να δει κανέναν δίμετρο ποδοσφαιριστή. Εγώ ήμουν ψαρωμένος. «Αυτός είναι ο ποδοσφαιριστής» του λέει ο Μήτσης. Όταν πήγα να καθίσω στο οβάλ γραφείο για να υπογράψω, μου λέει ο Νταϊφάς: «Εδώ έχουν καθίσει μεγαθήρια, ο Δεληκάρης, ο Αναστόπουλος και τόσοι άλλοι. Πιστεύω να κατάλαβες σε ποια ομάδα ήρθες…».
Τελικά εμπέδωσες αυτά που σου είπε ο Νταϊφάς;
(Γελά) Μόνο τα εμπέδωσα; Βρέθηκα δίπλα σε μεγαθήρια. Τεράστια ονόματα. Στον Ολυμπιακό νιώθεις παίκτης με όλη τη σημασία της λέξης. Να παίζεις μπροστά σε ογδόντα χιλιάδες θεατές. Την πρώτη χρονιά πήραμε το πρωτάθλημα. Έζησα πρωτόγνωρες καταστάσεις της ζωής μου. Ειδικά στο ματς που κερδίσαμε 2-1 τον Παναθηναϊκό με το γκολ του Παπαχρήστου. Δυστυχώς, ενώ ήμουν βασικός στον Ολυμπιακό και στην Εθνική, μου κόπηκαν τα όνειρα στη μέση, καθώς ανέλαβε τον Ολυμπιακό ο Κοσκωτάς και με υποχρέωσε να πάω με τον Πλίτση και κάποιους άλλους παίκτες στον Ηρακλή, ως αντάλλαγμα για τη μεταγραφή του Κωφίδη.
Για τον Ηρακλή θα σε ρωτήσω μόνο για τον Χατζηπαναγή που είναι αδυναμία μου. Πως είναι να παίζεις δίπλα σε έναν διαστημικό ποδοσφαιριστή;
Ο Χατζηπαναγής είναι φαινόμενο. Έκανε απίστευτα πράγματα, είχε φοβερές επινοήσεις. Ήταν ποδοσφαιρική ιδιοφυΐα. Δεύτερος Χατζηπαναγής δεν έχει γεννηθεί. Παίξαμε τέσσερα χρόνια μαζί. Χαραμίστηκε στον Ηρακλή, με την έννοια ότι δεν πήγε σε μια μεγάλη ομάδα για να παίξει και στην Ευρώπη. Αν έπαιζε σήμερα ο Χατζηπαναγής θα σκοτώνονταν όλες οι μεγάλες ομάδες της Ευρώπης για να τον αποκτήσουν.