Η διενέργεια των πρόσφατων αυτοδιοικητικών εκλογών με το σύστημα της απλής αναλογικής διαμόρφωσε ένα νέο εκλογικό τοπίο, το οποίο σε ένα βαθμό καθόρισε και το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα.
Πληθώρα νεοσχηματιζόμενων παρατάξεων και σχηματισμών, χωρίς ιδιαίτερες πολιτικές και αυτοδιοικητικές αναφορές, διεκδίκησαν την ψήφο του εκλογικού σώματος, προβάλλοντας κυρίως το μετεκλογικό ρόλο που τους επεφύλασσε το σύστημα της απλής αναλογικής και η αναγκαιότητα των συνεργασιών που θα έπρεπε να επιτευχθεί στη συνέχεια. Η όποια δυναμική, μάλιστα , κάποιων παρατάξεων οφειλόταν αποκλειστικά στο εκλογικό σύστημα και στη δυνατότητα επηρεασμού ή συνδιαμόρφωσης των αποφάσεων σε ένα πολυκερματισμένο δημοτικό συμβούλιο.
Προσωπικά είχα ταχθεί, τόσο στο Δημοτικό Συμβούλιο όσο και στη συζήτηση που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο της ΚΕΔΕ, εναντίον του συγκεκριμένου εκλογικού συστήματος για δύο κυρίως λόγους:
α) η εκλογή των μελών του δημοτικού συμβουλίου – κυριάρχου οργάνου της δημοκρατικής λειτουργίας ενός Δήμου- με το σύστημα της απλής αναλογικής βρίσκεται σε αναντιστοιχία με την εκλογή του Δημάρχου που βασίζεται στο πλειοψηφικό σύστημα.
Η ισχυρή πολιτική νομιμοποίηση του Δημάρχου δε συνάδει με τη μειοψηφική εκπροσώπηση της Δημοτικής Αρχής ( σε αρκετές περιπτώσεις υπέρμετρα ισχνή ) δημιουργώντας δυσαρμονία και δυσλειτουργίες στη θεσμική λειτουργία των οργάνων. Ασφαλώς ήταν προτιμότερο από τη στιγμή που ο νομοθέτης επέλεξε το σύστημα της απλής αναλογικής ο Δήμαρχος να είναι ο σχετικά πλειοψηφών την α’ Κυριακή.
β) Η έλλειψη θεσμικών αντίβαρων ως αναγκαιότητα εύρυθμης λειτουργίας των Δήμων και των Δημοτικών Επιχειρήσεων την επόμενη ημέρα των εκλογών. Οι προβλέψεις του Κλεισθένη που αφορούν στη κυβερνησιμότητα των Δήμων είναι ελάχιστες και ακόμη πιο ανεπαρκείς ή θολές είναι οι προβλέψεις του ίδιου νόμου όσον αφορά τη συγκρότηση των διοικητικών συμβουλίων στις δημοτικές επιχειρήσεις .
Οι όροι όμως τόσο της εκλογικής μάχης, όσο και του πλαισίου διακυβέρνησης την επόμενη ημέρα, ήταν γνωστοί σε όλους τους συμμετέχοντες. Μάλιστα οι περισσότεροι εξ αυτών – των συμμετεχόντων – εκφωνούσαν διαπρύσιους λόγους υπέρ των συνεργασιών και των θετικών της απλής αναλογικής. Πριν ακόμη, βεβαίως, πολλοί από αυτούς εκλεγούν δήμαρχοι.
Σήμερα απαιτούν ή επαιτούν την αλλαγή των όρων που συνέβαλαν στην εκλογή τους, όχι στη βάση βελτίωσης ενός συστήματος που έτσι κι αλλιώς δεν έχει ακόμη δοκιμαστεί, αλλά στη βάση της ανατροπής του κυρίαρχου ρόλου του Δημοτικού Συμβουλίου, παρακάμπτοντας αυτό ή δημιουργώντας τεχνητές πλειοψηφίες σε άλλα όργανα διοίκησης του Δήμου όπως είναι η Οικονομική Επιτροπή και η Eπιτροπή Ποιότητας Ζωής.
Πρόκειται για τεράστιο λάθος και θεσμικό ατόπημα, όχι μόνο γιατί ενισχύεται ακόμη περισσότερο – σε σχέση με το ήδη υπάρχον – το Δημαρχοκεντρικό μοντέλο, αλλά κυρίως επειδή οδηγεί στην υποβάθμιση και εν μέρει ακύρωση του κυρίαρχου πολιτικού ρόλου του Δημοτικού Συμβουλίου.
Εκτός των άλλων πρόκειται για βάναυση, αντικαταστατική και αντιδημοκρατική επιλογή – όποιες δικαιολογίες περί κυβερνησιμότητας και αν προβληθούν- που θίγει τον πυρήνα της δημοκρατικής λειτουργίας της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Ένα λάθος, αυτό της ιδιόμορφης και στρεβλής όπως τελικά εφαρμόσθηκε απλής αναλογικής, δεν απαλείφεται με ένα δεύτερο και μεγαλύτερο λάθος, αυτό της πολιτικής παράκαμψης και απαξίωσης του δημοτικού συμβουλίου μέσω της τεχνητής δημιουργίας οιονεί τοπικών μονοκρατόρων. Δεν υφίσταται, ελέω Δημάρχου, δημοκρατική συγκρότηση και πολιτική νομιμοποίηση των οργάνων διοίκησης ενός Δήμου.
Η απάντηση στο διαφαινόμενο θεσμικό πισωγύρισμα, αλλά και στην ιδεοληπτική εφαρμογή της απλής αναλογικής μπορεί να είναι μόνο μία: ανοιχτή πολιτική δράση με διαφάνεια και δημοκρατική προσήλωση που απαιτεί από τους νέους δημάρχους και τις νέες δημοτικές αρχές:
- Συνείδηση του μέτρου της πολιτικής και κοινωνικής αποδοχής τους και συναίσθηση της μειοψηφικής τους – πολλές φορές ισχνής – εκπροσώπησης στο Δημοτικό Συμβούλιο. Είναι πολιτική αλαζονεία, παρατάξεις που δεν έχουν λάβει ούτε το 1/3 του εκλογικού σώματος να επαίρονται ότι ως Δημοτική Αρχή έχουν εντολή να εφαρμόσουν το πρόγραμμα τους. Ίσως θα ήταν καλύτερα για αρχή να δουν και να διαβάσουν τα προγράμματα των άλλων παρατάξεων και να αναζητήσουν κοινά σημεία και αναφορές.
- Δημόσια παρουσίαση ενός συγκεκριμένου κανονισμού διαβούλευσης με το σύνολο των δημοτικών παρατάξεων, τους θεσμικούς εκπροσώπους της κοινωνίας αλλά και τους ίδιους τους πολίτες που θα κατοχυρώνει στην πράξη τη συνεργασία και τη δημοκρατική λήψη των αποφάσεων για όλα τα σημαντικά ζητήματα του Δήμου. Ο συγκεκριμένος κανονισμός διαβούλευσης θα ήταν καλό να επικυρωθεί με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου και να αποτελεί τον οδικό χάρτη για κάθε σημαντικό θέμα ( πχ προϋπολογισμός, τεχνικό πρόγραμμα, προγράμματα χωρικής ανάπτυξης, σχέδια δράσης δημοτικών επιχειρήσεων κλπ ) πριν αυτό εισαχθεί για λήψη απόφασης στο Δημοτικό Συμβούλιο.
- Εξειδίκευση των βασικών προτεραιοτήτων της δημοτικής αρχής τουλάχιστον σε βάθος διετίας (δράση/ έργο, χρονοδιάγραμμα , πηγή χρηματοδότησης, ανθρώπινοι πόροι κλπ). Αυτή θα έχει τη μορφή επιχειρησιακών δεσμεύσεων με μετρήσιμα αποτελέσματα και στόχους και όχι γενικόλογων πολιτικών προθέσεων, αναδεικνύοντας ασφαλώς τον κοινό προγραμματικό τόπο με άλλες παρατάξεις.
- Συγκρότηση των Διοικητικών Συμβουλίων των Δημοτικών Επιχειρήσεων στη βάση της αναλογικής εκπροσώπησης των παρατάξεων στο Δημοτικό Συμβούλιο. Η επίκληση ή η προσδοκία πολιτικών συνεργασιών προϋποθέτει την ισότιμη μεταχείριση και αντιμετώπιση των άλλων παρατάξεων .
- Απόρριψη/αποφυγή ευτελών μορφών συνδιοίκησης με παρατάξεις και πρόσωπα με τα οποία δεν υφίσταται κοινό αξιακό και προγραμματικό πλαίσιο. Θα δημιουργήσουν περισσότερα προβλήματα από αυτά που υποτίθεται συγκυριακά ότι θα επιλύσουν, ενώ ταυτόχρονα θα προκαλέσουν ισχυρό πλήγμα στην αξιοπιστία της πολιτικής και της αυτοδιοίκησης. Η κοινωνία παρακολουθεί και θα αντιληφθεί πολύ γρήγορα αν η οποιαδήποτε μορφή συνδιοίκησης αποτελεί προϊόν πολιτικής συναλλαγής ή ώριμη απόφαση για την υλοποίηση και επίτευξη κοινών πολιτικών στόχων . Η προτιμότερη μορφή συνεργασίας πηγάζει από κοινές πολιτικές και προγραμματικές θέσεις, επικυρώνεται στο Δημοτικό Συμβούλιο όποτε απαιτείται και δε συνοδεύεται αναγκαστικά με όρους συνδιοίκησης.
Η αποδοχή ενός τέτοιου αξιακού και λειτουργικού πλαισίου διοίκησης των οργανισμών αυτοδιοίκησης θα μπορούσε να ακυρώσει στην πράξη τις πολλές δυσλειτουργίες του συγκεκριμένου συστήματος της απλής αναλογικής, ενώ θα δημιουργούσε ευκαιρίες γρήγορης , αποτελεσματικής και στέρεας επίτευξης στόχων και προτεραιοτήτων, καθώς θα κινητοποιούσε το μέγιστο των τοπικών πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων. Σε πολλές περιπτώσεις δε, θα λειτουργούσε και ως ισχυρός μοχλός πίεσης προς άλλα κέντρα λήψης αποφάσεων , τόσο σε περιφερειακό, όσο και σε εθνικό επίπεδο.
Ίδωμεν.
