Η παράσταση «Ο Θάνατος του Εμποράκου» του Άρθουρ Μίλερ, σε σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη, με τον Βλαδίμηρο Κυριακίδη και την Έφη Μουρίκη, στους κεντρικούς ρόλους του Γουίλι Λόμαν και της γυναίκας του Λίντια, ήρθε στα Γιάννενα με τον θόρυβο των sold out και των «απανωτών επιτυχιών» στην Αθήνα. Όμως, αυτό που παρουσιάστηκε στο κοινό ήταν μια μάλλον προβληματική θεατρική πρόταση, που έμοιαζε να αγνοεί το ίδιο το έργο που υποτίθεται πως υπηρετούσε.
Η σκηνοθεσία του Νανούρη ήταν στεγνή, άνευρη, σχεδόν τηλεοπτική. Σαν να μην διάβασε το κείμενο ή, χειρότερα, σαν να μην το κατάλαβε. Η τραγωδία του Γουίλι Λόμαν απογυμνώθηκε από τη ρωγμή της, από την υπόγεια ένταση, από τη σιωπή που κάνει τις λέξεις να βαραίνουν. Αντί για το αδιέξοδο ενός ανθρώπου που καταρρέει μαζί με το όνειρο μιας ολόκληρης εποχής, είδαμε ένα άψυχο, εύπεπτο αφήγημα, με μπόλικη, αχρείαστη υστερία και παραπατήματα που περισσότερο θύμιζαν μια φτωχή απομίμηση μεθυσμένου, παρά τη διολίσθηση ενός ματαιωμένου ανθρώπου στην αχρηστία και την άνοια.
Οι ερμηνείες, χωρίς εξαιρέσεις, κινήθηκαν κάτω από τη βάση. Ο Κυριακίδης παρουσίασε έναν επίπεδο, παθητικό Γουίλι –φωνακλά σε στιγμές έντασης, αδέξιο και ανήσυχο σ’ εκείνες που σωπαίνει. Ενώ η Μουρίκη παρέδωσε μια καθόλου πειστική εύπιστη και αφοσιωμένη σύζυγο, που δεν ήξερε τι να κάνει με το σώμα της, με τη φωνή της, με τον στόμφο που για κάποιο ανεξήγητο λόγο της υποδείχθηκε να επιδείξει σχεδόν σε όλη την ερμηνεία της, ακυρώνοντας κάθε ίχνος εσωτερικής διαδρομής. Το κείμενο του Μίλερ φώναζε να ακουστεί, αλλά έμεινε πνιγμένο κάτω από την επιτήδευση και την απολύτως αμήχανη δραματουργική ανάγνωση.
Οι περιφερειακοί ρόλοι –οι γιοι του Γουίλι Λόμαν, η φιλενάδα του, ο φίλος του, ο εργοδότης, ένας απίθανος σερβιτόρος που θύμιζε τον Γκιωνάκη στα Κίτρινα Γάντια– έμοιαζαν σαν να φορούν ρούχα που δεν τους ανήκαν. Οι ηθοποιοί δεν μπήκαν ποτέ στον πυρήνα των προσώπων που υποδύονταν· ακούστηκαν σαν άνθρωποι άλλης εποχής, άλλου έργου. Δεν υπήρξε καμία ουσιαστική σχέση μεταξύ τους, καμία σύγκρουση που να ζυμώνεται επί σκηνής. Μονάχα λέξεις.
Το μόνο στοιχείο που διασώθηκε ήταν το σκηνικό: ένα ασπρόμαυρο, πένθιμο σπίτι, σε μια έντιμη προσπάθεια να αποδοθεί ο κόσμος του έργου. Όλα τα υπόλοιπα το ακύρωσαν.
Η εμπορική επιτυχία δεν αρκεί για να νομιμοποιήσει μια παράσταση. Ούτε τα «δυνατά χαρτιά» -οι δημοφιλείς πρωταγωνιστές, δηλαδή, κυρίως τηλεοπτικών σειρών- είναι πάντα εχέγγυα για μια καλή θεατρική απόδοση μεγάλων κλασικών έργων. Το αντίθετο μάλιστα. Η (πικρή) εμπειρία μάς έχει δείξει ότι όσο πιο τηλεοπτικός αστέρας είναι ένας ηθοποιός, τόσο πιο βυθισμένο στις ευκολίες, τις μανιέρες και τα στερεότυπα το κείμενο που καλείται να ερμηνεύσει…
