Μετά από 20+ χρόνια στη ζωή μας, θα περίμενε κανείς να έχουμε εξοικειωθεί. Να χειριζόμαστε το κινητό κάπως καλύτερα από τότε που το πιάσαμε πρώτη φορά στα χέρια. Και όμως, δεν συμβαίνει. Με ένα ακουστικό στο αυτί ξεχνάμε τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό.
Δεν ξεχνώ λίγο παλιότερα ένα δικηγόρο των Αθηνών που στο πλοίο (ταξίδευε προς εφετείο της επαρχίας) ανέλυε με κάθε λεπτομέρεια στον πελάτη – συνομιλητή του, και ταυτόχρονα βέβαια στους «ακροατές» σε ακτίνα δέκα μέτρων, τις ενέργειές του για υπόθεση διαζυγίου. Στο κάτω κάτω, συμπάσχει (αλίμονο…) αφού σπανίως του έχει τύχει τέτοια πρόστυχη συμπεριφορά συζύγου, η οποία αφού ατίμασε «όχι εσάς, αλλά τον εαυτό της και την οικογένειά της, χρησιμοποιεί τώρα τα παιδιά σας για τις ‘δουλειές’ της» κλπ. κλπ. Τόσο αναλυτική η παράθεση στοιχείων, που με την ολοκλήρωση της συνομιλίας το σώμα ενόρκων (εμείς δηλαδή, οι πλησιέστεροι επιβάτες) ήμασταν έτοιμοι να αποσυρθούμε για να καταλήξουμε σε ετυμηγορία. Και καλά η χαμένη ησυχία μας… Η διαφύλαξη του απορρήτου; Είχε καταστήσει σαφές στον πελάτη ότι δεν του μιλά από το γραφείο του, αλλά από το σαλόνι ενός πλοίου με τόσο κόσμο γύρω; Κατά τα άλλα μας… μάρανε αν τηρούν αυστηρά το απόρρητο η Google και το Facebook! Όχι οι επαγγελματίες που βγάζουν την προσωπική μας ζωή φόρα παρτίδα!
Ακόμα πιο «συμπάσχων» ήταν δυο καλοκαίρια πριν, στο πλοίο και πάλι, ο λογιστής που έκανε σειρά τηλεφωνημάτων σε περισσότερους από δέκα πελάτες του στη Μύκονο, για να τους ενημερώσει τον ένα μετά τον άλλο ότι εντός του ίδιου πλοίου… έχει εντοπιστεί κλιμάκιο του ΣΔΟΕ που κατεβαίνει στο νησί, οπότε: «από αυτή τη στιγμή κόβουμε όλες τις αποδείξεις». Σε έναν από όλους τους πελάτες του όμως, οι παρανομίες πρέπει να ήταν τόσο εξόφθαλμες που δεν διορθώνονταν με ένα «κόβουμε τις αποδείξεις»… Στην περίπτωση αυτή η συμβουλή άλλαξε σε «κόλλησε αμέσως στα παράθυρα μεγάλα χαρτιά και γράψε με μαρκαδόρο ‘ΚΛΕΙΣΤΟΝ’» -απίστευτο; Σας δίνω το λόγο μου, απολύτως αληθινό! Υποθέτω, λογιστής και μαγαζάτορας είναι από αυτούς που έχουν κατ’ επανάληψη σιχτιρίσει το κράτος που «δεν έχει ασθενοφόρα» ή «αφήνει τους γέρους χωρίς θέρμανση».
Πιστεύω, παρόλα αυτά, ότι ο περισσότερος κόσμος απλώς δεν έχει συναίσθηση της έντασης με την οποία μιλά. Σε δημόσιο χώρο, λόγω του θορύβου, φωνάζει χωρίς να το καταλαβαίνει. Είναι ένα είδος «μπλοκ», αυθόρμητης αντίδρασης. Ελπίδα υπάρχει πάντα, όλα αλλάζουν. Ας προσπαθήσουμε να θυμόμαστε ότι οι συνομιλίες μας είναι ιδιωτικές, σεβόμενοι έτσι εξίσου συνομιλητή και παριστάμενους.
