Καθημερινά

«Πώς να σ’ πω;»

Η Μπουλίτσα (και τα likes της σε αναρτήσεις κοινών φίλων) δεν είναι πια εδώ και νιώθω πως όλα τα αφήσαμε (και μ' εκείνη) στη μέση...

Έχει τη χαρακτηριστική βαριά γιαννιώτικη προφορά, αλλά την κάνει ό,τι θέλει. Άλλοτε τη μαζεύει κι άλλοτε την αφήνει ελεύθερη να εκφραστεί –κυρίως όταν θέλει να υπερτονίσει κάτι. Δεν προσέχει τα λόγια της, ούτε τα μασάει. Έχει απίστευτες γνώσεις στη μουσική, το ποδόσφαιρο, αλλά είναι γκουρού στη Eurovision –θυμάται συμμετοχές, γνωρίζει τις συμμαχίες μεταξύ διαγωνιζόμενων χωρών, στην προγνωστική πεντάδα, που φτιάχνει κάθε χρόνο πριν τα αποτελέσματα, πέφτει σχεδόν πάντα μέσα. Θεωρεί ότι η Κλόντια Σίφερ έχει στραβά πόδια. Καπνίζει πολύ. Όταν σε ακούει να μιλάς, μουρμουρίζει συρτά «ναι, ναι, ναι».

Τη θυμάμαι από τα χρόνια του Γυμνασίου. Είναι φίλη της αδερφής μου. Σπουδάζουν μαζί στο ΦΠΨ. Κάνουν παρέα με τα «μεγαλύτερα» από μας –κάποια από αυτά αργότερα θα γίνουν και δικοί μου φίλοι. Ανάμεσά τους κι εκείνη. Περνάει τα καλοκαίρια της στον Μούρτο, στο free camping του BB Beach. Φοράει γυαλιά. Ο σκελετός τους είναι χοντρός, πολύ χαρακτηριστικός και της πάει. Ακολουθεί την αδερφή μου στη Γαλλία για μεταπτυχιακά. Μια παρέα κοριτσιών μοιράζεται στο Παρίσι και τη γειτονική Καν. Επιστρέφουν μετά από χρόνια στην πόλη. Ανταμώνουμε πια και τους χειμώνες. Τα στέκια αλλάζουν, μεγαλώνουμε, σπίτι μαζευόμαστε νωρίτερα τα βράδια, ο σκελετός στα γυαλιά της έγινε πιο λεπτός, στο παλιό Lemon στην πλατεία Σπύρου Κατσαδήμα συζητάμε οι δυο μας για τριγλυκερίδια, χοληστερίνες. Πότε άλλαξαν οι κουβέντες μας και γίνανε τόσο πεζές και άχαρες, αναρωτιόμαστε. Πηγαίνουμε στο Θηρίο τα μεσημέρια πια, κουραζόμαστε με τα ξενύχτια. Σχολιάζουμε την επικαιρότητα, τον αντικαπνιστικό, τη συμμετοχή της Ελλάδας στο καθιερωμένο ετήσιο μουσικό πανηγύρι. Μετά κάνω καιρό πολύ να τη δω. Πού και πού τα λέμε στο τηλέφωνο,  «μιλάμε» κάτω από αναρτήσεις κοινών φίλων στα social media. Δεν έρχεται πια σπίτι να δούμε Eurovision, φτιάχνουμε όμως μια κλειστή ομάδα στο facebook με φίλους σκορπισμένους εδώ κι εκεί και σε ημιτελικούς και τελικό ανταμώνουμε ξανά, σχολιάζουμε, γελάμε, σαν να κάνουμε μια μεγάλη γιορτή.

Στα μισά του Ιούλη τηλεφωνεί θυμωμένη, γιατί η διακοπή νερού στον δρόμο της τραβάει πολύ, ένα ολόκληρο πρωινό δεν βγάζει σταγόνα η βρύση. Δυο βδομάδες μετά, η Όλγα δεν υπάρχει πια. Από την είσοδο της εκκλησίας στην Περίβλεπτο την Τρίτη το απόγευμα περνούν όλα τα καλοκαίρια στον Μούρτο και οι φίλοι σε γκρίζο φόντο ελαφρώς πιο σκυφτοί. Οι πένθιμοι ψαλμοί ανακατεύονται με τις μουσικές των Violent Femmes, των U2 και του Iggy Pop. «Πώς να σ’πω», που θα ‘λεγε κι εκείνη με τη χαρακτηριστική φωνή και προφορά της, σαν ταινία όλα τα χρόνια συρρικνώνονται σ’ έναν αποχαιρετισμό κι ένα βουβό κλάμα.

Δεν ξέρω αν ταξιδεύει. Ξέρω πως μας μάζεψε μετά από χρόνια, όπως τότε που βρισκόμασταν σε πάρτι, ρεβεγιόν, γιορτές και γενέθλια. Στο πατρικό, στο Μαντζάτο, στον Μακρή, στο Lemon. Ήταν μια παρέα μόνη της. Αγαπημένη πολύ. Η Μπουλίτσα (και τα likes της σε αναρτήσεις κοινών φίλων) δεν είναι πια εδώ και νιώθω πως όλα τα αφήσαμε (και μ’ εκείνη) στη μέση…