
Όταν αναχώρησε ο παππούς μου Βασίλης Σουρραπάς από το Σικάγο μέσω Νέας Υόρκης για να πολεμήσει εθελοντής στον ελληνικό στρατό, οι τίτλοι της τοπικής ομογενειακής εφημερίδας ήταν ΤΟ ΠΥΡΟΒΟΛΙΚΟΝ ΜΑΣ ΚΑΤΕΣΤΡΕΨΕ ΤΑ ΠΥΡΟΒΟΛΕΙΑ ΣΤΟ ΜΠΙΖΑΝΙ και Ο ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΟΣ ΛΟΧΟΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ ΗΝΔΡΑΓΑΘΗΣΕΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟΝ. Τρεις βδομάδες αργότερα, όταν πάτησε το πόδι του στο λιμάνι του Πειραιά, τα Ιωάννινα πάλι δέσποζαν στα πρωτοσέλιδα (Εικόνα 1). Έχω έτσι την ικανοποίηση ότι ο παππούς άφησε τη δουλειά του στο Σικάγο, για να έρθει και να απελευθερώσει τα Γιάννενα, την πόλη όπου ζούσαν οι άλλοι μου πρόγονοι.
Ο παππούς αναχώρησε από το Σικάγο για τη Νέα Υόρκη στις 23 Δεκεμβρίου (με το παλιό ημερολόγιο που ίσχυε στην Ελλάδα τότε). Επιβιβάστηκε στο υπερωκεάνειο Adriatic των γραμμών White Star στις 25 Δεκεμβρίου και αφού άλλαξε πλοίο στην Ιταλία, έφτασε από τη Νάπολη στον Πειραιά με πλοίο των γραμμών Μεσαζερή την Κυριακή 13 Ιανουαρίου. Αμέσως έσπευσε να επισκεφτεί τους γονείς του στο Άστρος της Κυνουρίας πριν καταταγεί τη Δευτέρα 21 Ιανουαρίου. Το Adriatic, με τον οποίο ο «παππούς ο Μπιλ» διέσχισε τον Ατλαντικό, ανήκε στην ίδια εταιρεία με τον Τιτανικό που είχε βυθιστεί λίγους μήνες πριν, στις 14 Απριλίου του 1912. Μάλιστα το Adriatic μετέφερε μερικούς από τους επιζώντες του Τιτανικού πίσω στην Αγγλία από τη Νέα Υόρκη στις αρχές Μαΐου.
Μέσα στη λάσπη στο Μπιζάνι
Η αρχική εντύπωση της κοινής γνώμης στην Ελλάδα ήταν πως μετά τις σχετικά γρήγορες καταλήψεις από τον στρατό της Φιλιππιάδας, της Πρέβεζας και των Πέντε Πηγαδιών, θα επακολουθούσε γρήγορα και η απελευθέρωση των Ιωαννίνων.
Όμως, όταν πλησίασαν τα οχυρά στο Μπιζάνι, οι έλληνες στρατιώτες κατάλαβαν πόσο υπεραισιόδοξη ήταν μια τέτοια προσδοκία. Μέσα στο καταχείμωνο οι στρατιώτες άρχισαν να αποδεκατίζονται όχι μόνο από τα γερμανικά κανόνια στα οχυρά, αλλά και από τον βουνίσιο ηπειρωτικό χειμώνα.
Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τον ελληνικό στρατό, αλλά και τις καταλήψεις του Μοναστηρίου, της Χειμάρρας, και των Αγίων Σαράντα, τα τουρκικά στρατεύματα στα Ιωάννινα είχαν ουσιαστικά αποκοπεί από τα κέντρα ανεφοδιασμού τους, αλλά και από την πρωτεύουσα του κράτους τους, την Κωνσταντινούπολη. Αντίθετα, μετά την ανακωχή στα βόρεια, ο ελληνικός στρατός μπόρεσε να μεταφέρει ενισχύσεις από την Μακεδονία στην Ήπειρο.
Οι απώλειες ήταν βαριές. Οι λίστες με τους νεκρούς και τους τραυματίες στο Μπιζάνι ολοένα και αυξάνονταν. Όμως, με δεδομένο τον αποκλεισμό των αμυνομένων, η ήττα τους ήταν πλέον θέμα χρόνου.
Όσο βαστούσε η πολιορκία, τα ελληνικά στρατεύματα γύρω από το Μπιζάνι βρέθηκαν να μετακινούνται τακτικά μέσα στη λάσπη πίσω από τους λόφους που έκρυβαν τη θέα τους από τα οχυρά.

Περιγράφει ο αμερικανός συνταγματάρχης Χάτσινσον που παρατήρησε τις μάχες: «Μετά τους βομβαρδισμούς της ημέρας, βλέπαμε στα αριστερά μας έναν μεγάλο αριθμό αλόγων και χιλιάδες άνδρες να τραβάνε και να σέρνουν τα κανόνια της πυροβολαρχίας πάνω από το λόφο και κάτω από τον τοίχο που συγκρατούσε ένα δρόμο μέσα στην κοίτη ενός ρυακιού όπου επρόκειτο να εγκατασταθεί, στο μόνο σημείο όπου μπορούσε να τοποθετηθεί χωρίς να καταστραφεί από τα πυροβόλα του οχυρού στο Μπιζάνι. Άνδρες και άλογα δούλεψαν όλη νύχτα για να τα μεταφέρουν». (Εικόνα 2)
Οι οβίδες των δύο πλευρών ακολουθούσαν τόξα πάνω από τους λόφους που χώριζαν τα δύο στρατεύματα. Όπως περιγράφει Χάτσινσον:
«Γύρω στις οκτώ το πρωί τα σύννεφα και η ομίχλη καθάρισαν και έβλεπα στη βουνοπλαγιά τους αξιωματικούς της πυροβολαρχίας να σκαρφαλώνουν στην κορυφή του λόφου απέναντι στο Μπιζάνι για να δουν το αποτέλεσμα των βολών και να δώσουν στο πυροβολικό την σωστή απόσταση βολής».

«Οι άνδρες στα κανόνια δούλευαν σαν κάστορες, άνδρες του πυροβολικού έτρεχαν από τα κασόνια ως τα κανόνια όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, ο καθένας τους κουβαλώντας δύο βαριές οβίδες μαζί. Η πυροβολαρχία σφυροκοπούσε τα οχυρά όλη μέρα. Οι Τούρκοι πολλαπλασίασαν τα πυρά τους» (αλλά σε σημεία μακριά από τα πυροβόλα).
«Οι Τούρκοι είχαν συνήθως λανθασμένη ιδέα για τη θέση των ελληνικών πυροβόλων επειδή βασίζονταν μόνο στον ήχο τους. Όμως ο ήχος αυτός, πριν φτάσει στα οχυρά, είχε αντανακλαστεί στις πλαγιές λόφων και στις πεδιάδες. Έτσι, οι τουρκικές πυροβολαρχίες έριχναν χιλιάδες οβίδες από τις οποίες καμία δεν έκανε ζημιά. Κοιτούσαμε τις οβίδες τους, όταν διέσχιζαν το οροπέδιο γύρω μας και πάνω από εμάς και μετά έσκαγαν στις βουνοπλαγιές χωρίς ζημιές, και οι στρατιώτες μας γέλαγαν και καμιά φορά κάποιος Έλληνας μου έλεγε: Τι σημαδεύει άραγε αυτός ο ανόητος;»
Με τη δύση του ήλιου, το σφυροκόπημα κόπαζε και με την προστασία της νύχτας άρχιζαν οι μεταφορές και οι κατασκευές σε προετοιμασία για την επόμενη ημέρα.
Μέρα με τη μέρα όμως το σφυροκόπημα εντεινόταν. Μαζί με την ανταλλαγή πυρών από τα πυροβόλα, το πεζικό των δύο στρατών συγκρούστηκε επανειλημμένα στις πεδιάδες κάτω από τα οχυρά.
«Οβίδες έσκαγαν παντού και όπου έπεφταν, τεράστιοι σωροί από πέτρες και κοτρόνες εκσφεδονίζονταν. […] Ακούγαμε τα πυροβόλα στο βουνό να βάλλουν όλο και πιο γρήγορα και τα πυρά του πεζικού να δυναμώνουν. Πού και πού ακούγαμε και το βουητό από τα πολυβόλα. Δεν γνωρίζαμε αν το σώμα υποχωρούσε ή προχωρούσε εξαιτίας του θορύβου από τα δικά μας πυροβόλα».
Η ζωή και οι κακουχίες στη σκιά των οχυρών έγιναν σχεδόν ρουτίνα για τους γενναίους έλληνες στρατιώτες, στις γραμμές των οποίων υπήρχαν και αρκετοί Ελληνοαμερικανοί. Τα νοσοκομεία στη Φιλιππιάδα και την Πρέβεζα γέμισαν και πολλοί τραυματίες χρειάστηκε να μεταφερθούν στην Πάτρα, την Αθήνα και αλλού.
«Σερφάδες» στο Μπιζάνι…
Δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσουμε τους Ελληνοαμερικανούς στις λίστες των νεκρών και των τραυματιών που δημοσίευε ο στρατός με την υπογραφή του στρατηγού Σαπουντζάκη. Δίπλα στο κάθε όνομα εμφανίζεται ο τόπος της καταγωγής του στην Ελλάδα, το χωριό ή το νησί του και όχι η πόλη της Αμερικής στην οποία είχε μεταναστεύσει. Έχουμε ωστόσο τις μαρτυρίες τους. Όπως και αναφορές στον ελληνοαμερικάνικό τύπο όπως αυτή στις 24 Δεκεμβρίου 1912 στην εφημερίδα της Νέας Υόρκης Ατλαντίς:
«Ὁ στρατηγός Σαπουντζάκης ἐπιστέλλει εἰς τὸ ὑπουργεῖον τῶν Στρατιωτικῶν ὅτι κατὰ τὴν τελευταίαν ἐπίθεσιν τῶν ἡμετέρων ἐναντίον τῶν Τουρκικῶν φρουρίων τῶν Ἰωαννίνων ἠνδραγάθησεν ὁ ἐθελοντικὸς λόχος Νέας Ὑόρκης πολεμήσας ἠρωικώτατα. Ἐκ τῶν ἀποτελούντων αὐτῶν ἀνδρῶν, ἐπληγώθησαν ὁ διοικητὴς αὐτοῦ κ. Φωκᾶς, καὶ οἱ ὁπλῖται Τάμας, Πολίτης, Τρυφωνόπουλος καὶ Γαρουφαλάκος. Κατά τὴν ἐπίθεσιν ἐφονεύθησαν πολλοὶ ἄλλοι ἐθελονταὶ, ὥν τὰ ὀνόματα ἀκόμη δὲν ἀνεκοικώθησαν».
Ο Χάτσινσον περιγράφει την εξής σκηνή: «Μια μέρα μια μεγάλη οβίδα έσκασε στο βουνό γύρω στα δέκα μέτρα πάνω από τα κανόνια και αρκετοί τόνοι από πέτρες άρχισαν να κυλούν προς την πυροβολαρχία. Όλοι οι άνδρες έτρεξαν να καλυφθούν σε ένα βαθούλωμα στην πλαγιά εκτός από ένα λοχία, ο οποίος δεν είδε τις πέτρες επειδή ήταν απασχολημένος με ένα από τα κανόνια. Του φωνάξαμε και γύρισε αρκετά έγκαιρα ώστε να δει τις πέτρες που κατρακυλούσαν προς το μέρος του. Βλέπαμε όμως ότι δεν θα είχε χρόνο να ξεφύγει τρέχοντας. Αυτός λοιπόν στάθηκε και περίμενε ήρεμα να πλησιάσουν οι πέτρες. Όταν έφτασε το κύριο μέρος της κατολίσθησης, πήδηξε στον αέρα και οι πέτρες κύλησαν κάτω από τα πόδια του. Η ευστροφία και η ταχύτητα του τον έσωσαν».
Διαβάζοντας αυτή τη σκηνή σκέφτηκα ότι ίσως ο λεβέντης να ήταν από τα δικά μας τα λημέρια στην Καλιφόρνια, αφού έτσι καβαλούν οι «σερφάδες» τα κύματα στον Ειρηνικό ωκεανό!
Ο ηρωισμός δύο Ηπειρωτισσών και ο Σπύρος Ματσούκας
Ο Χάτσινσον περιγράφει άλλο ένα επεισόδιο που τον εντυπωσίασε: «Ένα απόγευμα είδαμε μια σκηνή που μας πάγωσε το αίμα. Γύρω στις 4 μ.μ., ενώ η ανταλλαγή πυρών ήταν στο ζενίθ της, διακρίναμε δύο σκιές να κατεβαίνουν τον δρόμο στον λόφο αριστερά μας. Ο δρόμος αυτός ήταν στον λόφο πάνω από το στενό οροπέδιο, που όργωναν τα τουρκικά φρούρια με τα πυροβόλα τους. Ήταν σχεδόν σίγουρος θάνατος το να κατέβει κάποιος αυτό τον δρόμο, αφού κατέβαινε τον λόφο και διέσχιζε το οροπέδιο για ενάμισι μίλι μπροστά στα μάτια των φρουρίων. Οι κουκκίδες αυτές πλησίασαν όλο και περισσότερο και με έκπληξη και τρομάρα ανακαλύψαμε ότι ήταν δύο γυναίκες οι οποίες περπατούσαν με την ησυχία τους, λες και βρίσκονταν στον δρόμο για την εκκλησία σαν να μην υπήρχε πόλεμος στην περιοχή. Εκατοντάδες οβίδες του εχθρού πέρναγαν πάνω από το οροπέδιο και τον δρόμο και ήταν θαύμα ότι δεν σκοτώθηκαν. Επιτέλους έφτασαν στους πρόποδες του λόφου και έξω από τη γραμμή του πυρός[…] Μέσα στη γενική μας κατάπληξη μας είπαν ότι η μία είχε ένα γιο και η άλλη έναν ανιψιό στον λόφο και είχαν διασχίσει τα βουνά για να τους φέρουν μερικές κουβέρτες, αφού έκανε κρύο και έβρεχε στα βουνά.[…] Μας είπαν ότι ούτε που αναλογίστηκαν τον κίνδυνο, μόνο τα αγόρια τους σκέφτονταν, αφού οι ίδιες ήταν ηλικιωμένες και δεν τις ενδιέφερε το αν θα σκοτώνονταν αφού είχαν λίγα μόνο ακόμη χρόνια να ζήσουν». Και καταλήγει ο Χάτσινσον: «’Εχω διαβάσει για τον ηρωισμό της Ζαν Ντ’ Αρκ και της Μολ Πίτσερ (Moll Pitcher, περίφημη μάντισσα στη Μασαχουσέτη στα τέλη του 18ου αιώνα) αλλά τίποτα δεν ξεπερνάει σε ηρωισμό αυτές τις δύο Ηπειρώτισσες γριούλες».
Στο Μπιζάνι ξανασυναντάμε και τον πανταχού παρόντα Σπύρο Ματσούκα, τον «ποιητή του έθνους». Γράφει ο Χάτσινσον: «Ένα απόγευμα ήρθαν να μας επισκεφτούν ο κ. Ματσούκας και ο βουλευτής κ. Θεοδωρόπουλος, μαζί με τον υπολοχαγό και πιλότο του στρατού Καμπέρο. Ο Καμπέρος ετοιμαζόταν να πετάξει πάνω από τα οχυρά στο Μπιζάνι […] Μόλις οι στρατιώτες είδαν και αναγνώρισαν τον κ. Ματσούκα, του ζήτησαν να τους μιλήσει. Και επί τόπου, σε εκείνη τη λοφοπλαγιά, με τις τουρκικές οβίδες να πετάν πάνω από τα κεφάλια τους, ο ποιητής της Ελλάδας στάθηκε σε ένα βράχο και έβγαλε ένα πατριωτικό λόγο κάτω από τις ζητωκραυγές τους (Εικόνα 5).

Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων νίκη – ορόσημο για όλους του Έλληνες
Τελικά, στις 21 Φεβρουαρίου 1913 τα τουρκικά στρατεύματα του Εσάτ παραδόθηκαν, τερματίζοντας έτσι την πολιορκία των Ιωαννίνων. Σημειωτέον ότι η συνθηκολόγηση των Τούρκων ήρθε μετά από κυκλωτική κίνηση του ταγματάρχη Ιωάννη Βελισσαρίου και όχι από κατά μέτωπο έφοδο στα οχυρά στο Μπιζάνι.
Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, περισσότερο ίσως και από την είσοδο του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη, έγινε ορόσημο για τη μνήμη όλων των Ελλήνων οι οποίοι έζησαν τους Βαλκανικούς Πολέμους. Η Θεσσαλονίκη είναι μεν μεγαλύτερη πόλη, αλλά τα ελληνικά στρατεύματα την κατέλαβαν σχετικά γρήγορα και εύκολα στις 26 Οκτωβρίου 1912, στις αρχές της σύρραξης. Αντίθετα, μέχρι να μπει ο διάδοχος Κωνσταντίνος πανηγυρικά στα Γιάννενα την Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 1913, πέρασαν μήνες με κακουχίες και με εκατόμβες νεκρών στα Πέντε Πηγάδια, την Πέστα, την Αετορράχη, τη Μανωλιάσσα, τον Δρίσκο, το Μπιζάνι και αλλού.
Ας θυμηθούμε επίσης ότι η πτώση των Ιωαννίνων σήμαινε την οριστική ήττα των Τούρκων στην Ευρώπη. Δεν γνώριζε ο κόσμος ακόμη ότι θα επακολουθούσε και δεύτερος Βαλκανικός πόλεμος εναντίον των Βουλγάρων. Έτσι, οι πανηγυρισμοί εκείνων των ημερών ήταν όχι μόνο για τα Γιάννενα αλλά και με την ελπίδα ότι η αιματοχυσία είχε φτάσει στο τέλος της. Οι νέοι που πανηγύριζαν, αλλά και οι οικογένειές τους, πίστευαν ότι γιόρταζαν και τη δική τους επιβίωση από τον πόλεμο.
Διαβάζουμε στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ στις 22 Φεβρουαρίου: Όταν έφτασε το τηλεγράφημα του διαδόχου στο οποίο ανέφερε ότι ο Εσάτ πασάς είχε προτείνει την παράδοση, «ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον επηκολούθησεν (στους δρόμους της Αθήνας) εἶνε ἀδύνατον νὰ περιγραφῇ. Ἀστραπιαίως ὑψώθη ἀπὸ ὅλα τὰ στόματα καὶ τοὺς δρόμους καὶ τὰ κέντρα καὶ τὰ ἀπόκεντρα καὶ τῶν μακρυνστέρων ἀκόμη συνοικιῶν μά πολύβοος κραυγὴ θριάμβου άπὸ ἐκείνας ποῦ φέρουν τὴν ἀνακούφισιν. […] Οἱ δρὀμοι ἐγέμισαν, τὰ παράθυρα τῶν σπιτιῶν, αἱ πλατεῖαι, κόσμος παντοῦ παραφρονημένος ἀπό εὐχαρίστησιν, κόσμος ἀπὸ κάθε φῦλον, ἀπὸ κάθε τάξιν, ἀπὸ κάθε ἡλικίαν καὶ ἀπὸ κάθε ποιότητα. Ὅλος αύτός ὁ κόσμος, ὁ διαφορετικὸς ἐκείνην τὴν στιγμὴν ἦτο ἀδελφωμένος. […] Ἡ ὁδὸς Σταδίου περὶ τὴν μεσηβρίαν εἶχε καταστῆ ἀδιάβατος. Κύματα κόσμου φρενιτιῶντος ἀνεβοκατέβαιναν ἀνὰ πᾶσαν στιγμὴν ἀπὸ τὴν Ὁμόνοιαν πρὸς τὸ Σύνταγμα, ἐνῷ ἄλλαι ἀτελείωτοι καὶ πολυθόρυβοι σειραὶ ἔφθανον ἀπὸ τὰς παρόδους, διψῶσαι νὰ μάθουν λεπτομερείας καὶ νὰ ἀναμιχθοῦν μὲ τοὺς πανηγυρίζοντας».
Εκεί βρέθηκε και ο παππούς μου ο Μπιλ που είχε μόλις φτάσει από το Σικάγο. Ποιος στη χάρη του! Εθελοντής, τελείωνε εκείνη την εβδομάδα με τον λόχο του την βασική εκπαίδευση στη Αθήνα πριν σταλεί στο μέτωπο. Έγραψε στις αναμνήσεις του: «Εἰς τάς 22 τοῦ ἰδίου μηνός ὅπου ἔπεσε το Μπιζάνι, ἔγινε πανδαιμόνιον. Πολλά πρωί εἶχε κυκλοφορήσει ἡ φήμη περί τῆς πτώσεως. Ὁ λόχος ἔφυγεν διά γυμνάσια, ἀλλά μόλις ἀρχίσαμε τἀ γυμνάσια αἴφνης ἀκούομεν τάς σφυρίκτρας τῶν διαφόρων καταστημάτων, κωδωνοκρουσίας ὅλων τῶν ναῶν τῆς πρωτευούσης και είς τά ἀνάκτορα και τά δημόσια κτίρια ὑψώθη ἡ κυανόλευκος. Οἱ στρατιῶται ἄρχισαν τούς πυροβολισμούς, τάς ζητωκραυγάς καί ἐκλαίγαμεν ὁλοι έκ χαρᾶς τε καί λύπης, πρῶτον διότι ἀπολυτρώθησαν οἱ συνάδελφοί μας ἐκ τοῦ ψύχους τῶν πάγων και χιόνων και ἐδόθη τέρμα εἰς τά δεινά αὐτῶν και εἰς τον ἀγῶνα τῆς Ἡπείρου, ὁ ὁποῖος ὑφίστατο ἀκόμα. Ἐλυπήθημεν δε διότι δεν συμμετέσχομεν εἰς τον ἀγῶνα και ἰδίως εἰς την πολιορκίαν και ἐκπόρθησιν τῶν Ἰωαννίνων μἐ τὀ φοβερό Μπιζάνι. Ἔγινε διακοπή τῶν γυμνασίων. Ἐπανακάμψαμεν είς τόν λόχον ὅπου ὁ λοχαγός μᾶς ἄφησε ἐλεύθερους καθ’ὅλην την ἡμέραν. Τό τί ἐγένετο εἰς τήν πόλιν εἶναι ἀδύνατον νά περιγραφῇ. Πυροβολισμοί, διαδηλώσεις, ζητωκραυγαί. Δεν ἠδύνατο κανείς να διασχίσῃ τάς ὁδούς ἕνεκεν τῆς κοσμοπλημμύρας και τῶν πολλῶν ἐπεισοδίων, ὁπου ἐσημειώθησαν καί πολλά θύματα».
Δάκρυα χαράς έριξε λοιπόν ο παππούς μου ο Μπιλ για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων (Εικόνα 6). Συγκινήθηκα όταν το διάβασα. Λυπήθηκε –λέει- επειδή δεν συμμετείχε στο Μπιζάνι.
Ο “παππούς ο Μπιλ” πολεμάει τους Βούλγαρους στη Μακεδονία

Τελικά ο παππούς δεν στερήθηκε την ευκαιρία να πολεμήσει για την πατρίδα. Όμως αντί για τους Τούρκους στον πρώτο Βαλκανικό, πολέμησε τους Βούλγαρους. Ξεκίνησε μαζί με τους άλλους σαν σταυροφόρος στο καράβι από την Αμερική, στο οποίο ταξίδευαν και μετανάστες Βούλγαροι και Σέρβοι. Αλλά, όπως και άλλες σταυροφορίες στο παρελθόν, κατέληξε και αυτή σε πόλεμο ανάμεσα σε χριστιανικούς στρατούς.
Όπως και πολλοί άλλοι ελληνοαμερικανοί εθελοντές, ο Βασίλης Σουρραπάς πολέμησε στη Μακεδονία. Υποθέτω πως αν είχε φτάσει στην Ελλάδα από το Σικάγο τον Οκτώβριο, σαν εθελοντής θα είχε καταταχτεί στους Γαριβαλδινούς. Όμως, μετά την ατυχή έκβαση της μάχης στον Δρίσκο, το σώμα αυτό των Ερυθροχιτώνων είχε καταργηθεί, οπότε δεν τους πρόλαβε ο παππούς.
Στο ημερολόγιο του περιγράφει πορείες από τη Θεσσαλονίκη ως τις εκβολές του Στρυμόνα και από εκεί βόρεια, δίπλα στον ποταμό ως τη Νιγρίτα. Στη βαλτώδη αυτή περιοχή (Εικόνα 7) ήρθαν αντιμέτωποι όχι μόνο με τον αντίπαλο βουλγαρικό στρατό, αλλά και την απειλή της ελονοσίας, της χολέρας, αλλά και κατά καιρούς της πείνας, αφού ο ανεφοδιασμός των ανδρών σε τρόφιμα και νερό δεν λειτουργούσε πάντα άψογα. Παραθέτω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από τις αναμνήσεις του:
«Ὁ λόχος μου ἦτο παρατεταγμένος εἰς την ὄχθην τοῦ ποταμοῦ καί ἕτοιμος νά ἀκολουθήσῃ τον 12ον, ἀλλά μόλις εἴχαμε πλησιάσει να ἔμβωμεν είς τά μονόξυλα, αἴφνης ἀκούγομεν πῦρ ταχύ εἰς το ἀπέναντι μέρος. Ὁ 12ος λόχος εἶχε πέσει ἐπάνω είς τά προχώματα τῶν Βουλγάρων και ἐπετέθησαν μἐ ἐφ’ ὅπλου λόγχην, 50 μέτρα μακράν ἡμῶν. Ἐχθρικαί σφαῖραι ὡς χάλαζα περνοῦσαν ἀπό ἐπάνω μας. Ἀμέσως ἐπέσαμεν εἰς τά προχώματα και ἐπεριμέναμεν διαταγήν. Ἤμουν είς τό ἄκρον 2ος. Ἦλθεν ὁ ταγματάρχης καί λέγει: ‘πιστεύω παιδιά, εἶναι ἤδη καιρός να περάσωμεν πέρα καί νά βοηθήσωμεν τά ἀδέλφια μας πού καίγονται άπέναντι. Τό πῦρ ἐμαίνετο μετά λύσσης και πείσματος καί ἡ λόγχη ἐθαυματούργει. Οἱ Βούλγαροι ἐπεχείρουν ἀνόδους, ἀλλά ἀπεκρούοντο μετά γενναιότητος. Τό ἐχθρικόν πυροβόλον ἔβαλεν, ἀλλά ἀμέσως τό ἡμέτερον ἀπήντησε πῦρ ταχύ. Πρῶτος ἐγώ, εἷς δεκανεύς καἰ εἷς Κύπριος ἐθελοντής, εἰσήλθομεν εἰς το μονόξυλον ὑπό χάλαζαν ἐχθρικῶν σφαιρῶν καί διήλθομεν εἰς τό απέναντι μέρος [του ποταμού Στρυμώνα]’».
Ο δεύτερος Βαλκανικός πόλεμος, στον οποίο πολέμησε ο παππούς μου, άρχισε με στα τέλη Ιουνίου και τερματίστηκε στις 31 Ιουλίου του 1913. Με το τέλος του πολέμου, επέστεψαν και πολλοί από τους ομογενείς στην Αμερική.

Αύριο το τελευταίο μέρος του επετειακού αφιερώματος: Η επιστροφή των εθελοντών στην Αμερική
