ΕΙΚΟΝΑ 5 Custom
Εικόνα 5 - Ομογενείς εθελοντές παρελαύνουν στην Αθήνα
Ιστορίες

Οι Ελληνοαμερικανοί που πολέμησαν για τα Γιάννενα – Μέρος 3ο: Το ταξίδι και η άφιξη στην πατρίδα

Σήμερα το τρίτο μέρος του αφιερώματος του Αλέξανδρου Μωυσή στους Ελληνοαμερικανούς που ταξίδεψαν από την άλλη άκρη του Ατλαντικού για να πολεμήσουν εθελοντικά για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων το 1912-13.

Το ταξίδι των ελληνοαμερικανών εθελοντών από τη Νέα Υόρκη στην Ελλάδα για να πολεμήσουν στους Βαλκανικούς αφηγείται στο βιβλίο του ο συνταγματάρχης Τόμας Χάτσινσον, ο οποίος ταξίδεψε με το πλοίο «Λάουρα».

ΕΙΚΟΝΑ 1 Custom 1
Εικόνα 1 – Το λιμάνι στις Αζόρες όπου έκαναν στάση τα υπερωκεάνεια

«Στις πρώτες πέντε μέρες, αφού φύγαμε από τη Νέα Υόρκη, ο ωκεανός ήταν ταραγμένος και οι περισσότεροι άνδρες υπέφεραν από ναυτία. Ένας από τους λόγους για τη ζαλάδα ήταν το ότι, πριν φύγουν από τη Νέα Υόρκη, πολλά από τα Ελληνόπουλα είχαν φάει και πιει λίγο παραπάνω.[…] Όταν το πλοίο έφτασε στις Αζόρες, η θάλασσα γαλήνεψε και οι εθελοντές άρχισαν να ξαναζωντανεύουν (Εικόνα 1).

Οι περισσότεροι είχαν ως τότε κλειστεί στις καμπίνες τους, αλλά, όταν ηρέμησε το νερό, επέστρεψαν στο κατάστρωμα και το πλοίο ξαναζωντάνεψε. Οι εθελοντές άρχισαν να παίζουν ένα σωρό παιχνίδια με τράπουλες».

Προσθέτει δε ο παππούς μου, λακωνικός πάντα στην αφήγησή του: «Μετά πέντε ημέρας εφθάσαμεν εις τας Αζόρας νήσους. Εκαθήσαμε δύο ημέρας. Εξήλθομεν εις την πόλιν όπου ηύραμεν διάφορα οπωρικά και άλλα ωραία πράγματα. Οι κάτοικοι εφορούσαν καλοκαιρινά φορέματα και πηλικια.»

Όταν φάνηκε ο βράχος του Γιβραλτάρ, οι νέοι ξέσπασαν σε ζητωκραυγές αντικρίζοντας την είσοδο στη γνώριμη τους θάλασσα. Όταν μπήκαν στη Μεσόγειο, τα ατμόπλοια έκαναν αναγκαστική στάση στην Αλγερία για να προμηθευτούν φτηνό κάρβουνο για το υπόλοιπο ταξίδι.

Οι επιβάτες τους αντίκρισαν εκεί έναν συνδυασμό μεταξύ της Μπαρμπαριάς και των καμηλιέρηδων που γνώριζαν από τα τραγούδια για το Αλγέρι και ενός αναπτυγμένου αποικιακού γαλλικού λιμανιού (Εικόνα 2, 3).

ΕΙΚΟΝΑ 2 Custom 1
ΕΙΚΟΝΑ 3 Custom 1

Εικόνα 2, 3 – Το Αλγέρι γύρω στο 1912: Μοντέρνο αποικιακό λιμάνι και παραδοσιακοί αραβικοί μαχαλάδες

Εκεί, στο Αλγέρι έφτασαν με τον τηλέγραφο και τα πρώτα νέα για τον πόλεμο  και για τις πρώτες επιτυχίες του Ελληνικού στρατού. Ευκαιρία για νέους πανηγυρισμούς που ακούστηκαν σε ολόκληρο το λιμάνι.

Στην Ιταλία, τελευταίο σταθμό του ταξιδιού πριν την Ελλάδα, οι μελλοντικοί στρατιώτες αντίκρισαν έναν άλλο στρατό, τον ιταλικό, που επέστρεφε από τη Λιβύη όπου είχε μόλις υπογραφεί ειρήνη, αναγκαστικά για τους Τούρκους. Είχε και μια συνέπεια σχετική με τα Γιάννενα αυτή η σύναψη ειρήνης μεταξύ Τουρκίας και Ιταλίας. Σήμαινε ότι, επίσημα τουλάχιστον, η Ιταλία θα ήταν ουδέτερη στη βαλκανική σύρραξη. Όμως, όπως θα δούμε, αυτό δεν εμπόδισε φιλέλληνες ιταλούς εθελοντές, όπως τους Γκαριμπάλντι, να ταξιδέψουν στην Ελλάδα για να πολεμήσουν.

Αντίστοιχες σκηνές εξελίχθηκαν και για την επιστροφή εθελοντών που ταξίδεψαν από την Αυστραλία. Αυτοί χρειάστηκαν ένα μήνα για να φτάσουν στην πατρίδα. Γράφει η εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ: «Φεύγοντες από την Αυστραλία, αφήκαν εντολήν εις τους συμπατριώτας των εάν γνωσθή καμμία σοβαρά είδησις εκ του Ελληνοτουρκικού πολέμου να τους ειδοποιήσουν δια του ασυρμάτου τηλεγράφου.[…] Αίφνις την δεκάτην ημέραν ο ραδιοτηλεγραφητής […] ανήγγειλεν Αγγλιστί: Η Θεσσαλονίκη κατελήφθη υπό του Ελληνικού στρατού. Τι έγινε τότε δεν περιγράφεται. […] Ολόκληρον το πλοίον συνεκλονίσθη από μίαν κραυγήν: Ζήτω η Ελλάς!»

Αραιά και που διαβάζουμε και για μερικές, ελάχιστες γυναίκες που ταξίδεψαν μαζί με τους μελλοντικούς στρατιώτες. Σύζυγοι κατά κανόνα. Μερικές σκόπευαν να εργαστούν ως εθελόντριες, κατά προτίμηση κοντά στη μονάδα του άντρα τους. Άλλες θα πέρναγαν τις μέρες του πολέμου μαζί με συγγενείς.

ΕΙΚΟΝΑ 4 Custom
Εικόνα 4 – Με το υπερωκεάνειο αγκυροβολημένο στην είσοδο του ρηχού λιμανιού, μετανάστες για την Αμερική αναχωρούν από το λιμάνι της Πάτρας στις αρχές του 20ου αιώνα

Αποβίβαση στο λιμάνι της Πάτρας

Όσοι αποβιβάζονταν στην Πάτρα (Εικόνα 4), έβρισκαν την εξής σκηνή, την οποία περιγράφει η ΠΑΤΡΙΣ στις 7 Δεκεμβρίου: «Απόψε κατέπλευσε το υπερωκεάνιον Φραγκίσκος Ιωσήφ του οποίου επέβαινον 1500 Έλληνες επίστρατοι, επανερχόμενοι εξ Αμερικής. Το πλήθος εις την παραλίαν τους υπεδέχθη ενθουσιωδώς. Οι επίστρατοι επυροβόλουν, εκδηλούντες τον ενθουσιασμόν των. Η μουσική του πλοίου ανέκρουε τον Εθνικόν Ύμνον.»

Θυμίζω ότι τα μεγάλα υπερωκεάνια δεν μπορούσαν να αράξουν στην προβλήτα του λιμανιού της Πάτρας τότε, αλλά οι επιβάτες μεταφέρονταν από το πλοίο στην ακτή με ψαρόβαρκες. Από την Πάτρα, οι επίστρατοι μεταφέρονταν κανονικά στην Αθήνα με το τρένο, αν και η συγκοινωνία διακόπηκε για ένα διάστημα λόγω ζημιών στη γραμμή από την κακοκαιρία.

Μόλις αγκυροβόλησε το πλοίο του Χάτσινσον στην Πάτρα, ανέβηκε στο καράβι ο γιατρός του λιμανιού για να επιθεωρήσει τους επιβάτες και το πλήρωμα για τυχόν ασθένειες. Μετά την εξέταση, δόθηκε το σήμα για την αποβίβαση και «επιτράπηκε στους επιβάτες να μπουν στις μικρές βάρκες και να οδηγηθούν στην ακτή. Μέχρι να φτάσουν οι επιβάτες στην ακτή, ολόκληρη η πόλη ήταν στην προκυμαία για να προϋπαντήσει τους εθελοντές από την Αμερική. Επικράτησε πυρετώδης ενθουσιασμός».

Περνώντας από το τελωνείο, οι εθελοντές αναγκάστηκαν να πληρώσουν τέλη για τα δώρα που έφερναν για τους δικούς τους. Πολλοί κουβαλούσαν πούρα και τσιγάρα για τα οποία ο φόρος εισαγωγής ήταν τσουχτερός επειδή η Ελλάδα είχε τη δική της παραγωγή καπνού. Λέει ο Χάτσινσον: «ένα αγόρι, ο Τζων Κονσταντίν, πλήρωσε δεκαέξι δολάρια για τα τσιγάρα του [δηλαδή κοντά στα 400 ευρώ σήμερα]. Ο Τζων έμοιαζε σαν βρεμένη γάτα, αλλά σαν άντρας τα πλήρωσε».

«Ενώ οι εθελοντές περνούσαν την επιθεώρηση στο τελωνείο, το πλήθος γέμισε τους δρόμους και τα πεζοδρόμια και μαζί με τους εθελοντές από το πλοίο σχημάτισαν μια μεγάλη παρέλαση. Οι εθελοντές από την Αμερική είχαν φέρει μια μεγάλη ελληνική σημαία και μια μεγάλη αστερόεσσα των Ηνωμένων Πολιτειών και οι σημαίες αυτές τοποθετήθηκαν δίπλα-δίπλα στο μέσο του πλήθους, με τη γαλανόλευκη στα δεξιά και την αστερόεσσα στα αριστερά. Ήταν μια από τις πιο εντυπωσιακές σκηνές που έζησα. Εδώ στέκονταν οι εθελοντές, με τη σημαία της γενέτειράς τους στο ένα χέρι και τη σημαία της χώρας που τους υιοθέτησε στο άλλο». Μέσα στο πλήθος ο Χάτσινσον συνάντησε και τον πατριώτη ποιητή Σπύρο Ματσούκα, τον οποίο έμελλε να ξαναδεί αργότερα και στο Μπιζάνι.

Την Τρίτη 20 Νοεμβρίου διαβάζουμε στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ, δηλώσεις του Ματσούκα σχετικά με επίσκεψη του στην Πάτρα: «Κατά σύμπτωσιν εις τας Πάτρας κατέπλευσε προχθές εν υπερωκεάνιον, φέρον ένα εθελοντικόν λόχον εξ Αμερικής. Έσπευσα να δεξιωθώ αυτούς και να τους συγχαρώ. Εις εξ αυτών, ο έφεδρος υπολοχαγός κ. Ι. Κοντάνης, απήντησεν εκ μέρους όλων ως εξής: Ματσούκα, ήρθαμε να υπηρετήσωμε υπό την σημαία μας, ήρθαμε να ζήσωμε ξεψυχούντες πάνω στους βράχους της Ηπείρου και πέρα στας επάλξεις της Κωνσταντινουπόλεως.[…] Νάβλεπες τον θαυμασμό, τα χειροκροτήματα και τας υποδοχάς των Αμερικανών, θα έλεγες ότι ξεκινούσε όλη η Αμερική υπέρ της Ελλάδος. Ματσούκα δεν λησμονήσαμε τους όρκους τους οποίους εκάναμε κάτω από την Σημαία και τον Σταυρό, όταν πέρασες από τα μέρη εκείνα της ξενιτιάς».

Όσοι έφταναν στον Πειραιά, έπαιρναν τον ηλεκτρικό.

Την Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου διαβάζουμε στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ: «Ἡμέρα δὲν παρέρχεται χωρίς νὰ σημειωθῇ ἄφιξις ἀρκετῶν ἑκατοντάδων, πολλάκις δὲ καὶ χιλιάδων ἐπιστράτων καὶ ἐθελοντῶν σπευδόντων ἐκ διαφόρων μερῶν τῆς ὑφηλίου ὅπως βοηθήσωσι τήν ἀγωνιζομένην Πατρίδα.[…] Διά τοῦ ἐκ Μασσαλίας καταπλεύσαντος χθὲς εἰς Πειραιᾶ φορτηγοῦ ἀτμοπλοίου Μαρία, ἀφίκοντο 225 Ἕλληνες προερχόμενοι ἐξ’ Ἀμερικῆς, οἵτινες εἶχον ἀποβιβασθῇ εἰς Μασσαλίαν καὶ ἀνέμεναν ἀτμόπλοιον ὅπως ἔλθουν εἰς Ἑλλάδα. Οὗτοι ἐν σώματι μεταβάντες εἰς τὸν σταθμόν τοῦ ἠλεκτρικοῦ, ἀνῆλθον εἴς Ἀθήνας, ὅπως καταταχθῶσιν.»

Φτάνοντας, από πόλεις με επιδημίες, όπως η χολέρα στην Κωνσταντινούπολη, ορισμένοι έπρεπε να περάσουν από το «λοιμοκαθαρτήριο».

Ο παππούς ο «Μπιλ» στο Άστρος Κυνουρίας

Αμέσως μετά την άφιξη τους στην Αθήνα, οι επίστρατοι έσπευδαν να παρουσιαστούν στις μονάδες τους. Μερικοί εθελοντές όπως ο παππούς μου, βρήκαν την ευκαιρία φτάνοντας να πεταχτούν για λίγες μέρες στο χωριό τους πριν παρουσιαστούν. Ήταν χειμώνας όταν έφτασε από το Σικάγο στην Ελλάδα ο παππούς μου ο «Μπιλ» οπότε η οικογένειά του είχε κατέβει, μαζί με τα γιδοπρόβατά της, από τα ορεινά Βέρβενα στο Άστρος της Κυνουρίας κοντά στην ακτή. Εκεί ξεχειμώνιαζαν κάθε χρόνο. Φαντάζομαι ότι όταν ο εικοσιτετράχρονος «Αμερικάνος» έφτασε στο σπίτι των γονιών του, από το οποίο είχε φύγει σε ηλικία 16 ετών, η σκηνή που εξελίχθηκε θα ήταν παρόμοια με εκείνη που έζησε ο Χαρίλαος Φραγκογιάννης (Χάρρυ Φράνκο), όταν επέστρεψε από το Σαν Φρανσίσκο στο σπίτι των γονιών του στη Μυτιλήνη:

«Δάκρυα γέμισαν τα μάτια του όταν είδε [το σπίτι] να ξεπροβάλει ερημωμένο. Δεν ακουγόταν κανένας ήχος όταν έσπρωξε την παλιά ξώπορτα και δρασκέλισε μέσα. Με τα υγρά του μάτια ξεχώρισε οκτώ άτομα στα γόνατα να προσεύχονται. Πλησιάζοντας αναγνώρισε τον πατέρα και την μάνα του καθώς και τις τρεις αδελφές και τους τρεις αδελφούς του. Με το τρίξιμο της παλιάς πόρτας που άνοιξε γύρισαν όλοι προς το μέρος του με φοβισμένο βλέμμα.

Τι δεν είχαν ζήσει αυτοί οι άνθρωποι τόσα χρόνια που έλειπε μακριά τους. Τι να πρωτοθυμηθούν; Την μέρα που αποχαιρέτισαν τα τέσσερα αγόρια τους; Την λαχτάρα αλλά και το κλάμα που πότιζε τα γράμματά τους από την ξενιτιά;

Να γιατί έστεκαν αποσβολωμένοι, να τον κοιτούν ….

Τότε ο Χαρίλαος,  με την καρδιά του έτοιμη να σπάσει από αγωνίαν τους μιλά ρωτώντας τους, «Δεν με γνωρίζετε; Eγώ είμαι ο Χαρίλαος». Η μάνα πρώτη σηκώνει το βλέμμα και εστιάζει στον μελαχρινό άνδρα με το λεπτό μουστάκι που έχει απέναντί της. Ψάχνει να βρει σημάδια του έφηβου γιού που αποχαιρέτισε και του στρατιώτη που τους μιλά. Κάτι φτερουγίζει μέσα της, η καρδιά της μάνας που λαχταρά το σπλάχνο της μα και ο φόβος μήπως διαψευστεί… Πλησιάζει και άλλο θαρρείς και η μυρωδιά του θα της αποκαλύψει κάτι και με τρεμάμενη φωνή και την  μυτιληνιά της προφορά του λέει, κοιτώντας τον στα μάτια, για να πάρει την απάντηση που θέλει, εκείνη που θα την πείσει ότι είναι ο ξενιτεμένος της γιος, «μα ο Χαρίλαος είναι στην Αμερική…».

Εκείνος με αναφιλητά πια ξεσπάει «εγώ είμαι μάνα». Δεν μπόρεσε να ξεστομίσει τίποτα άλλο, το μόνο που ήθελε να χωθεί στην δικιά της αγκαλιά και των υπολοίπων. Τα πόδια του λύγισαν, έπεσε στα γόνατα δίπλα στους δικούς του και χάθηκε στην στιγμή…» 

Οι ελληνοαμερικανοί εθελοντές στην Αθήνα

ΕΙΚΟΝΑ 6 Custom
Εικόνα 6 - «Οι νεοαφιχθέντες επίστρατοι ενδύονται»
ΕΙΚΟΝΑ 7 Custom
Εικόνα 7 - Έλληνες επίστρατοι εξ Αμερικής στο Πανεπιστήμιο

Πίσω στην Αθήνα, στην κατάταξη τους οι νεοσύλλεκτοι λάμβαναν και τον εξοπλισμό τους. Βλέπουμε μια χαρακτηριστική σκηνή από «διανομή εσωρούχων εἰς τοὺς ἐσχάτως ἐλθόντας ἐξ Ἀμερικῆς ἐπιστράτους» στην Εικόνα 6. Αλλού μαθαίνουμε ότι τα εσώρουχαξ, που δίνονταν στους στρατευμένους, ήταν από κηρόχαρτο (ΠΑΤΡΙΣ Δεκεμβρίου 1912).

Γράφει ο συνταγματάρχης Χάτσινσον: «Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με κόσμο, καθώς όποιο καράβι έφτανε στα λιμάνια, έφερνε πλήθος εθελοντών από κάθε σημείο της υφηλίου. Μόλις το Ελληνόπουλο έφτανε στο βασίλειο, έβλεπε την οικογένεια και τους φίλους του και μετά παρουσιαζόταν στο στρατό για να καταταγεί. Η κυβέρνηση τον εξόπλιζε.

Ακολουθούσαν όλη μέρα γυμνάσια. Οι στρατώνες ήταν γεμάτοι με άνδρες και κάθε άδειο κομμάτι γης γύρω από την πόλη χρησιμοποιούταν για γυμνάσια και για πεδίο παρελάσεων των εθελοντών. Αν στεκόσουν πάνω στην Ακρόπολη, αντίκριζες παντού στρατιώτες σε γυμνάσια. Τους έβλεπα να εξασκούνται μπροστά στους στύλους του Ολυμπίου Διός, στο Θησείο και γύρω από την Πύλη του Αδριανού. Η Αθήνα έμοιαζε με στρατόπεδο. Τα ξενοδοχεία και τα καφενεία ήταν γεμάτα με στρατιώτες, μέρα και νύχτα».

Κατά την παραμονή τους στην Αθήνα πολλοί ελληνοαμερικανοί εθελοντές σύχναζαν τα βράδια στο καφεστιατόριο Πανελλήνιο στην οδό Πανεπιστημίου. Το περιγράφει ο Χάτσινσον: «Είναι το μεγαλύτερο και δημοφιλέστερο στην πόλη. Είναι ευρύχωρο, καθαρό και καλά επιπλωμένο, συγκρίσιμο με οποιοδήποτε στην Αμερική […] Έχει μια από τις καλύτερες ορχήστρες στην Ευρώπη, τα μέλη της είναι μείγμα ταλαντούχων ελλήνων και ιταλών μουσικών που παίζουν όλες την κλασική μουσική της Ευρώπης. Επιπλέον, παίζουν τις δημοφιλείς σε μας αμερικάνικες μελωδίες ragtime, αφού οι χιλιάδες ελληνοαμερικανοί εθελοντές ζητούν μουσική ragtime και χειροκροτούν την ορχήστρα στο τέλος κάθε κομματιού, σε έκπληξη των ντόπιων Ελλήνων, οι οποίοι δεν έχουν πάει στην Αμερική» (Εικόνα 8).

ΕΙΚΟΝΑ 8 Custom
Εικόνα 8 – Το καφεστιατόριο «Πανελλήνιο» σε φωτογραφία της εποχής

«Ήταν τόσοι πολλοί οι στρατιώτες μέσα στην πόλη, που ο στρατιωτικός διοικητής των Αθηνών θεώρησε απαραίτητο να καθιερώσει μια στρατιωτική αστυνομική φρουρά της οποίας το καθήκον ήταν να συλλαμβάνει κάθε βράδυ όλους τους παραβάτες και απόντες στρατιώτες. Η φρουρά περιπολούσε τακτικά και όποτε έπιαναν έναν στρατιώτη χωρίς άδεια, αμέσως τον συλλάμβαναν, πράγμα που προκαλούσε την περιέργεια του κόσμου. Οι εθελοντές περνούσαν συνήθως τα βράδια τους στα καφενεία και τα καφεστιατόρια, και όλο και κάποιο μέλος της φρουράς θα ερχόταν μέσα για να επιθεωρήσει κάθε στρατιώτη που βρισκόταν να κάθεται εκεί. Όποτε ο στρατιώτης βρισκόταν εκεί με άδεια, καθυστερούσε όσο μπορούσε ώσπου να τη δείξει στον φρουρό, ο οποίος άρχιζε να ανυπομονεί καθώς ο στρατιώτης έψαχνε τις τσέπες του για την άδεια. Όταν επιτέλους την έδειχνε, ο λοχίας του έλεγε ‘Ευτυχώς για σένα που την έχεις την άδεια, γιατί κάποτε θα σε πιάσω’. Ο κόσμος, που καθόταν τριγύρω, γελούσε, ενώ ο λοχίας περνούσε σε κάποιον άλλο στρατιώτη. Όποτε έπιανε κάποιο στρατιώτη χωρίς άδεια, τον οδηγούσε έξω από το καφενείο μέσα στα γέλια και τις επευφημίες του πλήθους. Οι ελληνοαμερικανοί εθελοντές πάντα επευφημούσαν τον λοχία όταν έκανε κάποια σύλληψη επειδή τον απέφευγαν επιδέξια. Μόλις τελείωναν τα γυμνάσια, οι αμερικάνοι εθελοντές έτρεχαν στα ξενοδοχεία τους για να αλλάξουν από τη στολή τους σε πολιτικά ρούχα, έτσι ώστε μετά να πάνε στα καφενεία με απόλυτη ασφάλεια».  Οι άλλοι επίστρατοι, που διέμεναν μέσα στους στρατώνες, δεν είχαν αυτή την ευχέρεια. Ο δικός μου ο παππούς ο Μπιλ στεγάστηκε στο Ζάππειο.

ΕΙΚΟΝΑ 9 Custom
ΕΙΚΟΝΑ 10 Custom

Εικόνα 9, 10 – Εκπαίδευση επιστράτων από την Αμερική στο Πεδίο του Άρεως

Οι συνήθειες του νέου κόσμου στον… παλιό

Ελληνοαμερικανοί, οι οποίοι είχαν ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της εφηβείας τους στην Αμερική, έφεραν μαζί τους και τις συνήθειες από τη ζωή τους στον νέο κόσμο. Τις περιγράφει ένας αμερικανός ανταποκριτής σε άρθρο του στις 16 Νοεμβρίου 1912 στην εφημερίδας του Σιάτλ (Seattle Star):

«Ποιος κέρδισε το πρωτάθλημα του μπέιζμπολ; Φώναξε ένας νεαρός όταν είδε τον αμερικανό ανταποκριτή. Παλιότερα ήταν καθαριστής παπουτσιών σε μαγαζί στο Μπρόντγουεϊ στη Νέα Υόρκη».

Συζητούσαν επίσης για το αποτέλεσμα των εκλογών στην Αμερική: «Ποιος θα είναι ο επόμενος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών; ρώτησε ένας έλληνας στρατιώτης, μισή ώρα πριν φύγει το τραίνο του για το μέτωπο. Ο Γουίλσον; Ε, αυτό θα είχα στοιχηματίσει κι εγώ. Μένω στο Σαν Φραν και μάλλον όλοι σε εκείνη την πόλη θα τον ψήφισαν.»

Και καταλήγει ο ανταποκριτής: «Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς την εντύπωση που προκαλεί το να συναντάει κανείς μπροστά του αυτά τα κομμάτια της αμερικανικής ζωής μέσα στην κατάσταση που επικρατεί στα Βαλκάνια. Αισθάνεσαι λες και μέρος των Ηνωμένων Πολιτειών πάει να πολεμήσει. [..] Και μερικοί από αυτούς δεν θα μάθουν ποτέ αν ο Γουίλσον θα γίνει καλός πρόεδρος ή όχι. Βλέπουμε τι λεβέντες είναι ο έλληνας καραμελάς και ο Έλληνας λούστρος».

Για το κοινό της Αθήνας, το θέαμα των Ελληνοαμερικανών ήταν γραφικό και αφορμή για παρατσούκλια. Τους αποκαλούσαν απλά «Αμερικάνους», ή και «Μπρούκληδες» (δηλαδή από το Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης), «Κουνησμένους» (επειδή είχαν ταρακουνηθεί διασχίζοντας τον ωκεανό), καθώς και «Γιάνκηδες» ή «Χατζαλάκηδες» (από το “how do you like this”).

εικόνα 11 Custom
Εικόνα 11 – Άρμεγμα κατσίκας έξω από εστιατόριο στην οδό Πανεπιστημίου το 1891 σε φωτογραφία του William Lewis Sachtleben. Στο βάθος διακρίνονται σκαλωσιές γύρω από το Βαλλιάνειο κτίριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης το οποίο ήταν τότε υπό κατασκευή.

Ο Χάτσινσον περιγράφει και μια χαρακτηριστική σκηνή: «Περνώντας από την οδό Σταδίου, είδα ένα κοπάδι με 40 κατσίκες να κάθονται στο πεζοδρόμιο μπροστά από ένα από τα κεντρικά εστιατόρια. Οι κατσίκες αυτές κάθονταν γαλήνια αναμασώντας την τροφή τους και στο δρόμο ένας Έλληνας άρμεγε μια κατσίκα, η οποία στεκόταν υπομονετική σαν αγελάδα (Εικόνα 11). Ρώτησα κάποιον που μιλούσε αγγλικά γι’ αυτές τις κατσίκες. Γέλασε και μου είπε ότι ήταν συνηθισμένο στην Ελλάδα να χρησιμοποιείται κατσικίσιο γάλα και ο κόσμος απαιτούσε ο γαλακτοκόμος ή ο ιδιοκτήτης των κατσικιών να τις φέρνει έξω από το εστιατόριο όπου ο εστιάτορας ή ο βοηθός του μπορούσαν να επιβλέψουν το άρμεγμα, έτσι ώστε να μην υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία για την ποιότητα, την αγνότητα και την φρεσκάδα του γάλακτος». ‘Ένας από τους νεοσύλλεκτους εθελοντές, που αντίκρισε αυτό το θέαμα στην οδό Σταδίου, έμελλε να είναι αυτός που μία εικοσαετία αργότερα θα έφερνε το παστεριωμένο γάλα στην Ελλάδα, αντικαθιστώντας έτσι τις κατσίκες έξω από τα εστιατόρια. 

 Αύριο: Οι Γαριβαλδινοί εθελοντές στον Δρίσκο

Σχετικά άρθρα

Ανοιχτό κάλεσμα σε εθελοντές από το Φεστιβάλ Photometria

Καλοκαίρι 1912: Η αντίστροφη μέτρηση πριν τον Βαλκανικό Πόλεμο

Αλέξανδρος Μωυσής

Αφιερωμένο στους εθελοντές του το Ioannina Lake Run 2022