«Γρήγορα, ένα χουλιάρι για τον υψηλότατο!»
Αυτή η προσταγή του γιαννιώτη οικοδεσπότη (και δημοτικού συμβούλου) Ματαθιούλη Λεβή, παππού της γιαγιάς μου, στο υπηρετικό προσωπικό του σπιτιού του αντήχησε, όταν ο διάδοχος Κωνσταντίνος αναζήτησε ένα κουτάλι της σούπας.
Ο στρατηλάτης Κωνσταντίνος, του οποίου ο νικηφόρος στρατός είχε εισέλθει στην πόλη λίγες μέρες πριν, την Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 1913, ήταν καλεσμένος της οικογένειας Λεβή σε δείπνο.
«Χουλιάρι;» ρώτησε με απορία ο Κωνσταντίνος, ο οποίος δεν γνώριζε τη λέξη της τοπικής διαλέκτου.
Και μόλις είδε να φτάνει το ασημένιο κουτάλι με τα αρχικά του πατριάρχη της οικογένειας (Εικόνα 1), αναφώνησε: «Α, χουλιάρι όπως λέμε κοχλιάριον!»
Δεν γνώριζε την τοπική λέξη για το κουτάλι, αλλά ήξερε καλά την αρχαία ελληνική. Μια λέξη, η οποία προέρχεται από τα κοχύλια που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι σαν κουτάλια. Λέξη η οποία επίσης αντιστοιχούσε τότε σε μονάδα μέτρησης όγκου (ένα αρχαίο κοχλιάριο με όγκο 4.4 ml είναι λίγο μεγαλύτερο από τη σημερινή κουταλιά του γλυκού που είναι 4 ml).
Λίγη ώρα πριν το δείπνο, ντυμένος με την ένδοξη στολή του, ο διάδοχος είχε φτάσει με τη συνοδεία του μπροστά στη μεγάλη ξύλινη πόρτα του μεγάρου Λεβή, στη γωνία των σημερινών οδών Κουντουριώτου και Ζάππα. «Εκεί που στρίβει η Μεγάλη Ρούγα», όπως έλεγαν τότε. Δεν χρειαζόταν άλλωστε να ξέρει τη διεύθυνση κανείς για να βρει το σπίτι των Λεβή. Όλοι το γνώριζαν, όπως φαίνεται και από μια επιστολή που είχαν στείλει μέλη της οικογένειας από την Ιταλία, όπου η διεύθυνση αναγράφεται σαν «Στην Εξοχότητά του τον Νταβιτσών Εφέντη, Ιωάννινα.» (Εικόνα 2). Έφτανε αυτό και μόνο για να βρει το γράμμα τον προορισμό του.

Όταν έφτασε ο ψηλός ένστολος πρίγκηπας στην οικία Λεβή, τον υποδέχτηκε –σύμφωνα με την αφήγηση της στα εγγόνια της πολλά χρόνια αργότερα– ένα επτάχρονο κοριτσάκι με μια ανθοδέσμη και με τα λόγια «Καλώς ήλθατε, ελευθερωτά!» Ήταν καμάρι μιας ζωής αυτή η σκηνή και ανάμνηση για τη γιαγιά μου Γιέτη Λεβή Μωυσή (1906-1995).
Ο διάδοχος είχε ήδη κάνει τη γνωριμία της οικογένειας Λεβή νωρίτερα. Μαθαίνουμε από τις εφημερίδες της εποχής ότι στις 24 Φεβρουαρίου ο Κωνσταντίνος συνάντησε επιτροπή της Ισραηλιτικής Κοινότητας και δέχτηκε πρόσκληση να επισκεφτεί τη Συναγωγή την επόμενη μέρα. Στις 10 το πρωί της Δευτέρας 25 Φεβρουαρίου 1913, έφτασε στη «Νέα Συναγωγή» των Ιωαννίνων (Εικόνα 4). Η Νέα Συναγωγή, η οποία υπέστη ζημιές από τους Γερμανούς στα χρόνια της Κατοχής και μετά κατεδαφίστηκε στη δεκαετία του 1960, στεκόταν στη σημερινή οδό Γιοσέφ Ελιγιά, κοντά στην οδό Αβέρωφ. Δηλαδή μόλις 150 μέτρα από την οικία Λεβή. Λέει μάλιστα η οικογενειακή μας παράδοση πως, όταν εγκαινιάστηκε η καινούργια αυτή συναγωγή στα μέσα του 19ου αιώνα, ζητήθηκε από μερικά μέλη της οικογένειας Λεβή να μεταφερθούν από την παλιά συναγωγή μέσα στο κάστρο (η οποία λειτουργεί πάντα) στην καινούργια. Ήταν απαραίτητη η παρουσία μέλους της οικογενείας Λεβή για τη λειτουργία της. Το ίδιο υποθέτω έγινε και με μέλη της γιαννιώτικης οικογένειας Κοέν.


Όταν υποδέχτηκε τον διάδοχο στη Συναγωγή ο ραβίνος, μέλος της οικογένειας Λεβή κι αυτός, είπε μεταξύ άλλων τα εξής (Εικόνα 5): «Η Ισραηλιτική κοινότης Ιωαννίνων προ 10 αιώνων εγκατεστημένη εις τα ιερά χώματα της ευάνδρου Ηπείρου διετήρησε ου μόνον την γλώσσαν αλλά και τα αισθήματα Ελληνικά».
Δεν έμεινε πολλές μέρες στα Ιωάννινα ο διάδοχος μετά την είσοδο του στρατού του. Το πρωί της 6ης Μαρτίου 1913, αναχώρησε εσπευσμένα για την Αθήνα μόλις έμαθε ότι ο πατέρας του βασιλιάς Γεώργιος Α’ είχε δολοφονηθεί στη Θεσσαλονίκη. Το νέο τον βρήκε στην οικία του πρώην δημάρχου Ιωαννιτών Χριστάκη Σακελλάριου (παππού του γνωστού θεατρικού συγγραφέα Αλέκου) κοντά στη Ζωσιμαία όπου φιλοξενήθηκε. Έφτασε στα Γιάννενα ελευθερωτής μέσα σε εθνική αγαλλίαση και έφυγε βασιλιάς σε εθνικό πένθος. Δύο εβδομάδες ακριβώς μετά τη θριαμβευτική παρέλασή του στα Γιάννενα, το μεσημέρι της Παρασκευής 8 Μαρτίου, ορκιζόταν μπροστά στην ολομέλεια της Βουλής στην Αθήνα.
Όσο για το «κοχλιάριο», τη λέξη αυτή ίσως τη γνώριζε ο πρίγκηπας επειδή είχε ακούσει το ομώνυμο απόφθεγμα του Εμμανουήλ Ροΐδη, το οποίο ακόμα και σήμερα εμφανίζεται κατά καιρούς σε πολιτικούς λόγους:
«Ως οι Ινδοί εις φυλάς, ούτω και οι Έλληνες διαιρούνται εις τρεις κατηγορίας:
α) Εις συμπολιτευόμενους, ήτοι έχοντας κοχλιάριον να βυθίζωσιν εις την χύτραν του προϋπολογισμού.
β) Εις αντιπολιτευομένους, ήτοι μη έχοντας κοχλιάριον και ζητούντας εν παντί τρόπω να λάβωσιν τοιούτον.
γ) Εις εργαζομένους, ήτοι ούτε έχοντας κοχλιάριον ούτε ζητούντας, αλλ’ επιφορτισμένους να γεμίζωσι την χύτραν δια του ιδρώτος των».
Με την άφιξη λοιπόν του ελευθερωτή Κωνσταντίνου στην πόλη τους το 1913, εντάχτηκαν και οι Ιωαννίτες στις «τρεις φυλές» του βασιλείου. Μαζί τους και οι Ρωμανιώτες Εβραίοι πολίτες, οι οποίοι -ας σημειωθεί- δεν είχαν όλοι ασημένιο «κοχλιάριο» σαν τον παππού της γιαγιάς μου. Αυτό μας θυμίζει άλλωστε και η αναφορά στην εφημερίδα του 1914 σχετικά με τον τραγικό θάνατο του αχθοφόρου Δαβίδ Ισαάκ Κοέν (Εικόνα 6).
Για εμάς τους μεταγενέστερους, η μνήμη όλων των προγόνων αυτών αποτελεί ευλογία.
Όσο για το κοχλιάριο του Ροΐδη και την κληρονομιά των «τριών φυλών» της πατρίδας μας, γι’ αυτό ας κρίνει ο αναγνώστης…


