ΕπικαιρότηταΑίθουσα Σύνταξης

Τρέχουν και δεν προλαβαίνουν οι έμποροι καυσόξυλων

Επιστροφή στα καυσόξυλα έχει σημάνει για μεγάλο αριθμό νοικοκυριών η κατακόρυφη αύξηση στις τιμές του ρεύματος και η εκτιμώμενη εκτόξευση στις τιμές του πετρελαίου θέρμανσης, με τις παραγγελίες στις επιχειρήσεις καυσόξυλων να έχουν ξεκινήσει, πριν καλά καλά τελειώσει το καλοκαίρι.

Η ζήτηση για καυσόξυλα αυξήθηκε δραματικά φέτος, καθώς όλοι, και εκείνοι που δεν είχαν εναλλακτική πηγή θέρμανσης, αλλά και εκείνοι που τα τελευταία χρόνια είχαν το τζάκι σε διακοσμητικό μόνο ρόλο, αναζητούν τρόπους να περιορίσουν το κόστος της θέρμανσης.
Η μεγάλη ζήτηση έχει ανεβάσει την τιμή, αλλά έχει προκαλέσει και ελλείψεις στην αγορά, με δύο ακόμη παράγοντες να εντείνουν το πρόβλημα. Η απαγόρευση εξαγωγής καυσόξυλων από τη Βουλγαρία, που αποτελεί έναν από τους προμηθευτές της χώρας, αλλά και το υψηλό κόστος των μεταφορικών.
Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να διογκωθούν οι ελλείψεις και με δυσκολία να καλύπτεται η ζήτηση που υπάρχει, σύμφωνα με τον έμπορο ξυλείας Γιάννη Ντασταμάνη. Μάλιστα, οι επαγγελματίες του κλάδου λαμβάνουν παραγγελίες, ενημερώνοντας τους πελάτες τους ότι θα τους εξυπηρετήσουν από τις 10 Οκτώβρη. «Δυστυχώς δεν μπορούμε να καλύψουμε τις παραγγελίες και να γνωρίζετε ότι και η ξηρότητα των ξύλων θα είναι πολύ μικρότερη σε σχέση με άλλες χρονιές. Ο κόσμος πρέπει να έχει πανικοβληθεί, γιατί ζητάνε μεγάλες ποσότητες, δε θα μπορούμε να τις καλύψουμε», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Οι τιμές έχουν αυξηθεί, αλλά προς το παρόν όχι σε μεγάλο βαθμό. Το πουρνάρι, η ελιά και η οξιά πωλούνται στα 110 ευρώ το κυβικό (220 ο τόνος) και η δρυς στα 90 ευρώ το κυβικό (180 ευρώ ο τόνος).
Ο κ. Ντασταμάνης έθεσε ακόμη δύο προβλήματα που έχουν να κάνουν με την διαθεσιμότητα της ξυλείας τοπικά, αλλά και σε επίπεδο χώρας. Το πρώτο αφορά την απουσία διαχειριστικών μελετών στα δημοτικά και δημόσια δάση. Στην περιοχή μας μόνο ο Δήμος Πωγωνίου έχει κάνει βήματα προς αυτή την κατεύθυνση.
Το δεύτερο ζήτημα είναι η έλλειψη εργατικών χεριών, καθώς εργάτες από βαλκανικές χώρες, που παλαιότερα έκαναν αυτή την δουλειά, έχουν καταφύγει σε άλλες χώρες, καθώς υπάρχει πιο ευνοϊκό περιβάλλον. Όπως σημείωσε ο κ. Ντασταμάνης, η Γερμανία, για παράδειγμα, παρέχει βίζα στους ίδιους και τις οικογένειές τους, κάτι που δε συμβαίνει στη χώρα μας, η οποία πρέπει να βρει τρόπο να αντιμετωπίσει το πρόβλημα αυτό που αφορά τον σύνολο του πρωτογενή τομέα.

Σχετικά άρθρα

Εντατικοί έλεγχοι για φαινόμενα αισχροκέρδειας στα καυσόξυλα

Μειωμένες τιμές στα προϊόντα ξυλείας με απόφαση Γ. Αμυρά