ΕπικαιρότηταΑίθουσα Σύνταξης

Όχι σε όλα με σειρά επιχειρημάτων

Αντίθετη σε όλες τις επίμαχες προβλέψεις του νομοσχεδίου για τα πανεπιστήμια είναι η Σύγκλητος του πανεπιστημίου Ιωαννίνων, όπως αυτό αποτυπώνεται στην απόφασή της μετά τη συνεδρίαση της περασμένης Τετάρτης.

Η Σύγκλητος εκφράζει τη διαφωνία της με τη θεσμοθέτηση μιας ελάχιστης βάσης εισαγωγής, επισημαίνοντας ότι το μέτρο αυτό δεν εγγυάται κατ’ ανάγκην την είσοδο υποψηφίων με περισσότερα ουσιαστικά προσόντα στα ΑΕΙ. Κι αυτό γιατί θεωρεί ότι οι
πανελλήνιες εξετάσεις ευνοούν, κυρίως, αυτούς που έχουν προετοιμαστεί κατάλληλα στην «τεχνική» του διαγωνισμού, όπως αυτή διδάσκεται στα φροντιστήρια, και όχι εκείνους που έχουν καλύτερα εμπεδωμένες γνώσεις. Κατά συνέπεια, σημειώνει ότι η οποιαδήποτε απόπειρα ποιοτικής επιλογής νέων φοιτητών και αναβάθμισης των πανεπιστημίων έχει ως προϋπόθεση την ουσιαστικοποίηση της Γ’ Λυκείου.
Η διαφωνία με τον νέο τρόπο εισαγωγή στο πανεπιστήμιο έχει να κάνει και με το εκτιμάται ότι θα οδηγήσει στον αποκλεισμό του 20% περίπου των σημερινών υποψηφίων, οι οποίοι, δε θα έχουν άλλες ποιοτικές και γνωστικά αξιόλογες επιλογές, πέραν των απορυθμισμένων και υποχρηματοδοτημένων δημοσίων ΙΕΚ, των ιδιωτικών ΙΕΚ, των ποικιλώνυμων «κολλεγίων» και πανεπιστημίων του εξωτερικού με μικρό ακαδημαϊκό αποτύπωμα. «Η εκτροπή αποφοίτων Λυκείου προς αυτές τις κατευθύνσεις δεν υπηρετεί ούτε την αναβάθμιση των πανεπιστημίων, αλλά ούτε και την προοπτική οικοδόμησης ενός ολοκληρωμένου συστήματος τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης. Η αναβάθμιση της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης και ο επαγγελματικός προσανατολισμός θα έπρεπε να έχουν προηγηθεί των αλλαγών στη διαδικασία πρόσβασης στα ΑΕΙ, όχι ως “εκφώνηση”, αλλά ως ένα ολοκληρωμένο έργο, αναγνωρίσιμο από την κοινωνία και τους υποψηφίους. Μόνο τότε η επιλογή αυτής της οδού θα ήταν συνειδητή και όχι εξαναγκαστική, όπως γίνεται τώρα με ορισμένους απόφοιτους ΑΕΙ που απευθύνονται σε ΙΕΚ για να αποκτήσουν πλασματικές δεξιότητες και να διεκδικήσουν θέσεις εργασίας», αναφέρει η Σύγκλητος, προσθέτοντας ότι λιγότεροι εισακτέοι δε σημαίνει κατ’ ανάγκην καλύτερη εκπαίδευση, καθώς η βελτίωση της εκπαιδευτικής και της ερευνητικής διαδικασίας στα ΑΕΙ έχει άλλες προϋποθέσεις, κυριότερες των οποίων είναι η επαρκής χρηματοδότηση, το σταθερό θεσμικό πλαίσιο και η ύπαρξη μακροπρόθεσμου σχεδιασμού.
Σε ό,τι αφορά τη μείωση των εισακτέων, τέλος, υποστηρίζεται ότι θα οδηγήσει μετά βεβαιότητος στη μείωση του αριθμού των αποφοίτων ΑΕΙ, μετριάζοντας, έτσι, ένα από τα τρία συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτει η χώρα στις διεθνείς αξιολογήσεις, μαζί με τη μείωση της μαθητικής διαρροής και τις καλές επιδόσεις μας στην έρευνα. «Το αίτημα της πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι αυθεντικό, θεμελιώδες και μη διαπραγματεύσιμο με “τεχνικούς” όρους. Εάν οι υποδομές και το προσωπικό στα Ιδρύματα δεν επαρκούν για την ικανοποίησή του, η ενδεδειγμένη λύση δεν είναι ο περιορισμός των εισακτέων, αλλά η ουσιαστική ενδυνάμωση των ΑΕΙ. Χωρίς σημαντική αύξηση των διαθέσιμων οικονομικών πόρων, αυτό δεν είναι πρακτικά δυνατόν», σημειώνεται.
Αρνητική είναι η θέση του πανεπιστημίου Ιωαννίνων και στις προβλέψεις για διαγραφή των λεγόμενων «αιώνιων» φοιτητών, θεωρώντας ότι η συγκεκριμένη κατηγορία περιγράφει (εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων) φοιτητές επί πτυχίω, που για μια ποικιλία λόγων έχουν διακόψει τις σπουδές τους. «Η οριστική διαγραφή αυτών των φοιτητών αποτελεί ένα διοικητικό μέτρο που δεν έχει προσμετρήσιμη επίδραση στο εκπαιδευτικό και ερευνητικό έργο, ούτε προηγούμενο στη διεθνή ακαδημαϊκή πρακτική», σημειώνει στην απόφασή της η Σύγκλητος και εκφράζει τη θέση ότι συγκεκριμένο μέτρο δεν πρέπει να εφαρμοστεί.
Κάθετη είναι η διαφωνία στην ίδρυση ειδικού αστυνομικού σώματος, με εκτελεστικές και προανακριτικές αρμοδιότητες, όπως και έδρα, εντός των ΑΕΙ. Επίσης, θεωρεί ότι η δημιουργία υπηρεσίας (ενδο-πανεπιστημιακής) ασφαλείας, που θα στελεχώνεται από διοικητικούς υπαλλήλους και θα παρακολουθεί τις κινήσεις και τη συμπεριφορά των εισερχομένων σε κάθε Ίδρυμα μέσω ειδικού εξοπλισμού, είναι ένα μέτρο γραφειοκρατικό, χωρίς πρακτική χρησιμότητα και εν πολλοίς μη υλοποιήσιμο, λόγω της αποψίλωσης του προσωπικού και της ένδειας πόρων.
Η Σύγκλητος τονίζει ότι είναι μέτρα που δεν ικανοποιούν τις πραγματικές ανάγκες σε φύλαξη και προστασία ευαίσθητων υποδομών, αλλά αντίθετα δημιουργούν μια εικόνα που δε συνάδει με τα γενικότερα κεκτημένα της ελεύθερης διακίνησης προσώπων και ιδεών ή τις ιδιαίτερες μορφές που προσλαμβάνουν η φοιτητική διαμαρτυρία και η έκφραση μειοψηφικών απόψεων εντός των ΑΕΙ. «Η καταπολέμηση της παραβατικότητας και της βίας, που είναι υπαρκτές ή ακόμα και εκσεσημασμένες σε ορισμένα Ιδρύματα, μπορεί κάλλιστα να επιτευχθεί, αξιοποιώντας τη συμβατική δημόσια δύναμη (ΕΛ.ΑΣ.), που εντέλλεται από τον νόμο να παρεμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις», τονίζεται στην απόφαση, η οποία συνοδεύεται από την «προειδοποίησης» ότι, στο μέτρο που του αναλογεί, το πανεπιστήμιο Ιωαννίνων δεν προτίθεται να υποβοηθήσει ή να συμβάλει στην υιοθέτηση μέτρων που υπονομεύουν το κλίμα ακαδημαϊκής ειρήνης, την ιδιωτικότητα, τις ελευθερίες και τα ακαδημαϊκά δικαιώματα.
Τέλος, ευθεία παραβίαση του αυτοδιοίκητου των πανεπιστημίων χαρακτηρίζεται η θεσμοθέτηση ειδικών πειθαρχικών μέτρων, που δεν περιλαμβάνονται μέχρι τώρα στους εσωτερικούς κανονισμούς που έχουν εγκρίνει οι Σύγκλητοι. «Το υπουργείο θα πρέπει να επιδιώξει τη συνεννόηση με τις διοικήσεις των Ιδρυμάτων, ώστε διεθνώς αποδεκτά μέτρα περιορισμού της αυθαιρεσίας και της στρέβλωσης της εκπαιδευτικής διαδικασίας να προωθηθούν συντονισμένα μέσω των αρμοδίων οργάνων στα ΑΕΙ. Αυτό θα εξασφαλίσει, πέρα από την ακαδημαϊκή τους νομιμοποίηση, και την απρόσκοπτη υλοποίησή τους», καταλήγει η απόφαση.

Σχετικά άρθρα

Το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων γιορτάζει τη Διεθνή Ημέρα Μουσείων

Ζητούμενο η ενίσχυση των συνεργειών με ιδρύματα της Γαλλίας

Στόχος του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων να γίνει η πρώτη επιλογή