Η φωνή λοιπόν σίγησε. Ο Γιάννης Διακογιάννης έφυγε στα 91 του χρόνια πλήρης ημερών και γνώσεων, προκαλώντας συναισθήματα θλίψης σε πολλούς, πάρα πολλούς, Έλληνες της χώρας και της διασποράς. Είναι σπάνιο τέτοια συναισθήματα να απλώνονται σε τόσο μεγάλο τμήμα του πληθυσμού. Κι αυτό μόνο τυχαίο δεν είναι. Γιατί ο Γιάννης Διακογιάννης δεν υπήρξε απλά ο πρωτοπόρος, ο «πατριάρχης», όπως λένε, της τηλεοπτικής αθλητικογραφίας. Ήταν κάτι πολύ περισσότερο.
Κάπου στα 1967, είχαμε την έναρξη λειτουργίας της ελληνικής τηλεόρασης σε περιορισμένη γεωγραφική κλίμακα για κάποια χρόνια. Το 1971, οι Γιαννιώτες που ήθελαν να δουν τους αγώνες που έφεραν τον Παναθηναϊκό στον τελικό του Γουέμπλεϊ, έπρεπε να μετακινηθούν στο Αγρίνιο για να δουν το ματς από τα καθίσματα κάποιας καφετέριας ή όρθιοι έξω από τη βιτρίνα ενός καταστήματος ηλεκτρικών ειδών. Μέχρι τότε, η αναμετάδοση των αγώνων ποδοσφαίρου ήταν αποκλειστικά ραδιοφωνική και, όχι σπάνια, περιλάμβανε στοιχεία (ακούσια ή εκούσια) γραφικότητας.
Με δεδομένο ότι δεν υπήρχε οπτική επαφή, οι εκφωνητές χαρακτηρίζονταν από ακατάσχετη λογοδιάρροια. Χρησιμοποιούσαν πάνω από 80 λέξεις το λεπτό. Αντίστοιχα, π.χ. ένας πολιτικός, που χαρακτηρίζεται από ευφράδεια, χρησιμοποιεί στη Βουλή περίπου 48 λέξεις, ενώ κάποιοι δεν είναι σε θέση να εκφέρουν ούτε τις 30 λέξεις που τους έχουν γράψει!
Αυτή η λογοδιάρροια έφερε και πολλά «μαργαριτάρια»! Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση σε αγώνα του Ολυμπιακού στο γήπεδο Καραϊσκάκη, κατά την περιγραφή του οποίου ο εκφωνητής αλαλάζοντας είπε ότι «ο Υφαντής σουτάρει και η μπάλα φεύγει ελάχιστα εκατοστά άουτ». Κι αφού μεσολάβησε κενό κάποιων δευτερολέπτων, συνέχισε λέγοντας «μια νέα μπάλα μπαίνει στο γήπεδο»! Η προηγούμενη είχε περάσει πάνω από τις (χαμηλότερες τότε) κερκίδες και είχε καταλήξει στο Φάληρο. Τόσο ελάχιστα άουτ (!) είχε περάσει η μπάλα.
Με τη δυνατότητα να έχει ο φίλαθλος ταυτόχρονα εικόνα και ήχο, δεν ήταν δύσκολο πλέον για τους αθλητικογράφους και παρουσιαστές να μπουν στη νέα πραγματικότητα. Μαζί με τον Γιάννη Διακογιάννη, υπήρξαν πολλοί σύγχρονοι συνάδελφοί του. Ήταν όμως αυτός που ξεχώρισε. Ξεχώρισε πρώτα απ’ όλα με την πλατιά παιδεία και το ήθος του. Με τη λιτή παρουσία του και τη δωρικότητα που επέβαλε. Με το ότι δεν έλεγε τίποτα το περιττό και δεν περιέγραφε απλά πράγματα, που ούτως ή άλλως οι τηλεθεατές τα έβλεπαν μόνοι τους. Με επίπεδο λόγο στις κοινές φάσεις και την αναγκαία διακύμανση της φωνής για ξεχωριστές φάσεις. Χωρίς εξαλλοσύνες και αλαλαγμούς.
Όταν του επέτρεπε ο χρόνος, αναφερόταν στους παίκτες και αθλητές με ολόκληρο το ονοματεπώνυμό τους, Έλληνες και ξένους. Και κυρίως έπαιρνε κάθε φορά την ευκαιρία να αναφερθεί σε σημαντικά ιστορικά στοιχεία συνυφασμένα με τον αγώνα, τη στιγμή, τη φάση, τον παίκτη… που πολλοί ακούγαμε για πρώτη φορά. Κι ενώ γνώριζε ότι το να εκφράσει την προσωπική του γνώμη για κάποια φάση ή ενέργεια, θα του επεφύλασσε πιθανόν κάποιες ύβρεις σε έντυπα μέσα, έως και τηλεφωνικές απειλές, τράβηξε με ευθύτητα τον δρόμο του χωρίς να το αναφέρει για να ηρωποιηθεί. Σ’ όλα αυτά και πολλά ακόμη, η ευφράδεια, η γλαφυρότητα του λόγου και η διάχυτη ευγένεια δεν ήταν παρά το κερασάκι στην τούρτα.
Παρά το γεγονός ότι πολλοί από μας τον ταυτίσαμε με το δημοφιλέστερο των αθλημάτων, το ποδόσφαιρο, εκεί που πραγματικά διέπρεψε και άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του, ήταν ο κλασικός αθλητισμός και ιδιαίτερα η μεγάλη του αγάπη, ο στίβος. Εκεί που απουσίαζε η ενδεχόμενη αδεξιότητα ή και μεροληψία του κριτή ή του διαιτητή, αλλά ο δρομέας ήταν αντιμέτωπος μόνο με το χρονόμετρο κι ο άλτης ή ρίπτης με το μέτρο. Εκεί ήταν που, παράλληλα μ’ αυτό που βλέπαμε, μαθαίναμε πολύτιμα στοιχεία έως και λεπτομέρειες από την ιστορία του αθλήματος. Εκεί δεν μάθαμε ξαφνικά για τα τέσσερα χρυσά μετάλλια του Εμίλ Ζάτοπεκ, αλλά και το πώς αποφάσισε ξαφνικά να τρέξει στον Μαραθώνιο, για τον ανταγωνισμό και θερμή φιλία του με τον Αλέν Μιμούν, για το ότι χάρισε το ένα από τα δύο χρυσά του μετάλλια στον αυστραλό δρομέα Ρον Κλαρκ, μέχρι και για την αισχρή τύχη που του επεφύλαξαν οι τοποθετηθέντες ηγέτες της χώρας από τους Σοβιετικούς, μετά την καταστολή της «Άνοιξης της Πράγας»; Εκεί διέπρεψε. Εκεί παραμένει αναντικατάστατος. Και αυτό δεν είναι προϊόν μόνο των γνώσεών του, αλλά και της σκληρής κάθε φορά προετοιμασίας του, βασιζόμενης στο πλούσιο αρχείο που ο ίδιος μόνος του είχε δημιουργήσει, δαπανώντας δίωρη δουλειά κάθε μέρα!
Ο Γιάννης Διακογιάννης έφυγε. Για πολλούς από μας, η απώλειά του σηματοδότησε και μια εποχή που φεύγει και καλούμαστε να προσαρμοστούμε. Δεν ξέρουμε αν το όνομά του και το ποιος ήταν θα φτάσει στις επόμενες γενιές. Επειδή όμως το τραγούδι ταξιδεύει πιο εύκολα και κάποιοι στο μέλλον θα ακούν το «πώς μα ενώνει και πώς μας δονεί του Διακογιάννη η φωνή», είναι χρέος του κόσμου της ενημέρωσης να τους δώσει κάθε φορά τις πληροφορίες που αρμόζουν σ’ αυτό που υπήρξε και εξέφρασε.
