Τα επιχειρήματα που προβάλλει ο Σύλλογος Ιδιοκτητών Κέντρων Ξένων Γλωσσών Νομού Ιωαννίνων σχετικά με την επαναλειτουργία, συνοψίζονται στο ότι το μαθητικό δυναμικό ανά επίπεδο αποτελείται από 5 έως 10 μαθητές το πολύ, τηρούνται όλα τα μέτρα υγιεινής και προστασίας, αλλά και σε γενικότερες αδυναμίες της τηλεκπαίδευσης έναντι της διδασκαλίας στην τάξη. «Πολλοί μαθητές μας προετοιμάζονται για εξετάσεις και η παρακολούθηση μαθημάτων δια ζώσης είναι πλέον επιβεβλημένη. Οι μαθητές μας συχνά δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν τα μαθήματά τους online είτε για τεχνικούς λόγους είτε γιατί λείπει η διάδραση και η ανατροφοδότηση μέσω της φυσικής παρουσίας μαθητών και εκπαιδευτικών. Αξίζει να σημειωθεί η ψυχολογική φόρτισή τους με την παράταση της τηλεκπαίδευσης. Ελλοχεύει ο κίνδυνος απώλειας μαθητών από τη στιγμή που αν επαναλειτουργήσουν τα γυμνάσια και τα λύκεια της χώρας, πολλοί γονείς ενδέχεται να στραφούν σε ιδιαίτερα μαθήματα, τα οποία δεν έχει φροντίσει το κράτος να εκλείψουν καθώς τα περισσότερα εξ αυτών είναι παράνομα και παράλληλα ζημιώνουν την οικονομία αλλά και τα νόμιμα κέντρα ξένων γλωσσών απομυζώντας το μαθητικό δυναμικό τους», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Σύλλογος Ιδιοκτητών Κέντρων Ξένων Γλωσσών Νομού Ιωαννίνων, καταγγέλλοντας παράνομα ιδιαίτερα και το γεγονός ότι ακόμα και στην καραντίνα, καθηγητές πηγαίνουν στα σπίτια των παιδιών.
Εκτός των παραπάνω επιχειρημάτων, προβάλλεται και το ζήτημα επιβίωσης των κέντρων ξένων γλωσσών, καθώς η κατάσταση έχει επιβαρύνει οικονομικά τα φροντιστήρια, πολλές πληρωμές δε γίνονται και τα έσοδα είναι μειωμένα, τη στιγμή που τα έξοδα «τρέχουν» με τους ίδιους ρυθμούς, καθώς οι καθηγητές δεν είναι σε αναστολή, αλλά σε καθεστώς τηλεργασίας.
Ο Σύλλογος Ιδιοκτητών Κέντρων Ξένων Γλωσσών Νομού Ιωαννίνων υποστηρίζει ότι τη δια ζώσης διδασκαλία ζητούν και οι γονείς και μαθητές, ενώ σπεύδει να καταρρίψει και το επιχείρημα ότι στα φροντιστήρια κάνουν μάθημα παιδιά από διάφορα σχολεία, αναφέροντας ότι και στα σχολεία υπάρχουν εκπαιδευτικοί που μοιράζουν το ωράριό τους σε διαφορετικά σχολεία.
«Η ισοτιμία, η ισονομία και η δίκαιη αντιμετώπισή μας είναι αίτημα και επιτακτική ανάγκη. Αποτελούμε τον κορμό της ξενόγλωσσης εκπαίδευσης στη χώρα, δίνοντας πιστοποιητικά γλωσσομάθειας και φροντίζοντας για τη σωστή εκμάθηση ξένων γλωσσών ως απαραίτητο εφόδιο για την επαγγελματική σταδιοδρομία και πνευματική ανάπτυξη των νέων της χώρας, επομένως είναι απαραίτητο να λειτουργήσουν τα κέντρα μας. Το μη άνοιγμα των σχολείων μας δεν μπορεί να στηριχτεί σε καμία λογική εξήγηση και βάση από τη στιγμή που θα επαναλειτουργήσουν όλες οι εκπαιδευτικές βαθμίδες», καταλήγει ως προς αυτό το θέμα.
Ζητούν εξαίρεση για την προσβασιμότητα των ΑμεΑ
Ένα δεύτερο θέμα που απασχολεί έντονα αυτή την περίοδο τον Σύλλογο Ιδιοκτητών Κέντρων Ξένων Γλωσσών Νομού Ιωαννίνων, είναι η προωθούμενη αλλαγή της νομοθεσίας για την προσβασιμότητα των ΑμεΑ. Στον νόμο που ισχύει από 2012, δεν προβλεπόταν η υποχρεωτικότητα για πρόσβαση των ΑμεΑ σε μικρές εκπαιδευτικές επιχειρήσεις με δυναμικότητα μικρότερης των 75 μαθητών ανά ώρα.
Ο Σύλλογος ζητά τη διατήρηση της διαφοροποίησης, διότι οι μικρές εκπαιδευτικές επιχειρήσεις κέντρων ξένων γλωσσών είναι οι περισσότερες και συνήθως είναι εγκατεστημένες σε χώρους που δεν επιτρέπεται από πλευράς στατικής να γίνουν κτιριολογικές μετατροπές. Το ισχυρότερο επιχείρημα έχει να κάνει με οικονομικούς λόγους, καθώς τονίζεται ότι ειδικά σε αυτή τη συγκυρία, που ο κλάδος έχει πληγεί από τον κορωνοϊό, οι επιχειρήσεις αδυνατούν οικονομικώς να προβούν στις απαραίτητες κτιριολογικές μετατροπές, ώστε να εξυπηρετείται η προσβασιμότητα των ΑμεΑ.
Στήριξη από το Επιμελητήριο
Τα αιτήματα του Συλλόγου Ιδιοκτητών Κέντρων Ξένων Γλωσσών στηρίζει και το Επιμελητήριο Ιωαννίνων, με επιστολή προς τους υπουργούς Παιδείας Νίκη Κεραμέως και Ανάπτυξης και Επενδύσεων Άδωνι Γεωργιάδη, καθώς και τους υφυπουργούς Παιδείας Ζέτα Μακρη και Άγγελο Συρίγο και τον υφυπουργό Πολιτικής Προστασίας Νίκο Χαρδαλιά .
«Παρακαλούμε όπως εξετάσετε τα δίκαια αιτήματα και τους προβληματισμούς του κλάδου και επιλύσετε τα ζητήματα που προκύπτουν προς όφελος της μικρής επιχειρηματικότητας, της ελληνικής οικονομίας καθώς και της εκπαίδευσης που παρέχεται με υψηλά στάνταρ και κριτήρια από τους ίδιους», σημειώνει μεταξύ άλλων.
