Μια μόλυνση τής προκάλεσε μερική αναπηρία στο πόδι, απ’ όταν γεννήθηκε. Αυτή ήταν η «έλλειψή» της. Αλλά στα 16 της ξεκίνησε να δημιουργεί. Ο χώρος της, η ποίηση. Και από τότε συγκλόνιζε με τη γραφή της. Μέχρι προχθές, που μας άφησε για να τη χώρα των Αγγέλλων. «Την ημέρα της βάφτισης μού υποσχέθηκαν καλή λαμπάδα στον ουρανό με τα σύννεφα και τους αγγέλους». Για την αναπηρία της είχε δηλώσει: «Από τη στιγμή που δεν βρισκόμουν στο κρεβάτι, που στεκόμουν όρθια, που χόρευα και κολυμπούσα, η αναπηρία μου δεν μου έβαζε εμπόδια στη ζωή. Αυτό το κατάλαβα πολύ νωρίς».
Η Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ, δεν ήταν κάποια σταρ της ποίησης, ούτε τα ποιήματά της έκαναν θραύση στα κοινωνικά δίκτυα. Δεν ήταν ποιήτρια της «μόδας». Ούτε και η γραφή της δυσνόητη, ώστε να χρησιμοποιηθεί ως μέσο αυτοπροβολής «πονεμένων ψυχών». Με γραφή άμεση και μεστή, αληθινή και καθαρή, χωρίς προφάσεις, με πόνο για τη ζωή, πόνο βαθύ μπροστά στο τετελεσμένο, με σκοτάδι και λάμψη και πάντα, στο τέλος, να υπερισχύει η αγάπη και η αισιοδοξία. «Δε θα είμαστε ποτέ αυτό που είμαστε στιγμιαία, αλλά είναι θρίαμβος αυτή η σταθερή απώλεια». Ο έρωτας ήταν για εκείνη πηγή έμπνευσης και πηγή ύπαρξης. «Η ποίηση είναι σαν τον έρωτα. Έρχεται απρόβλεπτα. Ποτέ δεν ξέρεις». Επινόησε τη χώρα Λυπιού για όταν ήταν λυπημένη, «λυπημένη ως τους άλιωτους πάγους μέσα της».
Στο καλό γλυκιά μας Κατερίνα.
