kakopoiisi arthro bilanakis
Αίθουσα ΣύνταξηςΑπόψεις

Τη σκότωσε γιατί την αγαπούσε ή στο μυαλό ενός γυναικοκτόνου

«Όσο οξύμωρο και αν ακούγεται, η δολοφονία της Κυριακής δεν αποτέλεσε πράξη αποχωρισμού από αυτήν, αλλά απόπειρα απόλυτης συμβίωσης μαζί της, καθώς, με τον φόνο της γυναίκας αυτής, ο Θανάσης αισθάνεται ότι πλέον την κατέχει ολοκληρωτικά, ότι αυτή δεν θα  του φύγει ποτέ πια! Θα μείνει για πάντα δική του!» Γράφει ο Νίκος Μπιλανάκης.

Ο Θανάσης δεν είχε γνωρίσει ποτέ τον πατέρα του, αφού οι γονείς του είχαν χωρίσει όταν ακόμα αυτός ήταν μωρό. Και από τότε ο πατέρας του δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ ξανά για αυτόν. Μεγάλωσε με τη μητέρα του και τον πατριό του, που δεν άργησε να έρθει στη ζωή τους, προσκομίζοντας μαζί του τους δικούς του νόμους και κανόνες. Χωρίς όμως την αγάπη και τους λοιπούς ψυχολογικούς μηχανισμούς που δένουν μεταξύ τους τους ανθρώπους και δίνουν στις ζωές τους ένα αξιοβίωτο νόημα. Ο πατριός αυτός, τουναντίον, επέβαλλε αποστερητικούς και εξοντωτικούς  κανόνες στον μικρό Θανάση. Τον αποκαλούσε «βλάκα» ή «κεφάλα» συνέχεια, τον μάλωνε για ψύλλου πήδημα, τον μείωνε και τον υποτιμούσε συνεχώς. «Για να τον σκληρύνει», όπως ισχυριζόταν, και «να τον κάνει άντρα». Από τις πολυπληθείς τραυματικές εμπειρίες απόρριψης που είχε συλλέξει από την παιδική του ηλικία, ο ίδιος ο Θανασάκης ξεχώριζε ότι οι γονείς του ποτέ δεν τον είχαν πάρει μαζί τους όταν έβγαιναν έξω, στις ταβέρνες. Και τον λόγο, που σύμφωνα με τον πατριό του,  το έκαναν αυτό: «το μαλακισμένο τρώει πάρα πολύ». Στα 14 χρόνια του έχασε το ένα του μάτι παίζοντας με τους φίλους του και από τότε εγκατέλειψε το σχολείο, στο οποίο έτσι ή αλλιώς ποτέ δεν τα πήγαινε και τόσο καλά. Συνέχισε για λίγο σε μια τεχνική σχολή, αλλά γρήγορα αποβλήθηκε από εκεί εξαιτίας «ανάρμοστης συμπεριφοράς που επέδειξε προς τον κ. Διευθυντή της Σχολής», όπως τους ανακοινώθηκε. Μονόδρομος ήταν να αρχίσει μετά να δουλεύει. Στην αρχή στο καφέ-μπαρ του πατριού του, απ’ όπου όμως πολύ γρήγορα εκδιώχθηκε επειδή -λέει- «το βλαμμένο πήγαινε λάθος τις παραγγελίες στους πελάτες». Συνέχισε σε μια βιοτεχνία παραγωγής φύλλου κανταϊφιού, μεταφορέας σε κατάστημα επίπλων αργότερα, πωλητής σε βιβλιοπωλείο, και πολλά άλλα. Άλλαξε πολλές δουλειές και αφεντικά, χωρίς πουθενά να ταιριάξει και να στεριώσει. Κάποια στιγμή χόντρυνε και τις κλοπές που είχε ήδη ξεκινήσει να κάνει από μικρότερος, κλέβοντας καραμέλες ή  τυρόπιτες από τα μαγαζάκια της γειτονιάς του. Άρχισε συστηματικά τις μπούκες στα σπίτια για κλοπές. Πολύ γρήγορα ακολούθησαν τα νταλαβέρια με την αστυνομία, αφού στις επιχειρήσεις του αυτές συνελήφθη κάποιες φορές και δύο φορές μάλιστα τέθηκε υπό την επιμέλεια κοινωνικού λειτουργού. Λίγο αργότερα στον στρατό, ήρθαν και οι ουσίες. Μπάφος στην αρχή, μετά χάπια και οπιοειδή, κόλλησε σε όλα και οι οικονομικές του ανάγκες έγιναν μεγαλύτερες. Κι αυτές τον οδήγησαν σε ακόμα μεγαλύτερες παρανομίες και ακόμη περισσότερη εμπλοκή με την αστυνομία.

Και επειδή κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να αγαπήσει τον εαυτό του αν πρώτα δεν  έχει αγαπηθεί από τους γονείς του, και ιδιαίτερα από τη μητέρα του, αν δεν έχει περιλουστεί χορταστικά από το μητρικό της βλέμμα, ένα βλέμμα γεμάτο επιθυμία και αγάπη για αυτό που πραγματικά είναι το παιδί της, ο Θανάσης στην πραγματικότητα δεν αγάπησε ποτέ τον δικό του εαυτό. Βαθιά μέσα του, ένιωθε ένα σκουπίδι. Γεμάτος ανασφάλεια, χαμηλή αυτοεκτίμηση και έντονα αισθήματα κατωτερότητας. Συναισθήματα που δεν έδειχνε βέβαια σε κανένα -το αντίθετο, στους άλλους παρουσίαζε ένα ματσό προσωπείο δύναμης, εξουσίας και αυτάρκειας.

Όσον αφορά τα ερωτικά του, δεν πήγαιναν όπως αυτός τα ήθελε. Αν και είχε συχνές σεξουαλικές επαφές, δεν είχε εντούτοις καταφέρει για πολλά χρόνια να δημιουργήσει μια σοβαρότερη, μακρόχρονη ερωτική σχέση. Παρά το γεγονός ότι το ήθελε πολύ. Κάθε κοπέλα που ‘βρισκε, ήθελε και να την παντρευτεί. Με τον τρόπο αυτό πίστευε πως θα ‘βρισκε μια διέξοδο στα αδιέξοδα συναισθήματα και στα κενά που τον διακατείχαν.  Ήθελε πράγματι από πολύ μικρή ηλικία να βρει μια γυναίκα που εκείνος θα την ερωτευόταν και εκείνη θα τον αγαπούσε για αυτό που πραγματικά είναι και να δημιουργήσει τη δική του οικογένεια, για να μην τον έχουν του πεταματού όπως τόσα χρόνια συνέβαινε. Για αυτό και συμπεριφερόταν στις κοπέλες που γνώριζε σαν θεές, τις φρόντιζε, τις περιποιούταν, τις υποστήριζε. Αλλά το να βρεις την κατάλληλη κοπέλα για σοβαρή σχέση είναι και θέμα τύχης.

Την Κυριακή τη βρήκε πριν από έξι – εφτά χρόνια. Τότε που αυτός ήταν 32 χρονών και εκείνη 19, είχαν 13 χρόνια διαφορά. Η Κυριακή ήταν κι αυτή παιδί χωρισμένων γονέων, που μεγάλωσε όμως με τη γιαγιά από την πλευρά του μπαμπά της. Ενός μπαμπά για τον οποίο ναι μεν άκουγε πολλά, αλλά με τον οποίο δεν έζησε τίποτα και καθόλου. Ενός μυθικού μπαμπά, που κατέληξε να πιστεύει ότι η αιτία της απουσίας του από κοντά της ήταν αυτή η ίδια, αυτή ήταν η ένοχη για τη δική του απουσία. Κάτι θα είχε κάνει αυτή, κάτι στη συμπεριφορά της θα τον είχε διώξει. Μεγάλωσε λοιπόν αποφασισμένη αυτό να μην επιτρέψει να ξανασυμβεί  με τους άντρες που σαν ενήλικη θα συναντούσε. Κι όταν συνάντησε τον Θανάση -και αυτός πολύ γρήγορα, ξεχνώντας την αρχική περιποιητική και φροντιστική συμπεριφορά του απέναντι της, άρχισε τα μπουκέτα και τις χριστοπαναγίες– γρήγορα τον συγχώρησε, σκέφτηκε πως «δεν το ήθελε πραγματικά»,  πως «δεν θα το ξανακάνει», «εγώ θα τον αλλάξω» σκέφτηκε στο τέλος.

Η ζωή όμως άλλα έδειξε. Την έδερνε συχνά. «Μια φορά κατέληξε στο νοσοκομείο από τα χτυπήματα στο πρόσωπο, στο χέρι, στα πλευρά» κατέθεσε αργότερα η γιαγιά της.  Άλλη συνάδελφος της είπε: «Ήταν ένα πολύ φοβισμένο κορίτσι. Όποτε απομακρυνόμασταν για να πούμε δυο κουβέντες σαν γυναίκες, ερχόταν ο Θανάσης τρέχοντας. Ήταν πολύ χειριστικός και αυταρχικός και κάποια στιγμή που έπρεπε να δω την Κυριακή για ένα θέμα δουλειάς, μου απαγόρευσε να της μιλήσω και για ότι ήθελα θα έπρεπε να μιλάω με εκείνον». «Τον φοβόταν τον Θανάση», πρόσθεσε μια φίλη της. «Της είχε πει πολλές φορές ότι θα τη σκοτώσει αν χωρίσουν», συνέχισε. Και κάποια φορά, το 2021, που η Κυριακή βρήκε τη δύναμη και κατέθεσε μήνυση εναντίον του «για βιασμό και ξυλοδαρμό», στο τέλος την πήρε πίσω και συνέχισε μαζί του.

Ο Θανάσης, παρά τη ματσό συμπεριφορά που επεδείκνυε, είχε απόλυτη ανάγκη την Κυριακή. Επειδή η ψυχολογική του συγκρότηση ήταν ανεπαρκής, δεν μπορούσε να ζήσει μόνος του, ανεξάρτητά από αυτήν. Τη χρειαζόταν, όχι ώριμα και συμπληρωματικά όπως γίνεται στις κανονικές σχέσεις, αλλά ολοκληρωτικά και απόλυτα. Δεν ήθελε να έχει μία ισότιμη σχέση μαζί της, επιθυμούσε  -χωρίς να το αντιλαμβάνεται- μία σχέση απόλυτης συμβίωσης μαζί της, σαν τη σχέση μητέρας – βρέφους. Πράγματι, ο ίδιος σπάραζε  όπως το βρέφος, όταν η Κυριακή, μην αντέχοντας κάποιες φορές την δική του συμπεριφορά, έφευγε. Τότε, πραγματικά, φοβόταν ότι θα πεθάνει δίχως αυτήν. Γιατί έτσι νιώθει το βρέφος: «είναι η μαμά μου δίπλα μου, την κατέχω, άρα υπάρχω. Φεύγει, ή μπορεί να μου φύγει, άρα δεν την κατέχω, πεθαίνω». Παράλληλα, αντιλαμβανόμενος αυτή του τη βαθιά εξάρτηση και προσκόλλησή του από την Κυριακή,  μισούσε όλο και περισσότερο τον ανίκανο εαυτό του! Ανίκανο να σταθεί ανεξάρτητος, να σταθεί σαν πραγματικός άντρας που ήθελε τόσο πολύ να είναι.

Ο Θανάσης δεν μπορούσε να αγαπήσει και να σχετιστεί με αμοιβαιότητα. Και δεν μπορούσε γιατί δεν είχε αποδεχτεί ότι η Κυριακή, το αντικείμενο της αγάπης του, υπήρχε ως ξεχωριστή οντότητα. Την ένιωθε και τη λογάριαζε μόνο ως υποχείριο, ως προέκταση του δικού του εαυτού. Δεν εκχωρούσε στην Κυριακή, στην κάθε Κυριακή, το δικαίωμα να ελέγχει την ύπαρξή της και το σώμα της. Ο Θανάσης αρνιόταν, δεν μπορούσε να δεχτεί ότι η γυναίκα του υπήρχε ανεξάρτητα από τον ίδιο. Και στην αρχή που ο έρωτας  ήταν παντοδύναμος και είχαν κολλήσει σαν αυτοκολητάκια, και είχε τη βεβαιότητα -έτσι γίνεται πάντα στον έρωτα- ότι αυτή θα του ‘δινε αυτό που δεν είχε, κι ας μην ήξερε ο ίδιος τι δεν είχε, όλα ήταν καλά. Μόλις όμως τέλειωσε ο έρωτας και πρόβαλλε η πραγματικότητα και άρχισαν να εμφανίζονται οι ανάγκες και οι επιθυμίες της Κυριακής, τότε, όπως κάθε ναρκισσιστικά ευάλωτο άτομο, άρχισε να νιώθει απειλή και φόβο, άρχισε να βιώνει έντονη ζήλια. Ζήλια γιατί το ερωτικό αντικείμενο, η Κυριακή, που κάτεχε αυτός, το εποφθαλμιούσαν οι άλλοι, ήθελαν να του το αποστερήσουν. «Θέλουν να μου το πάρουν και να απολαύσουν το πλέον πολύτιμο αντικείμενό μου, θέλουν το κακό μου» σκεφτόταν. Η ζήλια αυτή γρήγορα πήρε τη μορφή ζηλοτυπικών παραληρητικών ιδεών. Ιδέες που αντανακλούσαν την εσωτερική  πραγματικότητα του Θανάση, μία πραγματικότητα που βασιζόταν στην απόρριψη, στην απειλή, στον τρόμο. Και σιγά σιγά αυτή η εσωτερική πραγματικότητα αντικατέστησε την εξωτερική πραγματικότητα. Μέσα στο μυαλό του κατασκευάστηκαν  ιστορίες που τις πίστευε ακράδαντα, στις οποίες η Κυριακή τον απόρριπτε, τον πρόδιδε, τον απατούσε. «Γιατί όταν βγαίνουμε κοιτάς αλλού, γιατί δεν κοιτάς μόνο εμένα;» τη ρωτάει. Προσπαθεί  να τη θέσει κάτω από τον απόλυτο έλεγχο του. Παρακολουθεί το κινητό της, την απομονώνει από τους οικείους της, αυτή τον χωρίζει αλλά με τις απειλές την αναγκάζει να γυρίσει πίσω, τη σαπίζει πάλι στο ξύλο!  Και όπως σήκωνε τη φωνή και το χέρι, και ο Θανάσης έβλεπε ότι η Κυριακή έτρεμε, ένιωθε να παίρνει αξία. Και όπως ο Θανάσης δεν είχε καμιά επαρκή ηθική συγκρότηση μέσα του, κάτι μέσα του να του πει ότι δε γίνεται να σηκώνεις χέρι, δε γίνεται πολύ περισσότερο να σκοτώνεις, αυτός δεν σταματούσε πουθενά.

Μέχρι που στο τέλος, έξω από ένα αστυνομικό τμήμα που εκείνη κατέφυγε για να προστατευτεί, ο Θανάσης πετάγεται μέσα από τα σκοτάδια του, το μαχαίρι αστράφτει καθώς κατεβαίνει, λυγίζουν τα γόνατα της Κυριακής, τη σκοτώνει! Σκοτώνει την Κυριακή γιατί τον άφησε, καταστρέφει το αντικείμενο της αγάπης του γιατί ο Θανάσης δεν μπορεί πλέον να το κατέχει ολοκληρωτικά.

Όσο οξύμωρο και αν ακούγεται, η δολοφονία της Κυριακής δεν αποτέλεσε πράξη αποχωρισμού από αυτήν, αλλά απόπειρα απόλυτης συμβίωσης μαζί της, καθώς, με τον φόνο της γυναίκας αυτής, ο Θανάσης αισθάνεται ότι πλέον την κατέχει ολοκληρωτικά, ότι αυτή δεν θα  του φύγει ποτέ πια! Θα μείνει για πάντα δική του!

Σχετικά άρθρα

«Βάιζα», μια παράσταση για τη δύναμη της θηλυκότητας

Μ. Τζούφη: «Να μη θρηνήσουμε άλλη γυναίκα»

Ηπειρωτικός Αγών

Τσακώθηκαν, τη χτύπησε και την τραυμάτισε θανάσιμα