EIKONA 1
Αίθουσα ΣύνταξηςΙστορίες

1916-17: Η Ήπειρος ξέφραγο αμπέλι – Η διάσωση του Σερβικού στρατού

Τι δουλειά είχαν όλοι αυτοί οι Ιταλοί και οι Γάλλοι στρατιώτες στα Γιάννενα το 1917;

Για να είμαστε δίκαιοι, δεν ήταν μόνο η Ήπειρος ένα ξέφραγο αμπέλι το 1916-17 όταν μαινόταν ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, αλλά ολόκληρη σχεδόν η Ελλάδα. Ένα από τα μέτωπα εκείνης της σύρραξης κάλυψε τότε τα Βαλκάνια.

Από την αρχή των εχθροπραξιών τον Αύγουστο του 1914 και μέχρι τα μέσα του 1917, το Ελληνικό Βασίλειο ήταν υποτίθεται ουδέτερο και κυρίαρχο. Στην πράξη, η χώρα έγινε «σουρωτήρι» με ξένους και από τις δύο εμπόλεμες παρατάξεις να μπαινοβγαίνουν όπου ήθελαν, να καταλαμβάνουν πόλεις και νησιά και να αποκλείουν τη χώρα.

Δύο σειρές από Γαλλικές φωτογραφίες της εποχής, τραβηγμένες τότε στην Ήπειρο μου κίνησαν την περιέργεια. Θέλησα να καταλάβω γιατί βρέθηκαν τόσοι Ιταλοί, Γάλλοι, Άγγλοι, Σέρβοι, Ρώσοι, Αυστριακοί, Γερμανοί, Βούλγαροι, αλλά και Αυστραλοί, Αφρικανοί, Βιετναμέζοι και Ινδοί στρατιώτες στην Ελληνική επικράτεια τότε.

xefragko site 1 2 Custom scaled
Εικόνες 1, 2. Φωτογραφίες του Γαλλικού στρατού από την Ήπειρο στις αρχές του 1917: Αριστερά, στο Καλπάκι, δεξιά στο Μπουραζάνι (από γυάλινες πλάκες στο αρχείο του Α. Μωυσή).

Οι φωτογραφίες

Η ιστορία μας ξεκινά το Σεπτέμβριο του 2019 όταν πρόσεξα ότι είχε διατεθεί στο διαδίκτυο μια σειρά από γυάλινες φωτογραφίες τραβηγμένες το 1917 από μία Γαλλική στρατιωτική αποστολή στην Ήπειρο. Έσπευσα και αγόρασα δύο (Εικ. 1, 2). Στην πρώτη αναγνώρισα την τοποθεσία στο Καλπάκι: Ο φωτογράφος κοιτούσε προς τα νότια και στεκόταν σε ώρα απογευματινή στη διασταύρωση της οδού Κοζάνης-Ιωαννίνων με το δρόμο προς την Κακαβιά και τα σύνορα. Η δεύτερη ήταν τραβηγμένη στο Μπουραζάνι, λίγο έξω από την Κόνιτσα στους κάμπους δίπλα στον ποταμό Αώο.

Στο ψηφιακό αρχείο της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας βρήκα μια ακόμη εντυπωσιακή σειρά από παρόμοιες φωτογραφίες. Σε αυτές διακρίνουμε επισκευές σε δρόμο που ξεκινάει από τους Άγιους Σαράντα και περνώντας από το Καλπάκι και την Κόνιτσα φτάνει μέχρι την Κορυτσά. Θα τις βρείτε στο διαδίκτυο εδώ: bit.ly/3Yb4bfw.

Τι δουλειά όμως είχαν οι Γάλλοι και οι Ιταλοί στην Ήπειρο τότε; 

Η απόβαση των Αγγλογάλλων στη Θεσσαλονίκη

Οι πρώτες αποβάσεις και παρεμβάσεις ξένων στην περιοχή σχετίστηκαν με την υποχώρηση του Σερβικού στρατού μέσα από την Αλβανία στα τέλη του 1915. Την Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 1915, οι Αγγλογάλλοι αποβίβασαν τα στρατεύματα τους (της Αντάντ) στη Θεσσαλονίκη. Ο στρατός με τα μεταγωγικά είχε αγκυροβολήσει έξω από το λιμάνι από την προηγούμενη Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου και ακολούθησαν τέσσερεις μέρες διαπραγματεύσεων με την Ελληνική κυβέρνηση.

Η απόβαση αυτή συνδέεται με την είσοδο της Βουλγαρίας στο πλευρό των Γερμανοαυστριακών (των Κεντρικών Δυνάμεων). Οι Σύμμαχοι έφτασαν εκεί, παρά τις αντιρρήσεις της Ελληνικής κυβέρνησης.

Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος προτιμούσε να κρατήσει την Ελλάδα ουδέτερη. Αντίθετα ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος αντιλαμβανόταν πως η Τουρκία και Βουλγαρία μάλλον είχαν λάβει από τους Γερμανούς και τους Αυστριακούς υποσχέσεις σε βάρος της Ελληνικής επικράτειας για να παραταχθούν μαζί τους. Ο Βενιζέλος πίστευε πως το Ελληνικό Βασίλειο θα μπορούσε να υπερασπίσει τα εδάφη του μόνο αν πολεμούσε πλάι στην Αντάντ. Διαφωνώντας με το βασιλιά, παραιτήθηκε.

Δεν πρόλαβαν όμως οι Σύμμαχοι να βοηθήσουν τους Σέρβους γιατί Βούλγαροι και Αυστριακοί συνέτριψαν τον Σερβικό στρατό. Στις 20 Νοεμβρίου 1915 κατέλαβαν το Μοναστήρι (τη σημερινή Μπιτόλα) λίγο βόρεια από τη Φλώρινα, ενώ οι Αγγλογάλλοι υποχώρησαν προς τη Θεσσαλονίκη. 

Η υποχώρηση του Σερβικού στρατού στην Αλβανία

Η διάσωση του Σερβικού στρατού στα τέλη του 1915 πήρε επικές διαστάσεις. Το κύριο τμήμα του Σερβικού στρατού κατέφυγε στη βόρεια Αλβανία και διέσχισε με πολλές κακουχίες τα βουνίσια περάσματα από το Ιπέκ (σήμερα Πέτς) μέχρι τη Σκόδρα κοντά στην Αδριατική. Τη διαδρομή αυτή στα φαράγγια του ποταμού Δρίνου είχε πάρει σε περιοδεία του την άνοιξη του 1912 ο Νεότουρκος υπουργός εσωτερικών (βλ. ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝ 2/5/2024).

Ένα άλλο σημαντικό τμήμα του Σερβικού στρατού υποχώρησε από τη νότιο Σερβία προς τα ανατολικά και έφτασε στο Δυρράχιο αφού πέρασε βόρεια από τη λίμνη Οχρίδα και από το Ελμπασάν. Τη  διαδρομή αυτή, κατά μήκος της αρχαίας Ρωμαϊκής Εγνατίας οδού είχε καταγράψει σε περίφημα σκίτσα του ο Βρεττανός Έντουαρντ Ληρ το 1848.

Τέλος ένα τρίτο μικρότερο τμήμα του Σερβικού στρατού διέφυγε νότια από το Μοναστήρι προς τη Θεσσαλονίκη.

Με κατεπείγουσα κοινή αποστολή, οι Γάλλοι και οι Ιταλοί φρόντισαν να προμηθεύσουν με τρόφιμα τον Σερβικό στρατό που είχε καταφύγει στα Αλβανικά παράλια της Αδριατικής. Ήδη πολλοί στρατιώτες είχαν πεθάνει στα χιονισμένα ορεινά περάσματα από το κρύο και από επιδημίες.

Οι Σύμμαχοι αποφάσισαν ότι για να ανασυνταχθεί και να διατηρηθεί μάχιμος ο Σερβικός στρατός έπρεπε να φυγαδευτεί κάπου έξω από την βόρειο Αλβανία έτσι ώστε να μην είναι εκτεθειμένος σε επιθέσεις από τους Αυστριακούς, τους Βούλγαρους και από τους τοπικούς συμμάχους τους.

Για το σκοπό αυτό, στις αρχές Δεκεμβρίου 1915 οι Ιταλοί αποβίβασαν στρατεύματα στην Αυλώνα και δύο εβδομάδες αργότερα επέκτειναν την κυριαρχία τους ως το Δυρράχιο. Για να δικαιολογήσει τις αποβάσεις αυτές, ο Ιταλικός τύπος επικαλέστηκε την συνθήκη της Φλωρεντίας η οποία είχε προσδιορίσει τα εδάφη αυτά σαν μέρος της Αλβανικής επικράτειας. Ανέφεραν επίσης το γεωπολιτικό συμφέρον της Ιταλίας να εγγυηθεί την ακεραιότητα του νεοσύστατου αυτού κράτους το οποίο είχε κατακερματιστεί.

Οι Ιταλοί δεν ήθελαν σε καμία περίπτωση να δουν τους Σέρβους να παραμένουν στην Αλβανία επειδή φοβόντουσαν ότι κάτι τέτοιο θα προσέλκυε τους Βούλγαρους στην περιοχή. Σκόπευαν να κρατήσουν τα μέρη αυτά «κάτω από την προστασία τους», σαν προτεκτοράτο δηλαδή.

Γάλλοι και Ιταλοί αποφάσισαν ότι ήταν προτιμότερο να φυγαδεύσουν τα απομεινάρια του Σερβικού στρατού (150 χιλιάδες άνδρες, 15 χιλιάδες άλογα, 50 κανόνια, και 2 χιλιάδες κάρα) μαζί με την κυβέρνηση τους στην Κέρκυρα. Το αποφάσισαν χωρίς να ρωτήσουν τον «ξενοδόχο», δηλαδή το Ελληνικό Βασίλειο. Συζητήθηκε τότε σαν ένας πιθανός προορισμός και η Τυνησία, Γαλλική αποικία τότε, αλλά αποκλείστηκε επειδή ήταν πολύ μακριά.

Έγραψε σχετικά στις αναμνήσεις του ο Γάλλος αντισυνταγματάρχης De Ripert D’Alauzier: «Οι Ελληνικές αρχές, μετά από μια δήθεν διαμαρτυρία, αποδέχτηκαν το τετελεσμένο γεγονός». 

xefragko site 3 4 Custom scaled
Εικόνες 3, 4. Αριστερά, εικόνα από την πορεία του Σερβικού στρατού από τη Σκόδρα στο Δυρράχιο διασχίζοντας πλημμυρισμένα ποτάμια. Δεξιά, Σέρβοι στρατιώτες ξεκουράζονται στην Κέρκυρα το 1916 πριν τη μεταφορά τους στη Θεσσαλονίκη (φωτ. από το διαδίκτυο).

Η φυγάδευση των Σέρβων στην Κέρκυρα

Η επιβίβαση για την Κέρκυρα στις αρχές του 1916 έγινε σε τρία σημεία. Στο Σενγκίν λίγο νότια από τη Σκόδρα επιβιβάστηκαν οι πλέον αδύναμοι αλλά και μέλη της Σερβικής κυβέρνησης. Επειδή το μικρό αυτό λιμάνι ήταν εκτεθειμένο σε επιθέσεις των Αυστριακών υποβρυχίων από την κοντινή βάση τους στο Κότορ, ο υπόλοιπος στρατός πορεύτηκε νότια και επιβιβάστηκε στο Δυρράχιο και την Αυλώνα. Χρειάστηκαν πάνω από δύο μήνες για να μεταφερθούν όλοι οι Σέρβοι από την Αλβανία στην Κέρκυρα.

Η ανασύνταξη των Σέρβων στην Κέρκυρα συμπληρώθηκε στα τέλη Μαρτίου 1916 (Εικ. 4, 5, 6). Επειδή η ουδέτερη Ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε τη μεταφορά τους με τρένο από την Πάτρα στην Κατερίνη, ο στρατός αυτός μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη με συμμαχικά πλοία, κάτω από τη συνεχή απειλή εχθρικών υποβρυχίων. Για να διασφαλιστεί κάπως η διαδρομή, οι Σύμμαχοι κατέλαβαν το Αργοστόλι στα τέλη Μαρτίου. Η μεταφορά 120 χιλιάδων Σέρβων συνεχίστηκε από τις 30 Μαρτίου μέχρι τα μέσα Ιουνίου. Έτσι, στην ιστορία των Σέρβων η Κέρκυρα είναι γνωστή σαν το «νησί της Σωτηρίας».

Αν και οι περισσότεροι σώθηκαν, πολλές χιλιάδες άλλοι Σέρβοι που είχαν φτάσει στην Κέρκυρα άφησαν εκεί την τελευταία τους πνοή. Οι ασθενείς μεταφερόντουσαν για καραντίνα στο νησάκι του Βίδο, απέναντι από το λιμάνι. Η θνησιμότητα τους ήταν τόσο ψηλή που πολλοί θάφτηκαν από τις γαλλικές υγειονομικές υπηρεσίες στη γύρω θάλασσα. Για αυτόν το «Γαλάζιο Τάφο» έγραψε την ωδή του «Plava Grobnica» ένας από τους Σέρβους στρατιώτες που επέζησαν από το νησάκι, ο Μιλουτίν Μπότζικ. Δυστυχώς ο Μπότζικ δεν πρόλαβε να δει και το τέλος του πολέμου αφού πέθανε από φυματίωση στη Θεσσαλονίκη σε ηλικία 25 ετών το 1917.

xefragko site 5 6 Custom scaled
Εικόνες 5, 6: Κέρκυρα, αρχές του 1916. Αξιωματικοί των Συμμάχων στο Αχίλλειο που ήταν τότε ιδιοκτησία του Γερμανού Κάιζερ Γουλιέλμου (φωτ. Excelsior). Δεξιά η Γαλλική σημαία στο κτήριο (φωτ. Robert Vaucher L’Illustration). Το Ελληνικό δημόσιο απέκτησε το κτήριο το 1919 σαν πολεμική αποζημίωση με βάση το άρθρο 297 της συνθήκης των Βερσαλλιών.

Στην πρώτη φάση λοιπόν του Α’ΠΠ, με αφορμή την ήττα και την υποχώρηση του Σερβικού στρατού, οι Σύμμαχοι της Αντάντ κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη και εδάφη βόρεια και ανατολικά από την πόλη, την Κέρκυρα, και το Αργοστόλι, ενώ οι Κεντρικές Δυνάμεις έφτασαν μέχρι το Ελληνοσερβικά σύνορα και κατέλαβαν μερικά εδάφη εκεί. Στην Αλβανία, οι Ιταλοί αποβίβασαν στρατεύματα στην Αυλώνα και στο Δυρράχιο για να διευκολύνουν την μεταφορά από εκεί των Σέρβων στην Κέρκυρα.

Με τη συμπλήρωση της απόβασης αυτής, οι Ιταλοί εγκατέλειψαν το Δυρράχιο στα μέσα Φεβρουαρίου 1916 και μεταφέρθηκαν με πλοία στην Αυλώνα, την οποία θεωρούσαν απόρθητη επειδή ο εκεί κόλπος ήταν καλά οχυρωμένος και προστατευμένος από τη θάλασσα από τη νήσο Σάσωνα.

Δεν έθιξε άμεσα την Ήπειρο η πρώτη αυτή φάση του πολέμου, όμως το μέτωπο ήταν κοντά (Χάρτης 1). 

xartis 1
Χάρτης 1: Τα Βαλκάνια στις αρχές Φεβρουαρίου 1916 (σε πορτοκαλί τα εδάφη που είχαν καταλάβει οι Κεντρικές Δυνάμεις κα σε κίτρινο τα εδάφη κάτω από τον έλεγχο των συμμάχων της Αντάντ).

Οι Βορειοηπειρώτες αντιπρόσωποι στο κοινοβούλιο

Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, ο Ελληνικός στρατός βρήκε την αφορμή τον Οκτώβριο του 1914 να επανέλθει σε εδάφη στη βόρειο Ήπειρο τα οποία είχε εγκαταλείψει με την σύσταση του κράτους της Αλβανίας λίγους μήνες νωρίτερα (παρά την έμπρακτη αντίδραση των Βορειοηπειρωτών αυτονομιστών).

Η Ελληνική κυβέρνηση του Βενιζέλου ισχυρίστηκε αρχικά πως η ανακατάληψη αυτή της βορείου Ηπείρου, η οποία δεν συμβιβαζόταν με τα πρωτόκολλα της Φλωρεντίας και της Κέρκυρας όπου είχαν καθοριστεί τα Ελληνοαλβανικά σύνορα, ήταν προσωρινή. Για το λόγο αυτό η Ελληνική Βουλή δεν επέτρεψε σε εννέα Βορειοηπειρώτες βουλευτές να συμμετάσχουν στο κοινοβούλιο τον Αύγουστο του 1915. Στα πρακτικά της πρώτης συνεδρίασης μετά τις εκλογές της 31 Μαΐου 1915 (στις 3 Αυγούστου) διαβάζουμε ότι τα έγγραφα που είχε στείλει στη Βουλή ο Νικόλαος Τριανταφυλλάκος, υπουργός εσωτερικών της κυβέρνησης Δ. Γούναρη σχετικά με την εκλογή των Βορειοηπειρωτών βουλευτών «δὲν ἦταν σύμφωνα πρὸς τοὺς ἰσχύοντας Ἑλληνικοὺς νόμους». Κατά συνέπεια, το προεδρείο της Βουλής «ἠναγκάσθη, μεθ΄ὅλην τὴν λύπην τὴν ὁποίαν ἠσθάνθη, νὰ νὴ συμπεριλάβῃ εἰς τὸν Κατάλογον τὰ ὀνόματα τῶν ἐκ τῆς Β. Ἠπείρου καὶ τῶν τριῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου ἐκλεγέντων».

Αντίθετα μετά τις εκλογές της 6ης Δεκεμβρίου 1915, η κυβέρνηση του Στέφανου Σκουλούδη υποδέχτηκε τους δεκαπέντε Βορειοηπειρώτες αντιπροσώπους στη Βουλή. Στα πρακτικά της περιόδου αυτής που διήρκεσε από τον Ιανουάριο μέχρι τις αρχές Ιουνίου 1916 βλέπουμε συχνές επερωτήσεις του βουλευτή Αργυροκάστρου Σπύρου Σπυρομήλιου, αλλά και άλλες παρεμβάσεις από τους Χριστόδουλο Γιόσκα, Κυριάκο Κυρίτση, Θεμιστοκλή Μπαμίχα, και Πέτρο Ζάππα. Μαζί με τους πέντε αυτούς βουλευτές, στις ψηφοφορίες της Βουλής συμμετείχαν τέσσερεις άλλοι συνάδελφοι τους από το νομό Αργυροκάστρου (Δημήτριος Δούλης, Βασίλειος Σωτηριάδης, Δημήτριος Παπούλας, Θεμιστοκλής Αδαμίδης), όπως και έξη βουλευτές από το νομό Κορυτσάς (Ιωσήφ Αδαμίδης, Κωνσταντίνος Πολένας, Δημήτριος Ζήκος, Επαμεινώνδας Χαρισιάδης, Κωνσαντίνος Σκενδέρης, Ευκλείδης Σώμος).

Στη συνεδρίαση της Βουλής την Δευτέρα 7 Μαρτίου του 1916, σε επερώτηση του Σπυρομήλιου σχετικά με κινήσεις των Ιταλών από την Αυλώνα προς Χειμάρρα και Τεπελένι, ο πρωθυπουργός Σκουλούδης δήλωσε «δὲν ἀμφιβάλλω, ὅτι ἡ Βόρειος Ἤπειρος, ὅπως εἶνε ἤδη ὁριοθετημένη ἀποτελεῖ τοῦ λοιποῦ ἀναπόσπαστον μέρος τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος (παρατεταμένα χειροκροτήματα)».

Δυστυχώς, όπως γνωρίζουμε καλά και από αλλού, δεν επαρκούν ούτε μονομερείς δηλώσεις στο Κοινοβούλιο ούτε Βασιλικά Διατάγματα για να λυθεί μια διμερής διαφορά οριοθέτησης συνόρων.

ΕΙΚΟΝΑ 7
Εικόνα 7. Σε φωτογραφία του Γαλλικού στρατού, τα Ελληνοαλβανικά σύνορα στη γέφυρα και το χάνι της Αρίνιτσας. Τραβήχτηκε στις 21 Φεβρουαρίου 1917, τέσσερα χρόνια μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων.

Η κατάληψη της Κορυτσάς από τους Γάλλους

Στη δεύτερη φάση της περιόδου που εξετάζουμε με αφορμή μια συλλογή από φωτογραφίες του Γαλλικού στρατού από την Ήπειρο, ο συμμαχικός στρατός κάτω από τη διοίκηση του στρατηγού Σαράιγ αντεπιτέθηκε το φθινόπωρο του 1916.

Τα συμμαχικά στρατεύματα ανακατέλαβαν τη Φλώρινα στις αρχές Σεπτεμβρίου και μπήκαν στο Μοναστήρι στις αρχές Νοεμβρίου. Καθώς απομακρυνόντουσαν από τη βάση τους στη Θεσσαλονίκη, οι Σύμμαχοι φοβόντουσαν μήπως δεχτούν επίθεση από την Αλβανία στο δυτικό πλευρό του στρατού τους.

xartis 2
Χάρτης 2. Τα Βαλκάνια στα μέσα Σεπτεμβρίου του 1916 (σε πορτοκαλί τα εδάφη που είχαν καταλάβει οι Κεντρικές Δυνάμεις κα σε κίτρινο τα εδάφη κάτω από τον έλεγχο των συμμάχων της Αντάντ).

Όπως έγραψε σχετικά στα απομνημονεύματα του ο Γάλλος στρατηγός Ενρί Σαλ, «ήταν απολύτως απαραίτητο με τη δύναμη μας να καταλάβουμε την περιοχή γύρω από την Κορυτσά, πόλη Αλβανική, το Μοναστήρι, πόλη Σερβική, και τη Φλώρινα, πόλη Ελληνική, και να εκδιώξουμε από τη μια τους Έλληνες [σημ. της βασιλικής κυβέρνησης της Αθήνας] που ήταν πάντα έτοιμοι να μας χτυπήσουν πισώπλατα και από την άλλη τους Βούλγαρους που είχαν πολύ καλή συνεννόηση μαζί τους και βοηθούσαν τους Αυστριακούς γύρω από τις λίμνες Πρέσπα, Οχρίδα, Μαλίκη» (Χάρτης 2).

Για να προστατεύσουν το πλευρό του στρατού τους, οι Γάλλοι κατέλαβαν στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1916 την Κορυτσά και την περιοχή γύρω από τις λίμνες Οχρίδα και Πρέσπες. Ως τότε την Κορυτσά διοικούσαν στρατιωτικές δυνάμεις της βασιλικής κυβέρνησης της Αθήνας τις οποίες οι Γάλλοι δεν θεωρούσαν φιλικά διακείμενες.

Από τις 9 Οκτωβρίου 1916, με τη στήριξη των Γάλλων, τη βασιλική Ελληνική διοίκηση στην Κορυτσά αντικατέστησαν Βενιζελικοί με επικεφαλής τον μετέπειτα υπουργό Περικλή Α. Αργυρόπουλο. Τα Ελληνικά στρατεύματα που βρισκόντουσαν εκεί κάτω από τη διοίκηση του ταγματάρχη Ζεγκίνη αποχώρησαν προς τα Ιωάννινα παραδίδοντας τη στρατιωτική διοίκηση της πόλης στους Γάλλους.

Στην Κορυτσά έσπευσαν επίσης για να προστατευτούν οι χριστιανοί της Μοσχόπολης, η οποία είχε καεί ολοσχερώς λίγες μέρες πριν από Αλβανούς κομιτατζήδες του Σαλί Μπούκτα, συμμάχους τότε των Αυστριακών. Στο Ίδρυμα Ελευθέριος Βενιζέλος διατηρείται τηλεγράφημα από τον Αργυρόπουλο στο Βενιζέλο, το οποίο στάλθηκε μάλλον στις αρχές Νοεμβρίου, όπου αναφέρει μεταξύ άλλων: «Σας ενημερώνω ότι μετά την πυρπόληση της Μοσχόπολης, Αλβανοί άτακτοι παρτιζάνοι απειλούν την Κορυτσά βοηθούμενοι από ομάδες βασιλικών των Βάρδα, Καραβίτη και Σιδέρη […] Οι Γαλλικές αρχές παίρνουν μέτρα ασφαλείας». Καταλήγει ζητώντας από το Βενιζέλο πολεμοφόδια.

Στα τέλη Νοεμβρίου, λίγες μέρες μετά τα «Νοεμβριανά» και τον θάνατο Γάλλων ναυτών στην Αθήνα, θεωρώντας πως η εμφύλια έριδα των Ελλήνων αλλά και οι αντιδράσεις των μουσουλμάνων απειλούσαν τη σταθερότητα στην περιοχή, οι Γάλλοι αποφάσισαν να απομακρύνουν την Ελληνική διοίκηση και να προκηρύξουν την «ανεξαρτησία» της Κορυτσάς. Έστησαν έτσι ένα Γαλλικό προτεκτοράτο με μικτή διοίκηση από 7 μουσουλμάνους και 7 χριστιανούς, με την χωροφυλακή να υπάγεται στους Γάλλους. Οι Γάλλοι ανέθεσαν τη διοίκηση στον Θεμιστοκλή Γρεμενλή, τον οποίο η εφημερίδα ΗΠΕΙΡΟΣ χαρακτήρισε σαν «Αλβανιστή χριστιανό». Δεν είχε ωστόσο αίσιο τέλος η διοίκηση του «Θεμιστοκλή». Οι Γάλλοι τον κατηγόρησαν αργότερα ότι συνωμοτούσε με τους Αυστριακούς και τους Βουλγάρους, τον συνέλαβαν, τον δίκασαν και τον εκτέλεσαν στη Θεσσαλονίκη στα τέλη Οκτωβρίου του 1917. 

Ο ανεφοδιασμός από την Αδριατική

Για να εξασφαλίσουν τον ανεφοδιασμό του στρατού τους στο Μοναστήρι, οι Σύμμαχοι αποφάσισαν να καταλάβουν το δρόμο που συνέδεε το Μοναστήρι, τη Φλώρινα και την Κορυτσά με τους Άγιους Σαράντα. Έτσι, αντί να μεταφέρουν εφόδια με πλοία από την Ιταλία ως τη Θεσσαλονίκη, σε μια διαδρομή που έπαιρνε 5 μερόνυχτα σε θάλασσες όπου αλώνιζαν Αυστρογερμανικά υποβρύχια, οι Σύμμαχοι θα μπορούσαν να ανεφοδιάσουν το Μοναστήρι μεταφέροντας τα εφόδια με φορτηγά αυτοκίνητα μάρκας Berliet από τους Άγιους Σαράντα.

Οι Ιταλοί είχαν αρχικά επεκταθεί στις αρχές Απριλίου 1916 γύρω από την Αυλώνα. Κατέλαβαν τις κορυφογραμμές πάνω από τη Χειμάρρα και τον Πάνορμο (Πόρτο Παλέρμο) στα τέλη Ιουλίου 1916 με σκοπό να προστατεύσουν το ναυτικό τους από τα Αυστριακά υποβρύχια. Στα μέσα Αυγούστου μπήκαν στο Τεπελένι, ενώ στα μέσα Σεπτεμβρίου αποβιβάσαν στρατό στους Άγιους Σαράντα. Μία μέρα αργότερα, με συντονισμένες τις κινήσεις τους στα δύο μέρη, προχώρησαν από τους Άγιους Σαράντα στο Δέλβινο και από το Τεπελένι στο Αργυρόκαστρο.

Έγραφε σχετικά η ΗΠΕΙΡΟΣ στις 20 Σεπτεμβρίου 1916 σε ανταπόκριση της προηγούμενης από τις Γεωργουτσάτες: «Περὶ ὥραν 8ην πρωινὴν ἠγγέλθη ὅτι οἱ Ἰταλοὶ προελαύνουν ἐκ Τεπελενίου πρὸς κατάληψιν τοῦ Ἀργυροκάστρου, ἄνευ οὐδεμιᾶς ἄλλης προηγουμένης είδοποιήσεως. Τὴν 11 π.μ. κατέφθασεν εἰς τὸ Ἀργ/στρον Ἰταλὸς ἀξιωματικὸς ἐπὶ κεφαλῆς ἱππέων καὶ ἀνεκοίνωσεν εἰς τὸν Στρατιωτικὸν Διοικητὴν κ. Γεωργαντόπουλον διαταγὴν ἐκκενώσεως τῆς πόλεως ἐντὸς τῆς ἡμέρας. Ὁ Στρατ. Διοικητής ἀπήντησεν εἰς αὑτὸν ὅτι θὰ ἀναμείνῃ διαταγάς τῶν ἀνωτέρων του. Τὸ Ἀργυρόκαστρον εἶνε ἀνάστατον ἀπὸ τῆς στιγμῆς αὐτῆς. Τὴν μεσημβρίαν εἰσήλασεν ἐξαπίνης εἰς τὸ Ἀργυρόκαστρον Ἰταλικὸν πεζικὸν καὶ ἱππικὸν ἐκ τεσσάρων σημείων. Ἡ πόλις κατελήφθη. Εἰς τοὺς Ἁγίους 40 ἀπεβιβάσθησαν 2000 Ἰταλικοῦ Στρατοῦ πάντων τῶν ὅπλων. Αἱ Ἀρχαὶ κατελύθησαν. Ὁ Ἰταλικὸς Στρατὸς προχωρήσας κατέλαβε καὶ το Δέλβινον».

Στα τέλη Σεπτεμβρίου, οι Ιταλοί έφτασαν από το Τεπελένι μέσω της Κλεισούρας στην Πρεμετή. Έτσι έθεσαν τις βάσεις για μια διασύνδεση της Αδριατικής με την Κορυτσά μέσα από την ορεινή Αλβανία. Γρήγορα όμως αντιλήφθηκαν ότι η ευκολότερη και ασφαλέστερη διέξοδος προς την Κορυτσά περνούσε από τους Άγιους Σαράντα, το Δέλβινο, την πεδιάδα της Δερόπολης και την Κακαβιά.

xartis 3
Χάρτης 3. Τα Βαλκάνια στα τέλη Νοεμβρίου του 1916 (σε πορτοκαλί τα εδάφη που είχαν καταλάβει οι Κεντρικές Δυνάμεις κα σε κίτρινο τα εδάφη κάτω από τον έλεγχο των συμμάχων της Αντάντ).Με κόκκινο σημειώνεται η διαδρομή από τους Άγιους Σαράντα στο Μοναστήρι.

Η διαδρομή αυτή όμως είχε θεωρητικά ένα μικρό εμπόδιο: Για να φτάσει κανείς ως την Κορυτσά, έπρεπε να περάσει μέσα από ένα «τρίγωνο» που ανήκε στην Ελλάδα. Διασχίζοντας τα σύνορα στην γέφυρα της Αρίνιτσας (στα σημερινά Κτίσματα κοντά στην Κακαβιά), ο δρόμος περνούσε από τη λίμνη της Ζαραβίνας, το Δελβινάκι, το Καλπάκι, το Γεροπλάτανο (που τότε λεγόταν Αλιζότ Τσιφλίκ), το Μπουραζάνι κοντά στην Κόνιτσα και τέλος τη γέφυρα της Μέρτζιανης στα σύνορα πάνω από το Σαραντάπορο. Λέω πως το εμπόδιο αυτό ήταν απλά θεωρητικό αφού παραμερίστηκε από τους Συμμάχους με σχετική ευκολία (Χάρτης 3).

Όπως οι Βούλγαροι κατέλαβαν φρούρια σαν το Ρούπελ κοντά στο Σιδηρόκαστρο για να διευκολύνουν τις επιχειρήσεις τους στα μέσα Μαΐου του 1916 και αργότερα τη Φλώρινα, την Καστοριά και την Καβάλα τον Αύγουστο, αντίστοιχα οι Σύμμαχοι «με την άδεια της Ελληνικής κυβέρνησης» άρχισαν να διασχίζουν το Ηπειρωτικό «τρίγωνο του Πωγωνίου» στην Ελληνική επικράτεια στις αρχές Φεβρουαρίου του 1917. Μονάδες τους είχαν ήδη φτάσει στα σύνορα τον Οκτώβριο του 1916 (Εικ. 8, 9). 

xefragko site 8 9 Custom scaled
Εικόνες 8, 9. Συμμαχικά στρατεύματα στα Ελληνοαλβανικά σύνορα στις αρχές του 1917 (φωτ. του Γαλλικού στρατού).

Η διαδρομή μέσα από τις φωτογραφίες των Γάλλων

Οι εντυπωσιακές φωτογραφίες του Γαλλικού στρατού που αναφέραμε είναι από αυτή την περίοδο. Θα βρείτε πολλές στο διαδίκτυο εδώ: bit.ly/3Yb4bfw. Η συλλογή αρχίζει με εικόνες από την Κέρκυρα και την αναχώρηση από το νησί μιας Γαλλικής αποστολής η οποία είχε σταλεί για να ενισχύσει  τους Ιταλούς (διέσχισαν το στενό της Κέρκυρας στις 7 Ιανουαρίου με το Ελληνικό μεταγωγικό Ημέρα). Ακολουθούν φωτογραφίες σε διάφορα σημεία της Ηπείρου και της νότιας Αλβανίας που τραβήχτηκαν από τον Ιανουάριο ως τις αρχές Ιουνίου του 1917.

Οι Ιταλοί επικαλέστηκαν τις εξής δικαιολογίες για την κατάληψη της βόρειας Ηπείρου: Ανέφεραν πως δρούσαν όχι με δική τους πρωτοβουλία, αλλά με εξουσιοδότηση των Συμμάχων. Είπαν επίσης πως με την κατάληψη της περιοχής από τον Ελληνικό στρατό και τη συμμετοχή Βορειοηπειρωτών αντιπροσώπων στη Βουλή, η Ελλάδα είχε παραβιάσει τη συνθήκη της Φλωρεντίας και την ακεραιότητα της νεοσύστατης Αλβανίας. Είπαν επίσης πως οι διάφορες ανταρτικές ομάδες που δρούσαν στην περιοχή καθιστούσαν το δίκτυο ανεφοδιασμού τους ανασφαλές και εκτεθειμένο σε Αυστριακή επίθεση από το βορρά. Τέλος, επικαλέστηκαν έλλειψη εμπιστοσύνης στη βασιλική κυβέρνηση των Αθηνών, την οποία κατηγόρησαν πως διευκόλυνε την ενημέρωση των Κεντρικών Δυνάμεων μέσα από δίκτυο πληροφοριών που περνούσε από τα Γιάννενα και τη βόρειο Ήπειρο.

Στην ουσία, όπως θα δούμε παρακάτω, οι Ιταλοί απλώς έψαχναν για δικαιολογία. Απλά επιδίωκαν να στήσουν ένα δικό τους προτεκτοράτο στην περιοχή.

Έγραφε ο ανταποκριτής Γαλλικής εφημερίδας στα μέσα Απριλίου 1917: «Ο πόλεμος των υποβρυχίων δυσκολεύει τη μεταφορά στρατού και τον θαλάσσιο ανεφοδιασμό. Χάρη στο δρόμο από Άγιους Σαράντα, Κορυτσά, Φλώρινα, Μοναστήρι που οι Γαλλο-Ιταλικές δυνάμεις πρόσφατα απελευθέρωσαν από αλβανικές ή ελληνικές ομάδες οι οποίες ήταν στην υπηρεσία της Αυστρίας, η εφοδιαστική λειτουργία του Στρατού της Ανατολής θα βελτιωθεί σημαντικά».

«Ας ακολουθήσουμε, αν θέλετε αυτή τη διαδρομή που θα μας πάει στην Κορυτσά».

xefragko site 10 11 Custom scaled
Εικόνες 10, 11. Αριστερά, το λιμάνι και η Συμμαχική βάση στους Άγιους Σαράντα στις 11 Φεβρουαρίου 1917. Δεξιά, το πέρασμα της Μουζίνας στις 5 Φεβρουαρίου 1917.

«Από τους Άγιους Σαράντα (Εικ. 10), τα αυτοκίνητα σκαρφαλώνουν την πρώτη αλυσίδα από λόφους κοντά στη θάλασσα και φτάνουν σε μια καταπράσινη έκταση. Πλησιάζοντας στο Δέλβινο, μια όμορφη μικρή πόλη που υψώνεται πάνω από την πεδιάδα, ο δρόμος διασχίζει κάμπους με καπνά και σίκαλη. Με λίγη ειρήνη και ασφάλεια, αυτή η περιοχή θα γίνει πλούσια και παραγωγική».

«Ο δρόμος μετά σκαρφαλώνει με γραφικές στροφές σε βουνά γυμνά τα οποία για πολλά χιλιόμετρα διαδέχονται το ένα το άλλο με κουραστική μονοτονία. Ούτε ένα χωριό. Βράχοι και πέτρες παντού στον ορίζοντα. Μέσα στο ορεινό χάος διακρίνουμε κατά καιρούς στο βάθος μιας πεδιάδας μια πράσινη όαση. Κοντά στο πέρασμα της Μουζίνας, ένα χωριό χτισμένο στη βουνοπλαγιά με μικρά πέτρινα σπίτια με σχεδόν επίπεδες στέγες καλυμμένες με σχιστόλιθο μοιάζει χαμένο μέσα σε αυτή την ερημιά» (Εικ. 11).

xefragko site 12 13 Custom scaled
Εικόνες 12, 13. Αριστερά, «σεληνιακό τοπίο» στην κάθοδο από το πέρασμα της Μουζίνας προς τις Γεωργουτσάτες και την πεδιάδα του Δρίνου. Δεξιά, σε φωτογραφία από τις 2 Ιουνίου 1917, χώρος στάθμευσης Συμμαχικών οχημάτων στο Δελβινάκι εκεί που βρίσκεται σήμερα το Μνημείο Πεσόντων Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

«Μετά το πέρασμα, οι κατηφόρα αρχίζει σε τοπίο πραγματικά σεληνιακό, περιτριγυρισμένο από βράχια πεσμένα το ένα πάνω από το άλλο που κατεβαίνουν μέχρι την κοιλάδα της Δρινόπολης. Οι Αλβανοί με παραδοσιακές φορεσιές εργάζονται με την καθοδήγηση των Ιταλών για να γεμίσουν τις λακκούβες που ανοίγουν τα πηγαινοερχόμενα βαριά φορτηγά» (Εικ. 12).

«Στη διασταύρωση στις Γεωργουτσάτες, ο δρόμος για το Αργυρόκαστρο διασχίζει προς τα βόρεια μια γόνιμη πεδιάδα μέχρι την μικρή πόλη που είναι χτισμένη σε βραχώδεις λόφους πάνω από την πεδιάδα. Ο δρόμος για την Κορυτσά συνεχίζει ευθεία και φτάνει λίγο μετά στα Ελληνικά σύνορα όπου, μέχρι το τελεσίγραφο των Συμμάχων, υπήρχαν συνοριακοί φύλακες από το στρατό του Κωνσταντίνου. Κατά τη διάρκεια των τραγικών ημερών της Αθήνας την 1η και 2η Δεκεμβρίου [σημ. στα «Νοεμβριανά» του 1916], οι Έλληνες έκλεισαν τα σύνορα τους, εμποδίζοντας έτσι όλη την κυκλοφορία ανάμεσα στο Λιασκοβίκι όπου βρισκόταν η εμπροσθοφυλακή των Ιταλών και τους Άγιους Σαράντα. Σε αυτή τη φάση, ο βασιλικός στρατός έχει αποσυρθεί στην Πελοπόννησο και τα πενήντα χιλιόμετρα στην Ελληνική επικράτεια βρίσκονται κάτω από την επίβλεψη των συμμάχων μας».

«Να προσθέσω εδώ ότι ο δρόμος σε αυτή τη δασώδη περιοχή είναι πανέμορφος με το δρυόδασος να καλύπτει τους λόφους σε μια ευχάριστη αντίθεση με τα γυμνά αλβανικά βουνά που περάσαμε».

Αμέσως αφού εξασφάλισαν τον ασφαλή έλεγχο του δρόμου από τις τοπικές συμμορίες και τις εχθρικές στρατιωτικές δυνάμεις, οι Σύμμαχοι προχώρησαν σε εκτενή έργα οδοποιίας για να βελτιώσουν το δρόμο και να τον κάνουν βατό από τα φορτηγά αυτοκίνητα του στρατού. Οι φωτογραφίες του Γαλλικού εκστρατευτικού σώματος σχετίζονται με τα έργα αυτά.

Εκτός από τα σύνορα στην Αρίνιστα (Εικ. 7) και το Δελβινάκι (Εικ. 13), στις φωτογραφίες που τραβήχτηκαν στις 21 Φεβρουαρίου 1917, δηλαδή 4 χρόνια ακριβώς μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, διακρίνουμε επίσης το χάνι δίπλα στη λίμνη Ζαραβίνα, τα Δολιανά, το Καλπάκι, το δρόμο που κατεβαίνει προς το Μπουραζάνι και τον Αώο ποταμό.

Και επιστρέφουμε στην περιγραφή του Γάλλου ανταποκριτή: «Διασχίζοντας ένα τοξωτό γεφύρι σε άσχημη κατάσταση πάνω από τον Σαραντάπορο, το αυτοκίνητο επιστρέφει στην Αλβανική επικράτεια» (Εικ. 14, 15).

xefragko site 14 15 Custom scaled
Εικόνες 14, 15. Στρατιώτες μεταφέρουν με προσοχή οδοστρωτήρα στο γεφύρι της Μέρτζιανης πάνω από το Σαραντάπορο, στα Ελληνοαλβανικά σύνορα στις 3 Ιουνίου 1917.

«Στο δρόμο ως το Λιασκοβίκι, ο δρόμος ανεβαίνει βουνοπλαγιές αρκετά απότομες όπου οι στρατιωτικοί οδηγοί χρειάζονται να ασκήσουν όλη την τέχνη τους έτσι ώστε τα οχήματα να μην κολλήσουν στη λάσπη, αφού με τις βροχές οι λακκούβες είναι τρομερές. Θα χρειαστεί πολλή δουλειά για να επισκευαστεί ετούτο το κομμάτι».

Στις αρχές Μαρτίου 1917, οι Σύμμαχοι ανακοίνωσαν πως είχαν επιτύχει την οδική σύζευξη ανάμεσα στο στους Αγίους Σαράντα και το εκστρατευτικό σώμα της Θεσσαλονίκης που επιχειρούσε στη Φλώρινα και το Μοναστήρι. Στο χάρτη της εποχής διακρίνουμε μια λωρίδα από την Αδριατική ως το Φλώρινα βόρεια από τα Γιάννενα την οποία κατείχαν οι Σύμμαχοι μαζί με το τρίγωνο Κακαβιά-Καλπάκι-Κόνιτσα. 

Η ενόχληση των Ιταλών

Η ίδρυση Γαλλικού προτεκτοράτου στην Κορυτσά ενόχλησε τους Ιταλούς οι οποίοι είχαν τις δικές τους ιδέες για την ευρύτερη περιοχή. Οι Γιαννιώτες αντιλαμβανόντουσαν καλά τις βλέψεις αυτές των Ιταλών στην Ήπειρο και την Αλβανία, έχοντας δει από πρώτο χέρι τις κινήσεις τους τα προηγούμενα χρόνια. Από την πρώτη στιγμή, οι Γιαννιώτες είδαν με καχυποψία την σταδιακή επέκταση των Ιταλών στη νότιο Αλβανία και τη βόρειο Ήπειρο.

Τον Μάιο του 1917 τερματίζουμε λοιπόν τη δεύτερη αυτή περίοδο της αφήγησης μας με ακόμη περισσότερα εδάφη από την Ελληνική επικράτεια στην κατοχή των εμπόλεμων: Το τρίγωνο που αναφέραμε στην Ήπειρο, αλλά και την Καβάλα και την Καστοριά (από τις Κεντρικές Δυνάμεις), την Θεσσαλονίκη, την Κέρκυρα, το Αργοστόλι, τη Σούδα, τα Κύθηρα, τη Φλώρινα (από τους Συμμάχους). Στο επόμενο άρθρο θα δούμε πως οι Ιταλοί προχώρησαν και στην κατάληψη των Ιωαννίνων.

Η εκδίωξη του βασιλιά Κωνσταντίνου

Θα περίμενε ίσως κανείς πως με την κατάληψη και διαπλάτυνση του δρόμου από τους Άγιους Σαράντα στην Κορυτσά και από εκεί στη Φλώρινα και το Μοναστήρι (Μπιτόλα) στις αρχές του 1917, οι Σύμμαχοι είχαν πλέον ικανοποιήσει την στρατηγική τους ανάγκη να ανεφοδιάσουν το στρατό της Θεσσαλονίκης από την Αδριατική. Όμως στις εμπόλεμες καταστάσεις στις οποίες η κάθε πλευρά μάχεται για την εξουδετέρωση του αντίπαλου, όσοι είναι ουδέτεροι γίνονται αυτόματα ύποπτοι και αναξιόπιστοι. Σε τέτοιες περιπτώσεις ισχύει η λογική του «όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας».

Σαν συνέπεια αυτής της λογικής, οι Σύμμαχοι δεν ήταν διατεθειμένοι να αποδεχτούν την ουδετερότητα της Ελλάδας. Ενώ ανέπτυσσαν τις δυνάμεις τους από τη Θεσσαλονίκη βορειοδυτικά προς το Μοναστήρι και ανατολικά στις Σέρρες, τη Δοϊράνη και το Στρυμόνα, οι Σύμμαχοι είχαν το συνεχή φόβο ότι η Ελληνική κυβέρνηση κάποια μέρα θα έμπαινε στον πόλεμο στην πλευρά των Κεντρικών Δυνάμεων και θα χτυπούσε πισώπλατα τα στρατεύματα της Αντάντ.

Κάτω από αυτό τον φόβο, από τα μέσα του 1916 και μετά η πίεση των Συμμάχων απέναντι στην Ελληνική κυβέρνηση έγινε ασφυκτική. Το ναυτικό αποκλεισμό του Πειραιά ακολούθησαν τα Νοεμβριανά, όπου σκοτώθηκαν Γάλλοι στρατιωτικοί οι οποίοι είχαν επιχειρήσει μια σύντομη αποβίβαση αγημάτων στην Αθήνα για να εκφοβίσουν το βασιλιά και την κυβέρνηση του (βλ,. ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝ 4/8/2023).

Με τα Νοεμβριανά εξαντλήθηκε κάθε ελπίδα που ίσως διατηρούσαν ως τότε οι Σύμμαχοι ότι θα μπορούσαν να πείσουν την κυβέρνηση της Αθήνας να πολεμήσει στο πλευρό τους. Αποφάσισαν λοιπόν πως μόνη λύση ήταν να ανατρέψουν το βασιλιά, πράγμα που έγινε την 1η Ιουνίου 1917.

Για να προκαλέσουν την παραίτηση του Κωνσταντίνου, οι Σύμμαχοι προχώρησαν στον πλήρη εμπορικό αποκλεισμό της Ελληνικής επικράτειας, στην κατάληψη των Ιωαννίνων από τους Ιταλούς και της Ζακύνθου και της Θεσσαλίας από τους Γάλλους. 

Οι Ιταλοί πλησιάζουν στα Ιωάννινα

Οι Γιαννιώτες δεν ήταν βέβαια απονήρευτοι και αντιλαμβανόντουσαν ότι οι Ιταλοί είχαν ευρύτερες βλέψεις στην περιοχή. Διαμαρτυρήθηκαν αμέσως το φθινόπωρο του 1916 όταν είδαν τους Ιταλούς και τους Γάλλους να επεκτείνονται σταδιακά στη νότιο Αλβανία και μετά στις αρχές του 1917 όταν οι Σύμμαχοι μπήκαν και στο «τρίγωνο» Κακαβιά, Καλπάκι, Κόνιτσα.

Στις 4μμ την Πέμπτη 16 Μαρτίου 1917, οργανώθηκε μεγάλο συλλαλητήριο διαμαρτυρίας στην κεντρική πλατεία στα Ιωάννινα. Ένα από τα μέλη της οργανωτικής επιτροπής ήταν και ο Ματαθιούλης Λεβής, παππούς της γιαγιάς μου.

Την Κυριακή 21 Μαΐου (3 Ιουνίου με το Γρηγοριανό), ανήμερα με την ονομαστική γιορτή του βασιλιά Κωνσταντίνου, οι Ιταλοί δημοσίευσαν την ακόλουθη προκήρυξη στο Ιταλοκρατούμενο Αργυρόκαστρο:

«Σήμερα 3 Ιουνίου 1917, ένδοξη επέτειο των ιταλικών καταστατικών ελευθεριών, εμείς ο Αντιστράτηγος Giacinto Ferrero, διοικητής του ιταλικού σώματος κατοχής στην Αλβανία, με εντολή της κυβέρνησης του βασιλιά Vittorio Emanuele III, διακηρύσσουμε επίσημα την ενότητα και την ανεξαρτησία ολόκληρης της Αλβανίας, υπό την αιγίδα και την προστασία του Βασιλείου της Ιταλίας».

«Με αυτήν την πράξη, Αλβανοί, θα έχετε φιλελεύθερους θεσμούς, πολιτοφυλακές, δικαστήρια, σχολεία που διευθύνονται από Αλβανούς πολίτες. Θα είσαστε απόλυτοι κύριοι της ιδιοκτησίας σας, θα μπορείτε να χρησιμοποιήσετε ελεύθερα τους καρπούς της εργασίας σας τόσο για το δικό σας όφελός όσο και για την ολοένα μεγαλύτερη ευημερία της χώρας σας».

«Εις το εξής θα είστε ανεξάρτητοι Αλβανοί πολίτες, είτε ζείτε ελεύθεροι στα εδάφη σας είτε εξόριστοι κάτω από την κυριαρχία ξένων οι οποίοι είναι γενναιόδωροι με τις υποσχέσεις τους αλλά βίαιοι και ληστρικοί με τις πράξεις τους. Εσείς που με πολύ αρχαία και ευγενή καταγωγή έχετε μνήμες και παραδόσεις αιώνων που σας ενώνουν με τον ρωμαϊκό και βενετσιάνικο πολιτισμό, εσείς που γνωρίζετε τα κοινά ιταλοαλβανικά συμφέροντα στη θάλασσα που μας χωρίζει και που ταυτόχρονα μας ενώνει, ενωθείτε, όλοι εσείς άνθρωποι καλής θέλησης και πίστης, στα πεπρωμένα της αγαπημένης σας πατρίδας. Τρέξετε κάτω από τη σκιά της Ιταλικής και της Αλβανικής σημαίας για να ορκιστείτε αιώνια πίστη σε αυτό που διακηρύσσεται σήμερα στο όνομα της ιταλικής κυβέρνησης για μια ανεξάρτητη Αλβανία με τη φιλία και την προστασία της Ιταλίας».

Αν και διαβάστηκε από στρατιωτικό, η προκήρυξη αυτή ήταν καθαρά πολιτική. Γι’ αυτό άλλωστε οι Γιαννιώτες είδαν την παρουσία των Ιταλών στην περιοχή σαν απειλή για την εθνική τους ανεξαρτησία. 

Η κατάληψη των Ιωαννίνων από τους Ιταλούς

Στα πλαίσια του εκβιασμού των συμμάχων απέναντι στην Ελλάδα, ο Ιταλικός στρατός κατέλαβε τα Ιωάννινα στις 26 Μαΐου 1917. Είχε προηγηθεί η κατάληψη της Λευκάδας από τους Γάλλους στα μέσα Μαΐου. Στην εφημερίδα ΝΕΟΛΟΓΟΣ ΠΑΤΡΩΝ της 11ης Ιουνίου βρίσκουμε την περιγραφή των γεγονότων από μέλη των αρχών των Ιωαννίνων που είχαν καταφτάσει στην Πάτρα:

«Τὴν πρωίαν τῆς 26ης Μαΐου, ἡμέρας Παρασκευῆς, ὅλως αἰφνιδίως διεδόθη εἰς τὴν πόλιν τῶν Ἰωαννίνων, ὅτι τὰ Ἰταλικὰ στρατεύματα, τὰ καταλαβόντα τὴν Βόρειον Ἤπειρον, ἔφθασαν εἰς το Λυκόστομον, κείμενον εἰς ἀπόστασιν τριῶν ὡρῶν ἀπὸ τῆς πόλεως τῶν Ἰωαννίνων καὶ ὅτι κατήρχοντο πρὸς τὴν πόλιν μὲ τὸν σκοπὸν νὰ καταλάβουν καὶ ταύτην».

Και συνεχίζει την περιγραφή η Γκαζέτα της Βενετίας ως εξής:

«Όταν έφτασε η είδηση ότι πλησίαζαν οι Ιταλοί, ο στρατηγός Μαυρογένης πήγε για να τους συναντήσει, αφού έθεσε τις δυνάμεις του, οι οποίες αριθμούσαν χίλιους άνδρες, σε θέσεις μάχης. Ο διοικητής των Ιταλικών στρατιωτικών δυνάμεων ανακοίνωσε ότι είχε διαταγές να καταλάβει την πόλη και έδωσε στις στρατιωτικές και πολιτικές αρχές διορία ως το μεσημέρι για να αποσυρθούν. Ο Έλληνας στρατηγός επικοινώνησε με την Αθήνα όπου ο υπουργός Πολέμου, μετά από συνεδρίαση με το βασιλιά και τον πρωθυπουργό Ζαΐμη, έδωσε τη διαταγή για την εκκένωση. Ο Ιταλός διοικητής έδωσε παράταση μέχρι τις 6μμ. Οι Ελληνικές πολιτικές και στρατιωτικές αρχές των Ιωαννίνων εγκαταστάθηκαν στην Άρτα».

Καταλήγει ο ΝΕΟΛΟΓΟΣ ΠΑΤΡΩΝ:

«Ἡ πὸλις κατελήφθη τὴν 6ην μετὰ μεσημβρίαν τῆς 26ης Μαΐου διὰ 200 ἱππέων νεαρῶν. Πρὸ τῆς εἰσόδου αὐτῶν ἐπεκράτησε πανικός. Τὰ καταστήματα ἔκλεισαν. Οἱ κώδωνες τῶν ἐκκλησιῶν ἤχουν πενθίμως, οἱ κάτοικοι δ’  ἔσπευδον νὰ κλεισθοῦν εἰς τὰς οἰκίας των καὶ τὰ τμήματα τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατοῦ ὑπεχώρουν μὲ ἀθυμίαν, διὸτι τὸσον ἀδόξως ἠναγκάζοντο νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν θρυλλικὴν πὸλιν, διὰ τὴν ἀπελευθέρωσιν τῆς ὁποίας τὸσαι ἑκατόμβαι ἔπεσαν».

«Τὴν ἰδίαν ἑσπέραν τῆς καταλήψεως τῶν Ἰωαννίνων, τμῆμα Ἰταλῶν ἱππέων, ἀποσπασθὲν, διηυθύνθη πρὸς τὸ Μέτσοβον, τὸ ὁποῖον καὶ κατέλαβε μεσά τοῦ Κηπουργιοῦ καὶ ἄλλων τινῶν χωρίων, ἐγκαταλειφθέντων, κατὰ τὰς βεβαιώσεις τῶν ἰδίων Ἰταλῶν ὑπὸ τῶν Γάλλων. Τὴν ἑπομένηνν εἰσῆλθον εἰς τὰ Ἰωάννινα καὶ ἄλλα στρατεύματα Ἰταλικά, ὅλαι δὲ αἱ ἀρχαὶ αἱ Ἑλληνικαὶ, ἠναγκασθησαν ν’ ἀποσυρθοῦν, ἀλλὰ προηγουμένως αἱ ἐκ τούτων οίκονομικαὶ, παρακληθεῖσαι, παρέσχον εἰς τοὺς Ἰταλοὺς διαφὀρους πληροφορίας ὅσον ἀφορᾶ τὴν λειτουργίαν τῶν ἐν λόγῳ ὑπηρεσιῶν».

xefragko site 16 17 Custom scaled
Εικόνες 16, 17. Η κατάληψη των Ιωαννίνων από τους Ιταλούς πρωτοσέλιδη είδηση σε Ιταλία και Γαλλία το 1917.

Μπαίνοντας στην πόλη, οι Ιταλοί έσπευσαν να διαβεβαιώσουν τους συμμάχους τους για τις αγαθές προθέσεις τους. Έτσι, διαβάζουμε στην Γκαζέτα της Βενετίας στις 29 Μαΐου (11 Ιουνίου) (Εικ. 16):

«Για να αποφευχθεί οποιαδήποτε παρεξήγηση, πρέπει να πούμε αμέσως ότι η κατοχή της πόλης και των περιχώρων των Ιωαννίνων από νότο και ανατολή, σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε από την Ιταλία με την πλήρη συμφωνία, ή μάλλον την εξουσιοδότηση των Συμμάχων και με αποκλειστικά στρατιωτικούς λόγους».

«Τα Συμμαχικά στρατεύματα που δρουν στην Αλβανία και τη Μακεδονία θα έχουν στη διάθεση τους για ανεφοδιασμό τέσσερεις κύριους δρόμους που οδηγούν στη Θεσσαλονίκη, την Πρέβεζα, την Ηγουμενίτσα και τους Άγιους Σαράντα. Κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει τη στρατηγική τους σημασία και απορούμε γιατί τα γεγονότα που χαιρετίζουμε σήμερα δεν είχαν σχεδιαστεί και εκτελεστεί νωρίτερα».

«Σίγουρα οι Συμμαχικές κυβερνήσεις θα έχουν τους λόγους τους και γι’ αυτούς η αμφιταλάντευση της Ελλάδας σίγουρα έπαιξε ρόλο επί μακρό διάστημα. Αλλά όταν η απραξία των Συμμαχικών στρατευμάτων στην Αλβανία και τη Μακεδονία επέτρεψε στην Ελλάδα να οργανώσει ομάδες ατάκτων, επίστρατους όπως τους ονόμασαν, και όταν οι ομάδες αυτές απείλησαν τα νώτα του στρατού της Αντάντ, τότε χρειάστηκε να καταλάβουμε τα Ιωάννινα».  

«Η Ιταλική παρουσία στα Ιωάννινα λοιπόν δεν έχει άλλο σκοπό παρά την προστασία του στρατού μας που ενεργεί στην νότιο Αλβανία (του οποίου οι αρμοδιότητες επεκτάθηκαν με την προκήρυξη του Αργυρόκαστρου) από ενοχλήσεις που θα μπορούσαν να εμφανιστούν εξαιτίας της ανώμαλης κατάστασης που δημιουργήθηκε στην Ήπειρο μετά τα σοβαρά γεγονότα που τάραξαν και θα συνεχίσουν να ταράζουν την χώρα του βασιλιά Κωνσταντίνου».

Λίγες μέρες αργότερα ωστόσο οι Ιταλοί έδειξαν τις πραγματικές τους διαθέσεις σε ένα έντονα ανθελληνικό άρθρο του Ιταλοαλβανού Φρανσέσκο Μόλλικα στις 31 Μαΐου (13 Ιουνίου). Το παραθέτω για να καταλάβει ο αναγνώστης καλύτερα τι αντιμετώπισε η Ελλάδα τότε και πόσο κοντά έφτασε σε μια μεγαλύτερη καταστροφή.

Γράφει ο Μόλλικα στη Γκαζέτα της Βενετίας: «Η κοινή θρησκεία – Ορθόδοξη – μέρους του πληθυσμού των Ιωαννίνων, έθρεψε τις φιλοδοξίες της Ελλάδας. Όμως ο Ελληνικός Στρατός πάντα ηττήθηκε στις εκάστοτε μάχες εναντίον των Τούρκων για την κατάληψη των Ιωαννίνων».

«Έτσι οι Τούρκοι πάντα πολέμησαν μαζί με τους Αλβανούς, όχι επειδή οι τελευταίοι υποστήριζαν την κυβέρνηση στην Κωνσταντινούπολη, αλλά επειδή δεν ήθελαν να βρεθούν κάτω από Ελληνική κυριαρχία ακόμα και αφού η Ευρώπη στο συνέδριο του Βερολίνου, αγνοώντας τα δικαιώματα της εθνικότητας, ανέθεσε τα Ιωάννινα στην Ελλάδα».

«Όμως παρά τις αποτυχίες αυτές, η Ελλάδα συνέχισε το έργο της διείσδυσης, για να αναλάβει την κυριαρχία της πρωτεύουσας της γόνιμης αυτής Αλβανικής επαρχίας, με αγρότες εποίκους από το Μοριά και τη Θεσσαλία, τους οποίους προσκάλεσε εκεί ο τοπικός Μπέης για να καλλιεργήσουν τη γη, και μέσω διεφθαρμένων Τούρκων κυβερνητών, οι οποίοι συμπλήρωσαν το έργο της αποεθνικοποίησης των Αλβανών, μεταγράφοντας τους Ορθόδοξους Αλβανούς σε Έλληνες στα μητρώα του πληθυσμού, έντεχνα εμπλέκοντας τη θρησκεία με την εθνικότητα».

Και συνεχίζει ο Ιταλός αρθρογράφος με διάφορα άλλα παρόμοια, ανάμεσα τους ότι «Τούρκοι αξιωματούχοι που παρέδωσαν τα Γιάννενα το 1913 είχαν δωροδοκηθεί», και ότι «οι εξόριστοι Αλβανοί στην Ιταλία και αλλού πανηγυρίζουν για το ότι η Ιταλία διαφυλάττει τη φλόγα της ελευθερίας τους». Καταλάβατε…

xartis 4
Χάρτης 4. Τα Βαλκάνια στα τέλη Μαΐου 1917 όταν εκδιώχτηκε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος (σε πορτοκαλί τα εδάφη που είχαν καταλάβει οι Κεντρικές Δυνάμεις κα σε κίτρινο τα εδάφη κάτω από τον έλεγχο της Αντάντ).

Το τέλος της Ιταλικής κατοχής

Ευτυχώς για τους Γιαννιώτες, οι Ιταλοί δεν πρόλαβαν να επωφεληθούν από τη συγκυρία του εθνικού διχασμού που τους έδωσε πρόσκαιρα την ευκαιρία να καταλάβουν τα Ιωάννινα.

Λίγες μέρες μετά την κατάληψη της πόλης, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος εγκατέλειψε το θρόνο, ο Βενιζέλος επέστρεψε από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα για να παραλάβει την κυβέρνηση από τον Ζαΐμη και η Ελλάδα μπήκε επίσημα στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ.

Για να δικαιολογήσουν την περαιτέρω παραμονή τους στα Ιωάννινα και την συνέχιση της κατοχής τους, οι Ιταλοί ισχυρίστηκαν αρχικά πως ο Βενιζέλος δεν είχε τον έλεγχο του Ελληνικού λαού, δεν είχε εκλεγεί δημοκρατικά και είχε πολιτικούς αντίπαλους του στο στρατό. Σύντομα όμως, μετά και από δραστικές απολύσεις και αλλαγές στο Ελληνικό στράτευμα και τη δημόσια διοίκηση, οι Αγγλογάλλοι «έκοψαν τη φόρα» των Ιταλών σε συνδιασκέψεις στο Παρίσι και το Λονδίνο τον Ιούλιο του 1917.

Ήδη από τις 15 Ιουνίου, η Γκαζέτα είχε αρχίζει να αλλάζει τη γραμμή της: «Θα χαρούμε ιδιαίτερα αν η καινούργια Ελληνική κυβέρνηση μπορέσει να εξαφανίσει τους λόγους [που οδήγησαν στην κατάληψη των Ιωαννίνων]. Αλλά πιστεύουμε ότι μεγάλα λόγια δεν επαρκούν για να αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη της Ιταλίας. Ίσως ο κ. Βενιζέλος, ο οποίος είναι ένας άνθρωπος πολύ διακριτικός και οξυδερκής, θα μπορέσει να βρει ένα τρόπο να περιορίσει μερικές υπερβολικές φιλοδοξίες φίλων του και να τους κάνει να καταλάβουν ότι ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί έγκαιρα η αποχώρηση των Ιταλών από τα Ιωάννινα είναι με το να πείσει την Ιταλία ότι η νέα Ελλάδα διακατέχεται ειλικρινά από την επιθυμία να ζήσει αρμονικά μαζί μας».

Η κυβέρνηση του Βενιζέλου, την οποία επέβαλλαν οι Σύμμαχοι, κατάφερε να ελέγξει απόλυτα τη χώρα. Έτσι οι Ιταλοί δεν είχαν πλέον δικαιολογία για να παρατείνουν την κατοχή των Ιωαννίνων. Κυκλοφόρησε τότε η φήμη πως για να φύγουν, οι Ιταλοί απέσπασαν και την δέσμευση της κυβέρνησης του Βενιζέλου να μην επιδιώξει να ανακαταλάβει τη Βόρειο Ήπειρο. Την πληροφορία αυτή ωστόσο έσπευσε να διαψεύσει ο Φρανσέσκο Μόλλικα στη Γκαζέτα της Βενετίας στις 24 Ιουλίου (6 Αυγούστου):

«Η Ιταλία, με την απόφαση της στη σύνοδο του Παρισιού να εγκαταλείψει τα Ηπειρωτικά εδάφη, τα οποία ανήκουν στο Βασίλειο της Ελλάδας, με εξαίρεση το περίφημο τρίγωνο «Αρίνιστα-Καλπάκι-Μελισσόπετρα», για το οποίο τόσος θόρυβος έγινε στον τύπο, σίγουρα απέδειξε ότι διακατέχεται απέναντι στην Ελλάδα από αισθήματα ισότητας, τα οποία κακώς είχε απαρνηθεί ως τώρα. Αλλά σφάλλουν όσοι ισχυρίζονται, όπως μερικές εφημερίδες, ότι η ανακοίνωση της Ιταλίας έγινε με αντάλλαγμα την αναγνώριση από την Ελλάδα του Ιταλικού προτεκτοράτου για την Αλβανία».

Θυμίζω ότι η αποχώρηση των Ιταλών από κατεχόμενα εδάφη δεν ήταν κάτι που μπορούμε να το θεωρήσουμε σαν δεδομένο το 1917. Στα Δωδεκάνησα, τα οποία η Ιταλία είχε καταλάβει από την Τουρκία το 1912, χρειάστηκε να περάσει μια ολόκληρη εικοσαετία Ιταλικής κατοχής (με ένα σύντομο διάστημα Γερμανικής κατοχής μετά το 1943), πριν απελευθερωθούν το 1947.

xefragko site 18 19 Custom scaled
Εικόνες 18, 19. Η Ιταλική σημαία στο Στρατηγείο το 1917. Από την ώρα στο ρολόι και τις σκιές συμπεραίνουμε πως η φωτογραφία αριστερά τραβήχτηκε στις μία παρά δέκα γύρω στις 20 Ιουνίου.

Με την ανακοίνωση της επικείμενης αποχώρησης των Ιταλικών δυνάμεων βλέπουμε και βελτίωση στις σχέσεις των Γιαννιωτών με τους κατακτητές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ένα άρθρο στην εφημερίδα ΗΠΕΙΡΟΣ τη Δευτέρα 21 Αυγούστου, δύο μέρες πριν την άφιξη των Ελληνικών αρχών:

«ΕΞΟΧΙΚΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΙΣ – Τὴν ἑσπέραν τοῦ παρελθόντος Σαββάτου, ὁ στρατιωτικὸς διοικητὴς κ. Ντέλι-Πόντι, ἐπ’εὐκαιρίᾳ τῆς προαγωγῆς του εἰς ὑποστράτηγον, παρέθηκε, συμμετεχόντων καὶ ὁμίλων ἀξιωματικῶν εἰς τὴν προσφορὰν καὶ διοργάνωσιν, μέγα δεῖπνον εἰς τὴν κατάντικρυ τῶν Ἰωαννίνων ἀκτὴν τῆς λίμνης “Κρυονέρι”. Τὸ δεῖπνον ἔλαβεν ἔκτασιν ἑορτῆς ἀληθινῆς μὲ τὴν φωταγώγησιν τῶν λέμβων, ὡς εἰς φασμαγορικὴν ἐνετικὴν ἑορτὴν καὶ τὴν ἀδιάπτωτον εὐθυμίαν τῶν κεκλημένων, μερικοὶ ἐκ τῶν ὁποίων ἔπειτα ἐξέδραμον ὑπὸ τὸ ἠδυπαθὲς σεληνόφως, εἰς τὸ ἀπέναντι βουνὸν τοῦ Μιτσικελιοῦ, ἐξυπνῶντες μὲ τὴν γελαστὴν εὐθυμίαν των τὴν κοιμωμένην σιωπὴν τῶν βουνῶν. Ἐκτὸς πλείστων ἀξιωματικῶν παρέστησαν ἐκ τῆς ἐνταῦθα Κοινωνίας, ὁ Οἰκονομ. ἔφορος κ. Σούρλας, ὁ κ. Ματαθιούλης Λευί, ὁ Ταμίας κ. Σπέγγος, ὁ κ. Νεσήμ καὶ Ἰσραὴλ Λευί, ὁ Δήμαρχος κ. Γκάνιος, ὁ κ. καὶ ἡ κ. Γ. Καζαντζῆ μετὰ τῶν δεσποινίδων θυγατέρων των, ὁ κ. καὶ ἡ κ. Δεποσὸν, ἡ κυρία Εὐγενία Σακελλαρίου, ἡ κυρία Χρηστοβασίλη μετὰ τῶν δεσποινίδων θυγατέρων της. Ἡ Δὶς Ἀλεξάνδρα Καζαντζῆ ἀπήγγειλεν ἐνθουσιώδη προσφώνησιν ἐξυμνοῦσαν τὸν στρατηγόν».  

Είχε ευτυχή έκβαση δηλαδή το τέλος της Ιταλικής αυτής κατοχής για τους προγόνους μου της οικογένειας Λεβή, σε αντίθεση με την επόμενη Ιταλική κατοχή αμέσως μετά την οποία η οικογένεια ξεκληρίστηκε από τους ναζί και τους συνεργάτες τους στο Άουσβιτς την άνοιξη του 1944.

Οι πρώτοι εκπρόσωποι των Ελληνικών αρχών έφτασαν στα Ιωάννινα στις μία και μισή μετά τα μεσάνυχτα της Πέμπτης 24 Αυγούστου. Κόσμος πολύς είχε συγκεντρωθεί και περίμενε από το απόγευμα στην πλατεία και «τὸν ἄγοντα ἔξω τῆς πόλεως πρὸς τὴν ὁδὸν Πρεβέζης δρόμον τῆς 21ης Φεβρουαρίου».

Τη σκηνή περιγράφει η ΗΠΕΙΡΟΣ στο φύλο της ίδιας ημέρας, σε κείμενο που είχε εμφανώς στοιχειοθετηθεί βιαστικά, με ορθογραφικά λάθη και χωρίς τους τόνους σε αρκετά φωνήεντα: «Τὴν 1 ½ ἀκριβῶς μετὰ τὸ μεσονύκτιον κατέφθασαν εἰς τὴν πλατείαν τὰ φέροντα τὰς Ἑλληνικὰς ἀρχὰς αὐτοκίνητα, μέσα εἰς μίαν θύελλαν ἐνθουσιασμοῦ, ζητωκραυγῶν καὶ φρενήτιδος ἐκδηλωτικῆς τῶν καϋμῶν, τῆς ἀγωνίας καὶ τῶν νοσταλγιῶν μὲ τὰς ὁποίας ἔζησεν ἡ ψυχή τῆς πόλεως ἐπὶ τρίμηνον, ἔως ὅτου ἐπανιδή τὴν Ἑλληνικὴν πάλιν φυσιογνωμίαν της. Εἰς τὰ δύο ἐλθόντα αὐτοκίνητα ψές, εἰς μὲν τὸ πρῶτον, συνοδευόμενος ὑπὸ τοῦ κ. Βιτσέντζου καὶ τοῦ κ. Ἀντωνιέτι ἐπέβαινεν ὁ ἰδιαίτερος γραμματεὺς τοῦ Γενικοῦ Διοικητοῦ κ. Στεργιάδου κ. Μαραγκόπουλος, ἐκ δὲ τοῦ δευτέρου κατῆλθον ὁ διευθυντὴς τῆς Ἀστυνομίας μοίραρχος κ. Ἀνθούλης, συνοδευόμενος ὑφ’ἑνὸς χωροφύλακος καὶ τριῶν στρατιωτῶν, οἱ δικαστικοί κ. Μπούτης καὶ Παπαζαφειρόπουλος, καὶ ὁ ἐπιθεωρητὴς τῶν Τ.Τ.Τ. κ. Οικονομόπουλος μετὰ δὺο τηλεγραφητῶν καταλύσαντες εἰς τὸ ξενοδοχεῖον Ἀβέρωφ. .[…] Ἄμα τῆ ἀφίξει των, δι’αὐτοκινήτων τῆς στρατ. Ἰταλικῆς διοικήσεως ὁ κ. Μαραγκόπουλος ἐγένετο δεκτὸς παρὰ τοῦ στρατηγοῦ κ. Ντέλι Πόντι φυλοφρονέστατα ὅπως ἤξιζεν εἰς ἀντιπρόσωπον φύλου καὶ συμμάχου Κράτους, ὅντος παρατεταγμένου στρατοῦ παρὰ τὴν εἴσοδον τοῦ στρατηγείου».

Η είσοδος του Ελληνικού στρατού και η έπαρση της γαλανόλευκης έγιναν το Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 1917.  Έγραψε σχετικά ο ΝΕΟΛΟΓΟΣ ΠΑΤΡΩΝ:

«Ἐν ἐπισήμῳ στρατιωτικῆ τελετῆ, ἧς συμμετέσχον εἷς Ἑλληνικὸς καὶ εἷς Ἰταλικὸς λόχοι στρατοῦ, παρισταμένων τοῦ Ἰταλοῦ στρατηγοῦ Δλλιμόντι, τοῦ ἀντισυνταγματάρχου Μαυρουδῆ καὶ πασῶν τῶν Ἑλληνικῶν καὶ Ἰταλικῶν ἀρχῶν ὑπεστάλη ἡ Ἰταλικὴ σημαία καὶ ἀνυψώθη ἡ Ἑλληνικὴ, τῆς παρατεταγμένης στρατιωτικῆς δυνάμεως παρουσιαζούσης ὅπλα. Ὁ μετασχὼν λαὸς ἐζητωκραύγαζε φρενιτιωδῶς κατὰ τὴν ἀνύψωσιν τῆς Ἑλληνικῆς σημαίας, ὄχι ὅμως ὀλιγώτερον καὶ φιλοφρονέστερον ἐζητωκραύγασε καὶ ἐχειροκρότησε τὴν ὑποστελλομένην Ἰταλικὴν σημαίαν.[…] Ἐπικολούθησεν εἶτα ἡ παράδοσις τῆς πόλεως εἰς τὰς ἑλληνικὰς ἀρχὰς διὰ τακτικοῦ πρωτοκόλλου καὶ ὅλαι αἱ σχετικαὶ διατυπώσεις, μὲ τὰς ὁποίας τὰ Ἰωάννινα ἐπισήμως πλέον ἐπανῆλθον ὑπὸ τὴν Ἑλληνικὴν διοίκησιν. Ἐπίσης παρεδόθη εἰς ἀντιπρόσωπον τοῦ Κυβερνητικοῦ ἀντιπροσώπου ποσὸν ἑνὸς ἑκατομμυρίου καὶ 200 χιλιάδων δραχμῶν, περίσσευμα εἰσπράξεων τοῦ νομοῦ Ἰωαννίνων».

Στο πρωτοσέλιδο της Κυριακής της εφημερίδας ΗΠΕΙΡΟΣ δέσποζε το ποίημα Η ΣΗΜΑΙΑ του Ι. Πολέμη:

Πάντα κι’ όπου σ’ αντικρύζω με λαχτάρα σταματώ
Και περήφανα δακρύζω, ταπεινά σε χαιρετώ.

Και συμπλήρωνε στο άρθρο εκείνης της μέρας ο Χατζής, κλείνοντας έτσι τον κύκλο της σύντομης αυτής κατοχής την οποία οι Γιαννιώτες είχαν προαναγγείλει με συλλαλητήρια και διαμαρτυρίες:

«Εἶνε ὑποχρέωσις στοιχειώδους εὐγενείας καὶ καθῆκον καὶ πρὸς αὐτὴν τὴν ἀλήθειαν καὶ τὴν δικαιοσύνην νὰ λεχθῆ σήμερον ὅτι τὸ ἐπεισόδιον τῆς προσωρινῆς Ἰταλικῆς κατοχῆς ἔκλεισε μὲ τὴν χθεσινὴν ἡμέραν ἀφῆνον πρὸς τιμὴν τῶν Ἰταλικῶν στρατευμάτων τὴν ἐντύπωσιν ἑνὸς ἠμέρου καὶ προοδευτικοῦ πολιτισμοῦ, τὰ δὲ ἀποχωροῦντα Ἰταλικὰ στρατεύματα δικαιοῦνται νὰ καυχῶνται μετὰ τῶν ἀρχηγῶν των ὅτι ἐκράτησαν κατὰ τὸ τρίμηνον διάστημα τῆς ἐνταῦθα παρουσίας των διαγωγὴν τιμῶσαν τὸν Ἰταλικὸν πολιτισμόν».

Και καταλήγει ο αρθρογράφος: «Ἄν δὲ ἡ κατοχὴ συνέπεσεν, ὅταν ἐγένετο τὴν 26ην Μαΐου, εἰς ἡμέρας ἀβεβαίας, κατὰ τὰς ὁποίας ἡ ἀβεβαιότης τόσων πολιτικῶν ζητημάτων ἔθετεν εἰς ἀβέβαιον ἐπίπεδον καὶ τὸν χαρακτηρισμὸν τῆς ἐποχῆς, ἔνεκα τούτου ἡ λαϊκὴ ἠπειρωτικὴ ψυχὴ ἦτο κεκλεισμένη εἰς τὰς σκέψεις καὶ τὰς ἐπιφυλάξεις της». 

Επίλογος: Ο διχασμός τυφλώνει

Ευτυχώς λοιπόν που η διεθνής συγκυρία δεν επέτρεψε σε Ιταλούς με τα μυαλά του αρθρογράφου Φρανσέσκο Μόλλικα να παρατείνουν την κατοχή των Ιωαννίνων.

Διαβάζοντας τις αναφορές από την εποχή εκείνη, για μια ακόμη φορά εντυπωσιάστηκα από την έκταση του εθνικού διχασμού τότε, ενός διχασμού που τύφλωνε.

Σε κάθε περίοδο τέτοιας διχόνοιας, η Ελληνική επικράτεια απειλήθηκε από γείτονες. Το είδαμε στον Α’ΠΠ, στον Εμφύλιο, και πιο πρόσφατα στην Κύπρο. Έφτασε μάλιστα τις μέρες εκείνες του 1916-17 να γράψει ένας Ηπειρώτης βουλευτής ότι ο κίνδυνος από τους Ιταλούς ήταν μικρότερος για τη χώρα σε σχέση με την απειλή των βενιζελικών. Η κάθε πλευρά δικαιολόγησε στους οπαδούς της τις παραβιάσεις της εθνικής επικράτειας από τους ξένους φίλους της.

Μέχρι και στις μέρες μας, βλέπουμε στην ιστοριογραφία του τόπου συμπατριώτες οι οποίοι θεωρούν κάποιες διεισδύσεις ξένων στην Ελληνική επικράτεια σαν δικαιολογημένες και αποδεκτές ενώ άλλες τις περιγράφουν σαν παράνομες και παρεμβατικές. Διαιωνίζουν έτσι τις διχόνοιες των παππούδων μας.

Ας μην ξεχνούν το μάθημα αυτό όσοι «πατριώτες» επιδιώκουν κατά καιρούς να διχάσουν το λαό γιατί η γειτονιά της χώρας είναι πάντα επικίνδυνη. Λέει μια Αγγλική παροιμία:

«Όποιος κολυμπάει σε νερά με καρχαρίες, καλό θα είναι να μη ματώσει».

Σχετικά άρθρα

EUROBANK | Περιοδεία Διοίκησης σε Δυτική Ελλάδα και Ήπειρο

Ηπειρωτικός Αγών

Απάντηση της ΗΠΕΙΡΟΣ για το λευκό τυρί ΒΙΚΟΣ

83 παραβάσεις για μη χρήση κράνους στην Ήπειρο

Ηπειρωτικός Αγών