Πίσω στα Γιάννενα ύστερα από 15 χρόνια
Είχε δεκαπέντε χρόνια να δει τη γενέτειρα του. Την είχε αφήσει το Μάρτιο του 1913 σαν αιχμάλωτος πολέμου. Έκτοτε, είχε διοικήσει με επιτυχία το Τρίτο Σώμα του Οθωμανικού στρατού εναντίον των Αγγλογάλλων στη μάχη της Καλλίπολης με υφιστάμενο στο επιτελείο του τον Μουσταφά Κεμάλ, τον μετέπειτα Ατατούρκ. Το 1919 συνταξιοδοτήθηκε. Επέστρεψε στα Γιάννενα για λίγες μέρες το Μάιο του 1928 για να ρυθμίσει τα εκεί περιουσιακά του (Εικ. 1, 2).
Γεννημένος το 1862, ο Εσάτ Πασάς ήταν γιός του τοπικού προύχοντα Αχμέτ Βεχήπ, ο οποίος διατέλεσε και δήμαρχος της πόλης για ένα σύντομο διάστημα το 1892-93. Ο Αχμέτ είχε απομακρυνθεί από τη δημαρχία τον Ιούλιο του 1893 λόγω «ἀνωμαλιῶν τινῶν περὶ τὰς δαπὰνας», όπως έγραψε τότε η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ. Πίσω από την απομάκρυνση του δήμαρχου ήταν τα ριζοσπαστικά του σχέδια για τη ρυμοτόμηση της πόλης τα οποία είχαν διχάσει τους Γιαννιώτες. Για το λόγο αυτό κάποιοι έδωσαν στον Αχμέτ το παρατσούκλι «ο Χαλαστής».
Ο Εσάτ και ο μικρότερος αδελφός του ο Βεχήπ αποφοίτησαν από την Ζωσιμαία Σχολή με άριστη γνώση της Ελληνικής γλώσσας. Όπως ανέφερε ο ίδιος αργότερα στα απομνημονεύματα του «ήταν λες και σχεδόν κανένας Μουσουλμάνος στα Γιάννενα δεν γνώριζε τα Τουρκικά». Έτσι, όταν αργότερα γράφτηκε στη στρατιωτική σχολή στο Μοναστήρι, ο Εσάτ χρειάστηκε να πάρει ιδιαίτερα μαθήματα για να τα βγάλει πέρα στη γλώσσα της Οθωμανικής γραφειοκρατίας.
Το Μάιο του 1928 επέστρεφε στα Γιάννενα με ανάμικτα μάλλον συναισθήματα. Όπως κάθε αυτόχθονας Γιαννιώτης θα αντίκρυσε με συγκίνηση την πόλη και την λίμνη της. Ωστόσο, γύριζε σε μια πολύ διαφορετική πόλη.
Έγραψε την Παρασκευή 18 Μαΐου 1928, ο διευθυντής της εφημερίδας ΗΠΕΙΡΟΣ, Γιώργος Χατζής-Πελλερέν σε πρωτοσέλιδο άρθρο του με τον τίτλο Ο ΕΣΣΑΤ ΠΑΣΣΑΣ:
«’Εντελῶς ἀτομικῆς φύσεως ὑποθέσεις ἔφερον, μετά δέκα ἔξ ὁλόκληρα χρόνια, τὸν κατὰ τον Ἑλληνοτουρκικὸν πὸλεμον τοῦ 1912-1913 πολιτισμένον καὶ γενναῖον στρατηγὸν Ἐσσάτ Πασσᾶν, τὸν ὑπερασπιστὴν τοῦ Μπιζανίου καὶ τῶν Ἰωαννίνων, εἰς τἠν πόλιν μας.
Γεννέτειρα καὶ τοῦ ἰδίου ἡ πόλις αὕτη, εἰς τὴν Ζωσιμαίαν Σχολὴν τῆς οποίας ἐξεπαιδεύθη ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας, καὶ τὴν ὁποίαν εἰλικρινῶς καὶ βαθύτατα ἠγάπησεν, […] θὰ τὸν ἐπανίδῃ μετὰ συμπαθείας καὶ σεβασμοῦ ὁ ὁποῖος ἀξίζει εἰς γενναίους, τιμίους, ἰπποτικοὺς καὶ πολιτισμένους ἀντιπάλους. Καὶ ὁ ἴδιος θὰ ἔχῃ τὸ δικαίωμα εἰς τὴν ἀναγνώρισιν τῆς συμπαθείας αὐτῆς νὰ αἰσθάνηται ὅτι ἀξίζει ἕνα τίτλον τιμῆς διότι μόνον ἡ ἰδική του πολιτισμένη συνείδησις ἔσωσε τὰ Ἰωάννινα ἀπὸ τὰ παντοειδῆ κακὰ ἀγριοτήτων ἅτινα ὁ πόλεμος, καὶ μάλιστα τόσον φυλετικῶς ὀξὺς, ἠδύνατο νὰ ἐπιφέρῃ».
Και καταλήγει το άρθρο του ο Χατζής με την εξής συγκλονιστική υπενθύμιση στους συμπολίτες του:
«Ἐκεῖνος ποῦ γράφει τὰς γραμμὰς αὐτᾶς, διευθυντὴς τῆς ΗΠΕΙΡΟΥ, δημοσιογραφῶν καὶ τότε καὶ διὰ πολιτικὰ ἐγκλήματα κατὰ τοῦ Τουρκικοῦ καθεστῶτος, ὡς συνωμότης καταδικασθεὶς εἰς θάνατον ὑπὸ τοῦ Στρατοδικείου Ἰωαννίνων, χρεωστεῖ τὸ κεφάλι του ἔκτοτε εἰς τὸν χθὲς φιλοξενούμενον πολιτισμένον στρατηγὸν, μὴ στέρξαντα νὰ ἐκτελεσθῆ ἡ θανατικὴ ἀπόφασις. Τὸ ἐνθυμούμεθα μετὰ λεπτῆς συγκινήσεως συνδεδεμένης μετὰ τόσων μεγάλων στιγμῶν καὶ ἀναμνήσεων»!
Θερμή επίσης ήταν τη Δευτέρα 21 Μαΐου και η υποδοχή του Εσάτ από την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ του Χρήστου Χρηστοβασίλη, ο οποίος ήταν συνομήλικος του Εσάτ:
«’Αφίκετο ἐν τῆ πόλει μας ὁ τελευταῖος Στρατάρχης τῆς Τουρκίας Ἐσὰτ-πασιᾶς, ὁ Ιωαννίτης, χάριν τῆς ἐνταῦθα ἐγκαταλειφθείσης κτηματικῆς του περιουσίας, ἥτις συγκαταλέγεται μεταξύ τῶν έγκαταλελειμμένων τουρκικῶν κτημάτων.
Ὁ Ἐσὰτ-πασιᾶς άνήκων εἰς καλλίστην Ἰωαννιτικὴν Οἰκογένειαν, υἱός δὲ τοῦ περιφήμου Δημάρχου τῶν Ἰωαννιτῶν Ἀχμὲτ-Χαλαστῆ, ὑπῆρξεν ὁ τελευταῖος ἀντιπρόσωπος τῆς Τουρκίας, κατὰ τοὺς βαλκανικοὺς πολέμους, ὁ τελευταῖος Πασιᾶς καὶ ὁ τελευταῖος συνθηκολογήσας μετὰ τοῦ Ἐλευθερωτοῦ Κωνσταντίνου τοῦ ΙΒ, ὡς Διαδόχου καὶ ἀρχηγοῦ τῶν Ἑλληνικῶν Στρατευμάτων.
Ὁ Ἐσὰτ-πασιᾶς εἷναι τοσοῦτον μᾶλλον ἔνδοξος, καίτοι ἠττηθεὶς, διότι ἐπάλαισεν ἐναντίον νικηφόρου Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ καὶ διαφνοστεφοῦς Στρατηλάτου, ἡ δὲ πόλις τῶν Ἰωαννίνων τῶ ὀφείλει τὴν σωτηρίαν της διότι ἄλλος Τοῦρκος Πασιᾶς, ἠδύνατο νὰ παραδώσῃ τὴν τέφραν της.
Τὰ θρυλλικὰ Γιάννινα συγκαταλέγουν μεταξύ τῶν μεγάλων Ἰωαννιτῶν καὶ τον Ἐσὰτ-πασιᾶν, ἀλλὰ τὰ κατὰ καιρούς Δημοτικὰ Συμβούλια ἐλησμόνησαν νὰ ὀνομάσουν μία ὁδόν μὲ τό ὄνομὰ του ἱδοῦ μία ἀξιέπαινος πρᾶξις διὰ το παρὸν Δημοτικόν Συμβούλιον!
Τί νὰ εἴπωμεν δὲ διὰ τὴν ἑλληνικὴν Κυβέρνησιν ἡ ὁποία κατέσχε τὰ κτήματα τοῦ ἠρωικοῦ καὶ πεπολιτισμένου Ἐσὰτ-πασιᾶ ὅστις, παρέδωκε τὰ Γιάννινα εἰς τὰς ἑλληνικὰς χεῖρας σῶα καὶ ἀβλαβῆ.
Το Δημοτικὸν Συμβούλιον τῶν Ἰωαννιτῶν ὀφείλει πολυτρόπως νὰ ἐκδηλώσῃ τὴν εὐγνωμοσύνην του εἰς τὸν ἠρωικώτατον συμπατριώτην μας Ἐσὰτ-πασιᾶν».
Η οικογενειακή περιουσία του Εσάτ γύρω από τα Γιάννενα
Από επιστολή του που διατηρείται στο Ίδρυμα Ελευθέριος Βενιζέλος (σταλμένη από το ξενοδοχείο Μπάγκειον της Αθήνας στις 14 Ιουνίου του 1928) μαθαίνουμε πως την οικογενειακή περιουσία του Εσάτ αποτελούσαν:
- Η μεγάλη πατρική του οικία μέσα στο Φρούριο Ιωαννίνων και μια μικρή οικία (σε χώρο τον οποίο χρησιμοποιούσε τότε το Ελληνικό Κράτος σαν ιπποστάσιο) (Εικ. 3, 4).
- Δίπλα στη λίμνη, στη θέση Μπαϊνίκοβα κοντά στο χωριό Κατσικά, ἐνα λιβάδι 180 στρεμμάτων, ένας υδρόμυλος με δύο αυλάκια με νερό της λίμνης και «δύο ταλιάνια ως και τρείς καταβόθραι».
- Στο Κουτσελιό, στη θέση Ασπρόμυλος, δύο υδρόμυλοι, οκτώ τεμάχια αγρών στη θέση Μηλιά και ένα λιβάδι 200 στρεμμάτων.
- Εισοδήματα από την χρήση αυτής της περιουσίας σε βάθος δεκαετίας, μερικά από τα οποία βρισκόντουσαν στα χέρια του πληρεξούσιου του Εσάτ στα Γιάννενα.

Στις επιστολές τους προς τον Βενιζέλο και στις αιτήσεις τους στο Ελληνικό Δημόσιο, οι Εσάτ και Βεχήπ ισχυριζόντουσαν ότι με βάση τη συνθήκη της Λοζάνης και τις σχετικές διατάξεις στις Ελληνοτουρκικἐς συμφωνίες της 1ης Δεκεμβρίου 1925, τα ακίνητα αυτά δεν ήταν ανταλλάξιμα οπότε έπρεπε να τους αποδοθούν μαζί με τα εισοδήματα από την εκμετάλλευση τους.
Όπως συμπεραίνουμε από τα έγγραφα που διατηρούνται στο Ίδρυμα Ε. Βενιζέλος, το Ελληνικό Δημόσιο δεν έδειξε ιδιαίτερο ζήλο για να ικανοποιήσει τα αιτήματα αυτά παρόλο που στις 13 Αυγούστου 1928 βρίσκουμε μια επιστολή του Υφυπουργού Γεωργίας Αχιλλέα Παπαδάτου προς τον Οικονομικό Έφορο Ιωαννίνων στην οποία καταλήγει: «Παρακαλοῦμεν ὅπως προβῆτε εἰς τήν ἀπόδοσιν τῶν ἀναγραφομένων ἀκινήτων εἰς τούς Ὀθωμανούς ὑπηκόους Ἐσσάτ Πασσᾶ, Σααδέτ Χανούμ, Χαμίτ Βέη και Νικατσῆ Βέη».
Σε μεταγενέστερα σημειώματα ωστόσο βλέπουμε παρέμβαση του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών με την οδηγία πως «λόγῳ τῆς ἐκκρεμότητος τῶν Ἑλληνοτουρκικῶν ζητημάτων οὐδεμία ἀπόδοσις γίνεται οὐδέ ἐπί τῶν κτημάτων ἐκείνων διά τά ὁποῖα ὑπάρχει τελειωτική ἀπόφασις τῆς ἐξ΄Ὑπουργῶν Ἀνωτάτης Ἐπιτροπῆς ἐφαρμοφῆς Συνθηκῶν».
Οπότε δεν μοιάζει να αποδόθηκαν τα ακίνητα στον Εσάτ. Το συμπεραίνουμε και από επιστολή που έστειλε ο αδελφός του Βεχήπ Πασάς στον Ελευθέριο Βενιζέλο ένα χρόνο αργότερα, στις 14 Νοεμβρίου 1929. Θυμίζω ότι ο Βενιζέλος είχε αναλάβει ξανά την πρωθυπουργία τον Ιούλιο του 1928.
Λέει μεταξύ άλλων ο Βεχήπ, επικαλούμενος την «παλαιάν φιλίαν διά τῆς ὁποίας με τιμᾶ ἡ Ὑμετέρα Ἐξοχότης ἀφ’ἑνός, και ἀφ’ἑτέρου εἰς το πνεῦμα δικαιοσύνης το ὁποῖον διέπει τάς πράξεις Ὑμῶν ὠς Πρωθυπουργοῦ τῆς Ἑλλάδος» ότι «λόγω τῶν ἀντιξόων πολιτικῶν συνθηκῶν ἐν Τουρκίᾳ, εὑρίσκομαι μακράν αὐτῆς εἰς το Ἐξωτερικόν, ἀφίχθην δε εἰς τήν Ἑλλάδα πληροφορηθείς τήν ἐνταῦθα παρουσίαν τοῦ αδελφοῦ μου, ἴνα ἐνισχύσω τάς ἐπικλήσεις αὐτοῦ πρός τήν γεναιοψυχίαν Ὑμῶν.

Και καταλήγει ο Βεχήπ στο γράμμα του προς τον Βενιζέλο:
«Αἱ οἰκονομικαί συνθῆκαι τῆς οἰκογενείας μας, εἶναι λόγῳ τῶν περιστάσεων, οὐχί ἀπολύτως ἀνθηραί, ἡ δε προσφυγή μας εἰς την πατρικήν κληρονομίαν ἀποτελεῖ το μόνον σήμερον μέσον προς μερικήν ἀνακούφισίν μας».
Είναι εμφανές από τον τόνο της επιστολής αυτής πως οι σχέσεις του Βεχἠπ με τον Κεμάλ-Ατατούρκ, τον πρώην υφιστάμενο του αδελφού του, δεν ήταν καθόλου καλές (Εικ. 5). Το καθεστώς του Κεμάλ μεσουρανούσε τότε στην Τουρκία.
Ο ελληνικός τύπος για τον Εσάτ το 1913
Ο σημερινός αναγνώστης ίσως εκπλαγεί διαβάζοντας τόσο κολακευτικά λόγια για τον Τούρκο στρατηλάτη στον Ελληνικό τύπο του 1928, παρόλο που είχαν προηγηθεί γεγονότα όπως η Μικρασιατική Καταστροφή, οι σφαγές και οι διωγμοί, η ανταλλαγή των πληθυσμών αλλά και απαγχονισμοί στα ίδια τα Γιάννενα το Φεβρουάριο του 1912 στη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης από τον Ελληνικό στρατό.
Ξεφυλλίζοντας όμως τον τύπο του 1913, βλέπουμε ότι τα θερμά αισθήματα απέναντι στον Τουρκογιαννιώτη Εσάτ δεν πρωτοεμφανίστηκαν το 1928 αλλά προϋπήρχαν, παρά την αιματοχυσία που είχε μόλις προηγηθεί στο Μπιζάνι και αλλού.
Ο ίδιος ο Χρήστος Χρηστοβασίλης είχε γράψει μεταξύ άλλων σε πρωτοσέλιδο άρθρο του με τον τίτλο Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΑΣΣΑΣ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ στην Αθηναϊκή εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ στις 22 Φεβρουαρίου 1913, μία μέρα δηλαδή μετά την είσοδο του Ελληνικού στρατού στα Ιωάννινα:
«Εἶνε ἀνὴρ εὐθὺς, τίμιος, ἐλεήμων, φιλάνθρωπος, εὐγενὴς καὶ ἀρτιώτατα στρατιωτικῶς πεπαιδευμένος, ὠραιότατος καὶ συμπαθέστατος. […] Μετά διαμονήν ὀκτὼ ἐτῶν ἐν Βερολίνῳ [στην εκεί Στρατιωτική Ακαδημία] ὅπου συνεμαθήτευσε καὶ μετὰ τῆς Α.Β. Ὑψηλότητος τοῦ Διαδόχου Κωνσταντίνου, ὁ Έσσὰτ ἐπέστρεψεν εἰς Κωνσταντινούπολιν ταγματάρχης τῶν ἀνωτέρων στρατιωτικῶν μαθημάτων ἐν τῆ αὑτόθι Στρατιωτικῆ Σχολῆ. […] Ο Εσσάτ πασσᾶς δικαίως ἐθεωρήθη ὡς κορωνὶς τοῦ Τουρκικοῦ στρατοῦ καὶ ὡς τοιούτῳ τῶ ἀνετέθη ἡ ἄμυνα τής ἰδιαιτέρας πατρίδος του, τῶν Ἰωαννίνων, ἥν έτίμησε καὶ ὡς ἀξιωματικὸς καὶ ὡς Ἰωαννίτης.
Ἡ πόλις τῶν Ἰωαννίνων ὀφείλει μεγάλην εὐγνωμοσύνην εἰς τὸν γενναῖον πρόμαχὀν της, διότι καὶ τὴν τάξιν ἐτήρησεν ἀκεραίαν καθ’ὅλον τὸ διάστημα τοῦ πολέμου καὶ τὰ ἄτακτα ἀλβανικά στοιχεῖα ἐτιμώρησε πολλούς Ἀλβανοὺς κρεμάσας διὰ διάφορα ἐγκλήματα των κατὰ τῶν χριστιανῶν.»
Εξίσου κολακευτικό ήταν και το σχόλιο της εφημερίδας ΣΚΡΙΠ στις 24 Φεβρουαρίου 1913:
«Ἡ μεγάλη στρατηγικὴ ἱκανότης, ἡ μόρφωσις, ἡ ἐπιβολὴ, καὶ ἡ ἀνδρεία τοῦ Ἐσσὰτ πασσᾶ, καθιστᾶ ἔτι μᾶλλον περιφανῆ καὶ ἔνδοξον τὴν νίκην τοῦ στρατοῦ μας καὶ τοῦ μεγάλου στρατηλάτου μας. Διὰ τὴν νεωτέραν Ἑλλάδα ὁ Ἐσσὰτ πρὸς τὸν Διάδοχον θὰ εἶνε ὅ,τι διὰ τὴν ἀρχαίαν Ἑλλάδα ὁ Ἕκτωρ πρὸς τὸν Ἀχιλλέα».
Επίσης στις 26 Φεβρουαρίου, η εφημερίδα ΣΚΡΙΠ δημοσίευσε άρθρο με τον τίτλο «Ο Ἐσσὰτ Πασσᾶς Εἶνε Ἕλλην την Καταγωγήν» αναφέροντας ότι είναι απ’ευθείας απόγονος τῆς οικογενείας Γλυκή.
Ούτε λίγο, ούτε πολύ, με τη φήμη που απέκτησε εκείνες τις μέρες στον Ελληνικό τύπο, ο Εσάτ έγινε αυτό που λέμε σήμερα στα κοινωνικά δίκτυα «Influencer». Έτσι, διαβάζουμε στο ΣΚΡΙΠ στις 17 Μαρτίου 1913: «Ἐρωτηθείς ὁ Τοῦρκος στρατηγὸς Ἐσσὰτ, διατἰ ἡττήθη ἡ Τουρκία, ἀπήντησεν ὅτι ὁ κυριώτερος λόγος εἶνε ἡ ἔλλειψις ἑνὸς Σκιαδᾶ, ὅστις νὰ κατασκευάζῃ ὑποδήματα ὡς τὰ ἀκαταγώνιστα ἐκεῖνα ὑποδήματα τὰ ὁποῖα εἶχε κατασκευάσει εἰδικῶς διὰ τὸν Ἑλληνικὸν στρατὸν καθότι ἀπεδείχθη, ὅτι έκ τῶν κυριωτέρων συντελεστῶν πρὸς ἀπόκτησιν τῆς Νίκης εἶνε ἡ τελεία ὑπόδησις. 46Δ Ὁδός Σταδίου (Κάτωθεν Ἀρσακείου)».
Η μεταφορά στον Πειραιά και η αιχμαλωσία στην Κηφισιά
Ήταν τέτοια πλέον η φήμη του Εσάτ που μαζεύτηκε κόσμος για να τον δει όταν αυτός έφτασε αιχμάλωτος στον Πειραιά μέσω Πρέβεζας. Έγραψε το ΣΚΡΙΠ στις 10 Μαρτίου 1913: «Χθὲς τὴν πρωίαν ἀφλικετο εἰς Πειραιᾶ διὰ τοῦ ἐπιτεταγμένου ἀτμοπλοίου «Πύλαρος» του κ. Μαρκέτου ὁ τέως ἀρχιστράτηγος τῆς παραδοθείσης στρατιᾶς τῆς Ἠπείρου Ἐσσάτ πασσᾶς συνοδευόμενος ὑπό τοῦ ἀδελφοῦ του Βεχήπ βέη καὶ 20 ἄλλων ἀξιωματικῶν τοῦ Ἐπιτελείου του» (Εικ. 6).
Στο λιμάνι του Πειραιά υποδέχθηκε τους Τούρκους αξιωματούχους αντιπροσωπεία από το λιμεναρχείο, την αστυνομία, το υπουργείο στρατιωτικών και το στρατό. Στον Εσάτ ανακοίνωσαν ότι θα διέμενε στην Κηφισιά μαζί με τον αδελφό του και 4 άλλους αξιωματικούς. Τα υπόλοιπα μέλη του επιτελείου θα μεταφερόντουσαν στο ξενοδοχείο Ἑρμής» στον Πειραιά.
Ὀταν αποβιβάστηκαν βρήκαν ότι «ὁλόκληρη ἡ παραλιακή ὁδὸς εἶχε καταληφθῆ ὑπὸ πλῆθους κὸσμου, ἀναμένοντος νὰ ἴδῃ τὸν ἡρωϊκὸν ὑπερασπιστὴν τῶν Ἠπείρου Τούρκων στρατηγόν, τὸν ὁποῖον ὅταν εἶδε νὰ ἐμφανισθῆ εἰς τὴ θύραν τοῦ λιμεναρχείου τὸν ὑπεδέχθη μὲ ζωηρότατα χειροκροτήματα».
O Εσάτ δεν κατάλαβε γιατί χειροκροτούσε το πλήθος και ρώτησε περί αυτού τους συνοδούς του οι οποίοι του εξήγησαν ότι «τὸ πλῆθος χαιρετᾶ ἕνα γενναῖον στρατηγόν».
«Ὥστε χαιρετοῦν καὶ τὸν ἡττημένον;» ρὠτησε ο Εσάτ και συνέχισε εμφανώς συγκινημένος τη διαδρομή προς την Κηφισιά κάτω από τα ζωηρά χειροκροτήματα.
Στην Κηφισιά, ο Εσάτ διέμεινε αρχικά στο ξενοδοχείο Grand Hotel που παλαιότερα ήταν εξοχική κατοικία της οικογένειας Μελά (Εικ. 7). Το κτίριο διατηρείται στις μέρες μας (στον Πλάτανο) σαν εμπορικό κέντρο Μελά. Σύμφωνα με μεταγενέστερες αναφορές, ο Εσάτ αργότερα φιλοξενήθηκε στο κτήμα του Θεόδωρου Πάγκαλου.

Δεν έλειψαν στον τύπο της εποχής και αναφορές για υψηλούς επισκέπτες στον Εσάτ όπως του διαδόχου της Σερβίας και του Μητροπολίτη Ιωαννίνων Γερβάσιου.
Με το τέλος του Ελληνοτουρκικού πολέμου, ο Εσάτ παρέμεινε στην Ελλάδα μέχρι τις αρχές Δεκεμβρίου του 1913 σαν επικεφαλής της επιτροπής η οποία συντόνισε τον επαναπατρισμό των Τούρκων αιχμαλώτων.
Θα εκπλήξει ίσως τον σημερινό αναγνώστη το γεγονός ότι κατά την απελευθέρωση τους για να επαναπατριστούν, οι δεκάδες χιλιάδες Τούρκοι αιχμάλωτοι παραλάμβαναν και τον μισθό τους (Εικ. 8). Το συντονισμό για την πληρωμή τους, αλλά και για την κάλυψη των εξόδων της μεταφοράς τους από Έλληνες εφοπλιστές είχε αναλάβει ο Εσάτ σαν εκπρόσωπος της Οθωμανικής κυβέρνησης.

Πίσω στα Γιάννενα το Μάιο του 1928 με γνωστούς και αγνώστους
Όταν επέστρεψε το 1928, ο Εσάτ βρήκε πως τα Γιάννενα είχαν αλλάξει πολύ: Αρκετά από τα παλιά τοπωνύμια είχαν εξελληνιστεί. Ολόκληρες προσφυγικές συνοικίες είχαν ξεφυτρώσει στα πρόθυρα της πόλης εκεί που παλιότερα υπήρχαν γυμνοί λόφοι και πεδιάδες. Φτάνοντας στο κέντρο της πόλης αντίκρυσε το κουφάρι από το Οθωμανικό διοικητήριο στη θέση του σημερινού δημαρχείου, το οποίο είχε πυρποληθεί λίγους μήνες πριν.
Πολλά από τα πρόσωπα που αντίκριζε στην πόλη του ήταν άγνωστα. Πράγμα φυσικό αφού ο πληθυσμός είχε αλλάξει σημαντικά από την ανταλλαγή αλλά και την αστυφιλία.
Εκτός από τους πολλούς αγνώστους, ο Εσάτ βρήκε ωστόσο και αρκετά γνώριμα και φιλικά πρόσωπα. Συμμαθητές του από τη Ζωσιμαία, παλιούς συνεργάτες και πληρεξούσιους, μέλη από τις ιστορικές Γιαννιώτικες οικογένειες, Χριστιανικές αλλά και Εβραϊκές. Ανάμεσα τους, βρήκε και τους δικούς μου προγόνους από την οικογένεια Λεβή. Τους ήξερε καλά.
Το έφερε μάλιστα η τύχη στις μέρες που ο Εσάτ έφτασε στην πόλη το Μάιο του 1928 να γιορτάζει η οικογένεια Λεβή ένα χαρμόσυνο γεγονός. Παντρευόταν τότε η Γιέτη, εγγονή του Νταβιτσόν Εφέντη, με τον Τρικαλινό δικηγόρο Ασέρ Μωυσή.
Γνώριζα από καιρό πως ο Εσάτ έτυχε να βρίσκεται στα Γιάννενα τις μέρες του γάμου των παππούδων μου. Ήξερα επίσης πως ήταν γνωστός της οικογένειας. Θεώρησα λογικό πως θα είχε προσκληθεί στο γάμο. Μέχρι πρόσφατα όμως δεν είχα κάτι που να το επαληθεύει.

Το έμαθα πριν λίγες μέρες σε αλληλογραφία με την εκλεκτή Γιαννιώτισσα συγγραφέα Ελένη Λάππα-Οικονόμου, την κόρη του Αθανάσιου και εγγονή του Γεωργίου Λάππα, του «λεμβούχου» φίλου του Νισήμ Δ. Λεβή. Ο νησιώτης «Γεωργάκης» εμφανίζεται μαζί με το Νησίμ στις περισσότερες από τις φωτογραφίες του γιατρού και ερασιτέχνη φωτογράφου στη λίμνη. Στο μήνυμα της η κ. Λάππα-Οικονόμου μου ανέφερε πως ο πατέρας της, γεννημένος το 1912 «Θυμόταν τους γάμους της γιαγιάς σου και μας τους περιέγραφε ως ένα εξαιρετικό γεγονός για την πόλη, με εκλεκτούς προσκεκλημένους, μεταξύ των άλλων και τον Εσάτ Πασά που είχε παραδώσει την πόλη στις 21 Φεβρουαρίου του 1913» (Εικ. 9).
Χάρηκα με την «είδηση» αυτή, αφού θεωρώ τον Εσάτ σαν μια από τις φυσιογνωμίες που σημάδεψαν την ιστορία των Ιωαννίνων. Υποθέτω πως και αρκετοί άλλοι επιφανείς Γιαννιώτες παραβρέθηκαν στο γάμο. Ανάμεσα τους, ο τότε δήμαρχος της πόλης Βασίλειος Πυρσινέλλας αλλά και ο Χρήστος Χρηστοβασίλης, ο εκδότης και συγγραφέας. Μία από τις κόρες του Χρηστοβασίλη, η Τιτίνα ήταν φίλη της Γιέτης. Στη συλλογή της γιαγιάς μου διατηρούνται καρτ ποστάλ που αντάλλαξαν οι δύο κοπέλες στα σχολικά τους χρόνια. Λίγες μέρες πριν το γάμο της Γιέτης, η Τιτίνα είχε αρραβωνιαστεί με τον τότε συνταγματάρχη του πυροβολικού Κωνσταντίνο Θ. Μπακόπουλο.
Η Γιέτη διατήρησε φιλικές σχέσεις με την Τιτίνα και με τον δάσκαλο Αθανάσιο Λάππα ως τα γεράματα τους. Ήταν απόλυτα φυσικό το ότι κράτησε επαφή με τους παιδικούς της φίλους σε όλη της τη ζωή. Το στοιχείο αυτό μας θυμίζει άλλωστε ότι οι Γιαννιώτες Χριστιανοί και οι Εβραίοι συναναστρέφονταν ανέκαθεν με φιλικές ανάμεσα τους σχέσεις.
Υπάρχει ωστόσο και μια σημαντική λεπτομέρεια: Στα σαράντα της χρόνια η Γιέτη έχασε στο Άουσβιτς το 1944 τους περισσότερους Γιαννιωτοεβραίους συγγενείς και φίλους της. Έτσι, μαζί με τους Χριστιανούς της «παλιόφιλους» μοιράστηκε έκτοτε τη μνήμη του θαυμαστού Ρωμανιώτικου κόσμου της παιδικής τους ηλικίας που είχε χαθεί για πάντα.
Άλλες εποχές
Γυρίζοντας πίσω στην επίσκεψη του Εσάτ Πασά το 1928, παρατηρούμε πως έχουν το εξής παράδοξο για εμάς τους μεταγενέστερους οι αφηγήσεις από τις αρχές του περασμένου αιώνα: Οι παλιοί Γιαννιώτες όπως ο Χρηστοβασίλης και ο Χατζής οι οποίοι είχαν γνωρίσει τον Εσάτ από κοντά, θυμόντουσαν τον «Τούρκο» με σεβασμό και συμπάθεια. Στα γραπτά τους αναφερόντουσαν βλέπετε στον παλιό τους γείτονα και συμπολίτη. Για τους άλλους, τους καινούργιους Γιαννιώτες και τους νεότερους, ο Εσάτ ήταν ο ξένος ή ο εχθρός.
Αντίστοιχα, αρκετοί μουσουλμάνοι που είχαν ζήσει στην Μικρά Ασία πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών και που είχαν παραμείνει μετά εκεί, θυμόντουσαν με καλά λόγια τους παλιούς Χριστιανούς γείτονες τους. Αλλά και οι ίδιοι οι πρόσφυγες, παρά τις ταλαιπωρίες που υπέστησαν, αναφέρουν συχνά στα απομνημονεύματα τους μερικούς καλόκαρδους αλλόθρησκους πρώην γείτονες τους στις χαμένες πατρίδες.
Χάθηκε και αυτή η συλλογική μνήμη μιας σχετικά ειρηνικής γειτονικής συνύπαρξης ανάμεικτων λαών. Σβήστηκε από τους διωγμούς, τις σφαγές, τις προσφυγιές, τις νομιμοφανείς ανταλλαγές πληθυσμών, αλλά και το πλιάτσικο που ακολούθησε παντού. Έκτοτε μας έμαθαν να κοιτάμε την ιστορία και τους πρωταγωνιστές της μόνο σαν συμπαγείς ομάδες, με όλους τους καλούς από τη μια και με όλους τους κακούς από την άλλη, άσπρο από τη μια και μαύρο από την άλλη.
Χωρίς τις εξαιρέσεις, χωρίς το γκρι. Χωρίς τους Εσάτ.
