nadia
Ιστορίες

Requiem for a dream

Ο πιο δύσκολος Αύγουστος της ζωής μου. Για τη Νάντιά μου.

Εκείνο το ζεστό μεσημέρι του Αυγούστου καθόταν δίπλα μου στην παραλία του Γαλλικού Μώλου, την ώρα που εγώ έγραφα μέσα σε δάκρυα και αναφιλητά το γράμμα στον Βασίλη, που είχε φύγει από τη ζωή. Δεν έλεγε τίποτε. Μόνο άναβε ένα τσιγάρο και μου το έδινε ή έβαζε πίσω από το αυτί μου τα μαλλιά, που έπεφταν μπροστά στα μάτια και με εμπόδιζαν να δω και να γράψω. Ήταν Αύγουστος του ‘97 και μετρούσαμε μόλις έναν χρόνο φιλίας.

Την επόμενη χρονιά, στις 20 του ίδιου μήνα, νωρίς το απόγευμα παίζαμε τάβλι στη βεράντα στο σπίτι του Μούρτου. Έπαιξε τη ζαριά της. Περίμενε τη δική μου, όταν ο ήχος του σταθερού τηλεφώνου διέκοψε την παρτίδα μας. Στην άλλη άκρη της γραμμής κάποιος μου έλεγε ότι ο αδερφός της ο Χάρης σκοτώθηκε. Δεν έριξα τα ζάρια ποτέ. Δεν ξαναπαίξαμε τάβλι από τότε. Όχι συνειδητά, μα ούτε και τυχαία.

«Δεν μας πάει ο Αύγουστος εδώ, Τίτη», μου έλεγε, αλλά επέμενε να έρχεται στον Μούρτο κάθε Αύγουστο, για να τον ξορκίσει. Πιστή, αληθινή, πάντα χαμογελαστή παρ’ όλες τις πληγές της. Έναν χρόνο μόνο δεν μπόρεσε να τηρήσει το ραντεβού της με τον τόπο που αγάπησε όσο κι εγώ, και μου το έλεγε με παράπονο. Ο μπαμπάς της ήταν άρρωστος βαριά. Όταν εκείνος έφυγε, πάλι Αύγουστος ήταν κι εγώ πάλι ήμουν στον Μούρτο. Με πήρε τηλέφωνο να μου το ανακοινώσει. Είπαμε ξανά για τον μήνα, που μας επεφύλασσε τα πιο δύσκολα, μα εξακολουθούσαμε να τον αγαπάμε.

Η Νάντια είναι η κολλητή μου εδώ και 22 Αυγούστους. Δεν υπάρχει στιγμή της ζωής μου, άσχημη ή όμορφη, που να μην την περιέχει. Δεν υπάρχει φωτογραφία, που απαθανάτισε σημαντικά γεγονότα, στην οποία να μην είναι στο πλευρό μου ή κάπου μέσα στο κάδρο. Και αυτές από τις οποίες λείπει, τις έχει τραβήξει εκείνη. Η Νάντια δεν έκανε κάτι συγκλονιστικό στη ζωή της, για να αφήσει παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές, ούτε έχει να επιδείξει επιτεύγματα σπουδαία που την καταξιώνουν στον επαγγελματικό στίβο και την ξεχωρίζουν από τους άλλους. Όμως, περισσότερο από κάθε άλλον που ξέρω, έκανε κάτι ηρωικό και σπάνιο: αγάπησε βαθιά και αληθινά τους ανθρώπους που επέλεξε να έχει κοντά της και αφοσιώθηκε σ’ εκείνους αδιαπραγμάτευτα, χωρίς ζύγι και υπολογισμούς.

Δεν της αρέσουν πολύ οι αγκαλιές, μα όσες έχουμε κάνει είχαν τη ζέστη και την ασφάλεια μιας μεγάλης μητρικής αγκαλιάς. Αγαπά τους Depeche Mode, τις ροδέλες από τα καλαμαράκια, τη βότκα λεμονάδα, το μαλακό Marlboro, την καμπύλη στα φρύδια. Δεν αντέχει τα μακαρόνια, την ποίηση και την επιτήδευση στην επικοινωνία με τον άλλον. Γελά πολύ δυνατά και όταν ξεκαρδίζεται στα γέλια, τινάζει το κεφάλι της πίσω και χτυπά τον διπλανό της συνέχεια, μέχρι να σταματήσει. Έχει μακριά, πλούσια, σπαστά ξανθά μαλλιά και το χρώμα του πολύ πρωινού ουρανού στα μάτια. Κι ένα καθαρό, διαπεραστικό βλέμμα, που δεν το χαμηλώνει ούτε στα αφύσικα και τα αφόρητα.

Έχει δυο Αυγούστους να έρθει στον Μούρτο μου. Τόσους έχω κι εγώ να πάω εκεί. Εδώ και επτά χρόνια παλεύει να κρατηθεί στη ζωή, εδώ και επτά χρόνια παλεύω να συνηθίσω στην ιδέα ότι δεν θα γεράσουμε μαζί, όπως είχαμε υποσχεθεί η μία στην άλλη «ό,τι κι αν γίνει». Δεν φτιάχνουμε πια αναμνήσεις από καλές και κακές στιγμές, για να τις «θυμόμαστε στο γηροκομείο και να γελάμε». Γιατί εμείς πάντα γελούσαμε ακόμη και στα πολύ δύσκολα, κρατώντας η μία το χέρι της άλλης.

Φέτος τον Αύγουστο η Νάντια μέτρησε τις μέρες, κρατήθηκε μέχρι να γυρίσουμε όλοι από τις διακοπές, άφησε να περάσει η μέρα που πέθανε ο αδερφός της, βρήκε μια κενή ημερομηνία ανάμεσα στις 21, που χάθηκε ο πατέρας της και στις 23 που έφυγε ο Βασίλης και λίγο πριν τα μεσάνυχτα έκλεισε οριστικά τα κουρασμένα μάτια της. «Άσε με, ρε Τιτίκα», ήταν η τελευταία κουβέντα που μου είπε ξέπνοα λίγες μέρες πριν, όταν ακόμα μπορούσε να διακρίνει πρόσωπα. Και την άφησα, όπως μου ζήτησε.

Στην εκκλησία της Περάνθης τις δυο προηγούμενες φορές που βρέθηκα εκεί μ’ ένα φέρετρο μπρος μου, της κρατούσα σφιχτά το χέρι και την αγκάλιαζα. Την παρακολουθούσα με το βλέμμα μου, καθώς κατηφόριζε με τους δικούς της προς το νεκροταφείο, που βρίσκεται έξω από το χωριό, για να συνοδεύσει τον αδερφό της πρώτα και αργότερα τον μπαμπά της «στην τελευταία τους κατοικία». Αλύγιστη, σιωπηλή, πιο δυνατή απ’ όλους. Αυτή τη φορά δεν μπόρεσα να της κρατήσω το χέρι. Ούτε να την περιμένω να ανηφορίσουμε μαζί προς την πλατεία του χωριού ή το σπίτι. Γύρισα πίσω μόνη, χωρίς εκείνη.

«Τη μουσική από την ταινία Requiem for a dream θέλω να παίξουν στην κηδεία μου», είχε πει πριν από μερικά χρόνια ανυποψίαστη για το τι ερχόταν, σε ένα παιχνίδι που παίζαμε κάποιο βράδυ στον Μούρτο: «για να πλαντάξουν όλοι στο κλάμα», συνέχισε και ξέσπασε σε γέλια δυνατά.

Καθώς κατηφορίζαμε στο κοιμητήριο, αγκαλιασμένοι οι φίλοι της, ανάμεσα από πεύκα και ελιές, ενώ στο βάθος απλωνόταν ένας απέραντος κάμπος, στ’ αυτιά μου ηχούσε ξανά και ξανά η μουσική που είχε επιλέξει, μα δεν μου προκαλούσε θλίψη. Αντίθετα, ήθελα να γελάσω και να ψάξω να βρω το βλέμμα της μέσα στον κόσμο για να της κλείσω συνωμοτικά το μάτι. Η Νάντια, άλλωστε, θα έβρισκε πολύ μελό ακόμη κι αυτό που γράφω τώρα για κείνη, παρόλο που της άρεσε να την προσέχουμε και να την κακομαθαίνουμε.

Οι κακοί Αύγουστοι στον Μούρτο τελειώσανε πια. Όμως, κάθε πρωί καλοκαιριού, λίγο πριν βγει ο ήλιος, θα γυρνώ προς τον ουρανό και θα βλέπω τα μάτια της. Το πιο καθαρό μπλε του κόσμου. Και θα χαμογελώ. Όπως έκανε η Νάντια σε όλα τα δύσκολα και τα αβάσταχτα. Μέχρι τέλους.

Αντίο, Κοκώνα μου.