Στις παραδοσιακές κοινωνίες, οι γέροι γνωρίζουν από την εμπειρία τους αυτό που οι άλλοι δεν ξέρουν ακόμα και έχουν ανάγκη να μάθουν: γνωρίζουν κυρίως τις τεχνικές της επιβίωσης αλλά και τα ήθη και τα έθιμα που τους συνέχουν. Και αυτή η γνώση τους κάνει αξιοσέβαστους, επιβάλλει να τους φιλούν το χέρι ή να τους βάζουν σε ξεχωριστές τιμητικές θέσεις στα οικογενειακά τραπέζια. Στις αναπτυγμένες κοινωνίες, όμως, οι όλο και ταχύτερες αλλαγές των ηθών αλλά και των τεχνικών έχουν ανατρέψει τη σχέση ανάμεσα σ’ αυτούς που ξέρουνε και σ’ αυτούς που δεν ξέρουν. Και οι γέροι γίνονται, όλο και πιο πολύ, εκείνοι που δεν ξέρουν. Και οι νέοι, αυτοί που ξέρουν. Και οι γέροι περιθωριοποιούνται.
Μια περιθωριοποίηση που επαυξάνεται και εξαιτίας του πολιτισμικού γεράσματος. Πολλοί γέροι, μένοντας πιστοί στο σύστημα αξιών που έμαθαν και υιοθέτησαν στα χρόνια της δικής τους νεότητας ή απλώς και μόνο σε συνήθειες που τώρα πια τους είναι δύσκολο ν’ αλλάξουν, δεν συναντιούνται ποτέ με το καινούργιο, δεν το καταλαβαίνουν και δεν έχουν διάθεση να προσπαθήσουν να το καταλάβουν. Και το καινούργιο που πάντα έρχεται, τους αφήνει πίσω και τους περιθωριοποιεί ακόμα περισσότερο.
Μια περιθωριοποίηση που συντελείται και εξαιτίας των κοινωνικών σχέσεων που έχουν πια αλλάξει. Παλαιότερα, όταν ο κυρίαρχος τύπος οικογένειας ήταν η εκτεταμένη, οι άνθρωποι ζούσαν, γερνούσαν και πέθαιναν μέσα στο σπίτι τους, ανάμεσα στα παιδιά και στα εγγόνια τους. Ενώ σήμερα, με την πυρηνική οικογένεια, οι γέροι ζουν και πεθαίνουν μόνοι, αφού παιδιά και γονείς δεν ζουν πλέον μαζί. Ζουν σε διαφορετικά σπίτια, μπορεί σε άλλες πόλεις, ακόμα και σε διαφορετικές χώρες.
Πολλές φορές, βέβαια, δεν χρειάζεται να έρθει το καινούργιο για να απομονωθεί ο ηλικιωμένος. Η κοινωνία, έχοντας ή ίδια παλιά μυαλά, από μόνη της τον απομονώνει. Έτσι κάνει, λόγου χάρη, κάθε φορά που της κατατίθεται ο οποιοσδήποτε υπαινιγμός για περισσότερη ζωντάνια και στιλιστική ανανέωση στο ντύσιμο και στην εμφάνιση των ηλικιωμένων. Η κοινωνία θεωρεί κανονικούς μόνο όσους παραμένουν σε φόντο γκρίζο, παλιομοδίτικο και με πατικωμένα στου κρεβατιού την ξάπλα τα μαλλιά. Όταν ακούει υπαινιγμούς για την ανάγκη για αγάπη, έρωτα ή σεξουαλικότητα των ηλικιωμένων, τότε αντιδρά θυμωμένα. Γιατί εισπράττονται πάντα ως άσεμνοι και αντιαισθητικοί, ως σημάδι ηθικής παραλυσίας και αναξιοπρέπειας. Μια κοινωνία που ακόμα και το τυχαίο άγγιγμα ενός ζαρωμένου χεριού τής προκαλεί αποστροφή. Μια κοινωνία που δεν επιτρέπει στους ζαρωμένους λαιμούς, στα θαμπά δέρματα, στα άσπρα μαλλιά και στα κουρασμένα και άδεια μάτια να έχουν επαφή με την επιθυμία για ομορφιά, για αγάπη, για ερωτικότητα και για πάθος. Αντ’ αυτού πιστεύει ότι όχι μόνο οι γέροι δεν μπορούν να έχουν πάθη αλλά ότι οι γέροι οφείλουν να παύσουν σιγά-σιγά να είναι άνθρωποι! Και έτσι, οι ηλικιωμένοι σε αυτή την κοινωνία, μια κοινωνία που λατρεύει τη νιότη και προσπαθεί να την παρατείνει με δίαιτες, τρόπους ζωής και χειρουργικές επεμβάσεις, μετασχηματίζονται σιγά-σιγά σε ξένο σώμα. Και αντιμετωπίζονται ως περιττοί, ως παράσιτα, ως ίζημα της ανθρώπινης ύπαρξης. Και παρουσιάζονται σαν βδέλλες που απομυζούν το ασφαλιστικό και τη ζωτική ενέργεια της χώρας που τυχαίνει να σημειώνει υψηλό προσδόκιμο ζωής. Και θεωρούνται ως ευλογοφανείς παράλληλες απώλειες της κάθε επιδημίας.
Έτσι, το να γερνάς μοιάζει σαν να σε τιμωρούν ολοένα και πιο αυστηρά για κάποιο έγκλημα που δεν έχεις διαπράξει. Και τα γηρατειά αποδεικνύονται όχι απλά μια μάχη αλλά ένα μακελειό. Σαν κι αυτό που συνέβη στο Γηροκομείο στα Χανιά. Σαν ηλικιακή εθνοκάθαρση. Όπου παλιά φθαρμένα σώματα υπέφεραν και ξεψυχούσαν υπό την δαμόκλειο σπάθη του τέλους που τους επιφύλασσε η βούληση της ιδιοκτησίας του οίκου «ευγηρίας».
Η πολιτεία δεν μπορεί να παραμένει αδιάφορος θεατής αυτής της κατάστασης ή να παρεμβαίνει εκ των υστέρων, όταν πια έχει «μηδενιστεί» η ύπαρξη των ηλικιωμένων. Οφείλει με παρεμβάσεις, ανάλογες με αυτές που έγιναν στα πλαίσια του εργατικού κινήματος στις αρχές του 20ου αιώνα και οδήγησαν στην αναγνώριση της ισότιμης αξίας της γυναίκας, ή με τις άλλες που έγιναν στα πλαίσια των νέων κοινωνικών κινημάτων μετά τη δεκαετία του ’60 και οδήγησαν στην αναγνώριση της αξίας της παιδικής ηλικίας με αποτέλεσμα τα μικρά παιδιά να αποκτήσουν τότε δικαιώματα και να πάψουν να είναι απλά όργανα των γονιών τους, να αναγνωρίσει τη σημασία και την αξία της γεροντικής ηλικίας.
Γιατί, ναι, η ζωή των ηλικιωμένων είναι συνδεδεμένη με τη μοναξιά κάποιων ημερών όταν δεν έχουν κάποιον για να μιλήσουν ή με προβλήματα στην υγεία τους. Το γήρας όμως κυρίως είναι συνυφασμένο με ένα παράπονο. Ένα παράπονο που δεν σχετίζεται τόσο με τη ζωή που έκανε ο καθένας και πόσο καλύτερη θα μπορούσε να ήταν. Αλλά με τη ζωή που άδικα του τελειώνει. Ο ηλικιωμένος, ακόμα και ο παραιτημένος ηλικιωμένος, ξέρει καλύτερα από τον καθένα πόσο ωραίος είναι ο ήλιος το πρωί. Και ο μοναδικός τρόπος που έχουμε για να δώσουμε ελπίδα στον ηλικιωμένο και νόημα στη ζωή μας είναι να τη μοιραστούμε και να δούμε τον εαυτό μας ως κομμάτι ενός ευρύτερου συνόλου: μιας οικογένειας, μιας κοινότητας, μιας κοινωνίας. Το επιβεβαιωτικό βλέμμα των άλλων θα ορίσει την αξία του τέλους της ζωής μας. Αν δεν το καταφέρουν αυτό η κοινωνία και η πολιτεία, τότε η εναπομένουσα ζωή όλων μας δεν θα ‘χει νόημα και αξία και η θνητότητά μας θα οδηγεί στη φρίκη, στην απόλυτη φρίκη. Σαν αυτή των Χανίων.
Και μην ξεχνάτε: ποτέ δεν είναι αργά. Πέντε λεπτά προτού πεθάνει κάποιος, είναι ακόμα ζωντανός.
