H Λήθη
Καλότυχοι οι νεκροί, που λησμονάνε
την πίκρια της ζωής. Όντας βυθίσει
ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει,
μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να ‘ναι!
Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
στης Λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση·
μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει,
θα στάξει γι’ αυτές δάκρυ, όθε αγαπάνε.
Κι αν πιούν θολό νερό, ξαναθυμούνται,
διαβαίνοντας λιβάδι’ απ’ ασφοδίλι,
πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται.
Α δεν μπορείς παρά να κλαις το δείλι,
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν·
θέλουν – μα δε βολεί να λησμονήσουν.
Λορέντζος Μαβίλης (1860-1912)
Όσοι από τους Ελληνοαμερικανούς, που επέστρεφαν εσπευσμένα το φθινόπωρο του 1912, είχαν υπηρετήσει παλιότερα στον ελληνικό στρατό, οι επίστρατοι δηλαδή, παρουσιάζονταν στη μονάδα τους μόλις έφταναν στην πατρίδα. Οι υπόλοιποι, οι εθελοντές που δεν είχαν εκπαιδευτεί από τον ελληνικό στρατό, κατατάσσονταν στο σώμα των Γαριβαλδινών μαζί με τους φιλέλληνες ξένους.
Οι αρχαιότεροι από τους Γαριβαλδινούς, όπως ο Ριτσιότι Γκαριμπάλντι (1847-1924), γιος του ελευθερωτή της Ιταλίας Τζιουζέπε, και ο γιος του Πεπίνο (1879-1950), είχαν πολεμήσει στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Μαζί τους, βετεράνοι και αυτοί του ’97, ήταν ο 53χρονος ποιητής και βουλευτής Κερκύρας Λορέντζος Μαβίλης, ο κρητικός αγωνιστής Κωνσταντίνος Γερακάρης, επίσης 53 ετών, και ο ζακυνθινός πρώην υπουργός και βουλευτής κόμης Αλέξανδρος Ρώμας (1863-1914). Αλλά και η νοσοκόμα Ασπασία Ι. Ράλλη Μαυρομιχάλη, ανιψιά του Αλέξανδρου Ρώμα και κόρη του πρώην πρωθυπουργού και βουλευτή Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Μαζί με τους μπαρουτοκαπνισμένους αυτούς βετεράνους κατατάχτηκαν πάνω από 1.500 εθελοντές από την Αμερική. Πριν σταλούν στο μέτωπο, πέρασαν μερικές εβδομάδες βασική εκπαίδευση στα πάρκα και τους δρόμους της Αθήνας.
Ακολουθώντας την παράδοση των Camicie Rosse από τους πολέμους για την ενοποίηση της Ιταλίας, το Risorgimento της δεκαετίας του 1860 δηλαδή, οι Γαριβαλδινοί φορούσαν πάνω από τη στολή τους έναν κόκκινο χιτώνα και γι’ αυτό αποκαλούνταν Ερυθροχίτωνες.
Το σώμα των Ερυθροχιτώνων

Την πρόσκληση για τον καταρτισμό του σώματος των εθελοντών δημοσίευσαν οι αθηναϊκές εφημερίδες στις 10 Οκτωβρίου: «Δοθείσης της αδείας εκ μέρους της Κυβερνήσεως προς καταρτισμόν του σώματος των Ερυθροχιτώνων, ειδοποιούνται οι επιθυμούντες να προσέλθωσιν από της σήμερον Τετάρτης 10-12 πμ εν τη επί της οδού Πατησίων αριθ. 26 οικία όπως εγγραφώσιν όσοι γίνωσι δεκτοί». Στην οδό Πατησίων έμενε ο Αλέξανδρος Ρώμας.
Ο Γκαριμπάλντι έφτασε στην Αθήνα την Δευτέρα 22 Οκτωβρίου με το τραίνο από την Πάτρα (Εικόνα 1). Έγραψε η ΠΑΤΡΙΣ: «Ο τόσον γνώριμος εις τα Ελληνικά πεδία των μαχών στρατηγός Ριτσιότι Γαριβάλδης ήλθε χθες εξ Ιταλίας, μέσω Πατρών. Εις τον σταθμόν της Πελοποννήσου ανέμενον τον στρατηγόν οι αξιωματικοί των εδώ στρατολογηθέντων Γαριβαλδινών, με τον κ. Α. Ρώμαν, φέροντα τον βαθμόν του Γαριβαλδινού ταγματάρχου επί κεφαλής. Εις τον σταθμόν ανέμενε επίσης εις λόχος ερυθροχιτώνων Ελλήνων Γαριβαλδινών, διά να απονείμη τας τιμάς της υποδοχής εις τον αφικνούμενον στρατηγόν.» […] ΖΗΤΩ Ο ΓΑΡΙΒΑΛΔΗΣ! Η θύρα ενός βαγονιού ανοίγει και εμφανίζεται ο Γαριβάλδης. Υψηλός, με μαύρην πολιτικήν ενδυμασίαν, μαύρον πλατύγυρον καπέλο, με γενειάδα λευκήν και μακράν, φθάνουσαν μέχρι του μέσου του στήθους, στέκει προς στιγμήν εις την θύραν. […] Κατέρχεται κατόπιν του τραίνου και μετ’ αυτόν η σύζυγος και η κόρη του, αι οποίαι τον συνοδεύουν.[…] Ο κ. Ρώμας παρουσιάζει τους αξιωματικούς εις τον στρατηγόν, ο οποίος αδιαφορών διά την πίπτουσαν βροχήν, τους χαιρετά με τον θερμόν ενθουσιασμόν ο οποίος δεν τον εγκατέλειπε ποτέ, και απευθύνει ολίγας λέξεις εις τον κάθε ένα.[…] Μία άμαξα δέχεται τον στρατηγόν, την σύζυγον, την θυγατέρα του και τον κ. Ρώμαν, και αναχωρεί ανερχομένη εις την πόλιν. Ο λόχος, αποτελών την τιμητικήν συνοδείαν του στρατηγού, διαιρείται εις δύο και βαδίζει εκατέρωθεν της αμάξης».
Μόλις τρεις μέρες αργότερα, στις 25 Οκτωβρίου διαβάζουμε «Σήμερον φεύγει από Αθήνας το πρώτον τμήμα του σώματος των Γαριβαλδινών, μεταβαίνον εις το πεδίον της τιμής και της δόξης. Οι έλληνες ερυθροχιτώνες πηγαίνουν προς τον εχθρόν φέροντες διπλήν σημαίαν υψηλού καθήκοντος. Του καθήκοντος προς την Πατρίδα και τας εθνικάς παραδόσεις, και του καθήκοντος προς την παράδοσιν των Ερυθροχιτώνων, ήτις έφερε παντού τούς πιστούς της ιδέας εναντίον της τυραννίας και της βαρβαρότητος».

Με τη συμπλήρωση της βασικής της εκπαίδευσης, η κάθε καινούργια ομάδα εκπαιδευμένων νεοσύλλεκτων παρέλαυνε, με τη συνοδεία της στρατιωτικής μπάντας της βασιλικής αυλής, προς τον σταθμό του τρένου που θα τους μετέφερνε προς το μέτωπο (Εικόνα 2).
Αναφέρει ο Χάτσινσον: «Έβλεπε κανείς καθημερινά την φιλαρμονική των ανακτόρων να προηγείται μιας μονάδας η οποία αναχωρούσε για το μέτωπο. Η μπάντα τους συνόδευε στα τραίνα που θα τους μετέφεραν στα καράβια. Από το πεζοδρόμιο όπου στεκόμουν, έβλεπα τους στρατιώτες να περνούν ένστολοι με τα γυαλιστερά τους κουμπιά να αστράφτουν. Το θέαμα τους πάντα με στενοχωρούσε, επειδή είχα δει στα φρούρια [της Ηπείρου] τόσους πολλούς στρατιώτες που δεν επέστρεψαν ποτέ. Και καθώς κοίταζα αυτά τα αγόρια –γιατί οι περισσότεροι ήταν νεαρά αγόρια– πέρναγε από το μυαλό μου το ερώτημα: Πόσα σπιτικά θα μείνουν λυπημένα να πενθούν όταν ο θάνατος και η επιδημία σας καταβάλει; Όμως ο πόλεμος δεν έχει έλεος, και εσείς οι λαμπροί και ενθουσιώδεις λεβέντες πρέπει να γίνετε άλλος ένας φόρος τιμής στη δόξα της ιστορικής σας γης». (Εικόνα 3)
Όταν λίγες μέρες μετά, στα μέσα Νοεμβρίου, ο Γκαριμπάλντι αναχώρησε από την Αθήνα για την Καλαμπάκα και το μέτωπο, επισκέφτηκε τον δήμαρχο Αθηναίων Σπύρο Μερκούρη, τον παππού της Μελίνας. Ο Γκαριμπάλντι είχε κηρυχθεί μετά τον πόλεμο του 1897 επίτιμος δημότης Αθηνών, οπότε στην προσφώνηση του είπε στο Μερκούρη: «Είμαι κι εγώ συνδημότης σας, κύριε Δήμαρχε, τα θερμά συγχαρητήρια μου διά τας προόδους της πόλεως, την οποίαν ενθυμούμαι προ 15 ετών πώς την είδα και πώς την βλέπω σήμερον μεταμορφωμένην Ευρωπαϊκήν μεγαλόπολιν».
Σε ανταπόκριση του Σαββάτου 17 Νοεμβρίου από τη Λάρισα αναφέρεται ότι «Εις την Κοζάνην, ο στρατηγός Γαριβάλδης ωμίλησε προς τους συμπολεμιστάς του υπενθυμίσας αυτοίς τας παραδόσεις, τας οποίας οφείλει να τιμήσει το σώμα των Γαριβαλδινών. Ανέπτυξε δε τον κανονισμόν του σώματος, κατά τον οποίον οι Γαριβαλδινοί οφείλουσι να μάχωνται όρθιοι, να τουφεκίζεται δε παραχρήμα πας Γαριβαλδινός, όστις θα εφωράτο λαφυραγωγών και εν γένει υπεξαιρών ξένα πράγματα. Κατόπιν εχωρίσθη το σώμα εις δύο. Του ενός σώματος ηγείται αυτός ο στρατηγός Γαριβάλδης, του δε ετέρου ο κ. Αλέξανδρος Ρώμας. Το τμήμα τούτο έχει την ευτυχίαν να έχη αρχηγόν μεν τον Ζακύνθιον ευπατρίδην, του οποίου είνε γνωστή και από το 1897 η γενναιότης και ο ιπποτισμός, υπαρχηγόν δε τον κ. Δημ. Μπαρδόπουλον, όστις, ως ανθυπολοχαγός κατά τον πόλεμον του 189,7 έλαβε μέρος και διεκρίθη κατά την αιματηροτάτην εκείνην μάχην του Γριμπόβου».
Οι Γαριβαλδινοί του Ρώμα, περίπου χίλιοι κατά την εφημερίδα, βάδισαν προς τη Σιάτιστα και μετά από πολύωρη μάχη νίκησαν τον εχθρό και μπήκαν στην πόλη κάτω από της επευφημίες των κατοίκων.
Η συντριβή στον Δρίσκο
Μετά τις επιτυχίες τους στη Μακεδονία, τα σώματα των Γαριβαλδινών μεταφέρθηκαν στο Μέτσοβο με σκοπό να ενισχύσουν τον αγώνα της Ηπείρου και την πολιορκία των Ιωαννίνων.
Όταν τον Οκτώβριο του 1912 ο ελληνικός στρατός κατέλαβε σε σύντομο χρονικό διάστημα, μετά την έναρξη του πολέμου, την Πρέβεζα και την Φιλιππιάδα (η Άρτα είχε ήδη προσαρτηθεί στο βασίλειο το 1881) και προχώρησε μέχρι τα Πέντε Πηγάδια, η κοινή γνώμη στην Ελλάδα και στο εξωτερικό υπέθεσε ότι και η παράδοση των Ιωαννίνων ήταν θέμα ημερών. Στις αθηναϊκές εφημερίδες άρχισαν να εμφανίζονται περιγραφές της πόλης η οποία αναμενόταν να καταληφθεί σύντομα. «Επίκειται η πτώσις των Ιωαννίνων – Εγγίζει το τέλος» ήταν οι τίτλοι στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας ΠΑΤΡΙΣ την Παρασκευή 26 Οκτωβρίου. Όμως, σύντομα τα αισιόδοξα αυτά άρθρα διαδέχτηκαν περιγραφές του τρομερού φρουρίου στο Μπιζάνι, των βομβαρδισμών και αργότερα οι λίστες με τους νεκρούς και τους τραυματίες.
Στη σκιά των τουρκικών κανονιών στο Μπιζάνι, κάθε σπιθαμή γης, που καταλάμβανε ο ελληνικός στρατός, απαιτούσε τρομακτική αιματοχυσία. Πεστά, Αετορράχη, Μανωλιάσσα: ο κλοιός γύρω από την πολιορκημένη πόλη των Ιωαννίνων όλο και στένευε, καθώς ο ελληνικός στρατός είχε καταλάβει στα βόρεια την Κορυτσά και τους Άγιους Σαράντα και το Μέτσοβο στα ανατολικά. Ο πληθυσμός της πόλης άρχισε να υποφέρει από τις ελλείψεις. Ανάμεσα τους και οι πρόγονοι μου στην οικογένεια Λεβή.
Για να προστατευτούν από τα κανόνια στο Μπιζάνι, το ελληνικό πεζικό και το πυροβολικό «κρύβονταν» πίσω από τους λόφους που περικλείουν τα οχυρά.
Ενώ λοιπόν οι μονάδες του πυροβολικού από τις δύο πλευρές αλληλοβομβαρδίζονταν σε μια αδιέξοδη κατάσταση, ο στρατηγός Σαπουντζάκης διέταξε γενική επίθεση στην οποία οι Γαριβαλδινοί επιχείρησαν να εισχωρήσουν σαν σφήνα ανάμεσα από το Μπιζάνι και το Μιτσικέλι. Έφτασαν μάλιστα σε σημείο να αντικρύσουν τη λίμνη και την πόλη των Ιωαννίνων.
Όμως στη θέση αυτή τα γαριβαλδινά στρατεύματα βρέθηκαν εκτεθειμένα στον εχθρό. Είχαν προχωρήσει σε σημείο όπου τα πλευρά τους δεν ήταν πλέον προστατευμένα από τα άλλα σώματα εθελοντών που είχαν ξεκινήσει δίπλα τους. Ασυνεννοησία; Απειρία; Ποιος ξέρει. Γεγονός πάντως είναι ότι έτσι όπως βρέθηκαν εκτεθειμένοι στον Δρίσκο, οι Γαριβαλδινοί υπέστησαν τρομερές απώλειες με εκατοντάδες νεκρούς. Χάθηκαν έτσι πολλοί από τους λεβέντες που είδαμε να αφήνουν τις δουλίτσες τους στην Αμερική. Ανάμεσα στα θύματα και ο Κ. Γερακάρης και ο Λορέντζος Μαβίλης.
Τα πρώτα νέα από το Δρίσκο έφτασαν την Πέμπτη 29 Νοεμβρίου και ήταν αρχικά αισιόδοξα: «Περιφανής νίκη των Γαριβαλδινών: Ο στρατός και τα εθελοντικά σώματα εξετόπισαν νικηφόρως τους Τούρκους καθ’ όλην την ανατολικήν πλευράν των Ιωαννίνων. Τάγμα Γαριβαλδινών, διοικούμενον υπό του κ. Ρώμα, επετέθη χθες εναντίον των οχυρών θέσεων Δρίσκου ας κατείχον δύο τάγματα Τουρκικού στρατού. Λυσσώδης μάχη επηκολούθησε. Το σώμα επέδειξεν απαράμιλλον ανδρείαν και εξετόπισε τους Τούρκους, οίτινες καταδιωχθέντες ετράπησαν πανικόβλητοι προς τα Ιωάννινα. Εφονεύθησαν πολλοί Τούρκοι. Εις χείρας των νικητών έπεσαν πολλοί αιχμάλωτοι και πολλά λάφυρα». (ΠΑΤΡΙΣ)
Όμως το Σάββατο 1 Δεκεμβρίου, παρά τη λογοκρισία που επέβαλλε ο πόλεμος, η είδηση για τον θάνατο του ποιητή φτάνει στην Αθήνα. Γράφει η ΠΑΤΡΙΣ: «Η νικηφόρος μάχη των Γαριβαλδινών εις το Δρίσκον της Ηπείρου είχε και ένα υπέροχον νεκρόν. Ο Λαυρέντιος Μαβίλης, ο κερκυραίος ποιητής και λοχαγός του σώματος των ελλήνων Ερυθροχιτώνων, έπεσε μαχόμενος μαζί με τους άλλους ηρωικούς πολεμιστάς της Ηπείρου (Εικόνα 4). Δεν είνε τώρα καιρός διά θρήνους, και πολύ περισσότερον θρήνους διά τον ήρωα ποιητήν. Μην τον κλαίτε. Διότι, αν υπάρχη γλυκύς θάνατος, αυτός είνε εκείνος, ο οποίος αφήκε νεκρόν τον Μαβίλην, μαχόμενον εκεί επάνω. Δεν επολεμούσεν. Έγραφε το τελευταίον και ωραιότερον του ποίημα».

Λίγο αργότερα όμως είδαν το φως της δημοσιότητας στην Αθήνα περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την μάχη του Δρίσκου:
«Γνωστότατος συνάδελφος, ὁ άνταποκριτὴς τῆς Ἐφημερίδος τῆς Ἰταλίας κ. Ἀμίλκας Ποτζολίνι, παρακολουθῶν ὡς ὑπολοχαγὸς τὴν φάλαγγα τῶν Γαριβαλδινῶν, ἐλθὼν ἐνταῦθα τραυματίας, ὡς ἑξῆς μᾶς ἀφηγήθη τὰ τῆς πολυνέκρου μάχης τῶν Γαριβαλδινῶν παρὰ τὸ Δρίσκον.
Τὸ κύριον σῶμα τῶν Γαριβαλδινῶν ὑπὸ τούς Ριτσιώτην καὶ Πεπῖνον Γαριβάλδην ἔφθασεν είς τὸ Δρῖσκον, θέσιν καταληφθεῖσαν τὴν προτεραίαν ὑπὸ τοῦ σώματος τοῦ κ. Ἀλ. Ρώμα, τὴν 9ην π.μ. τῆς 27ης Νοεμβρίου μετά ἑξάωρον νυκτερινήν πορείαν.
Ὁ συνταγματάρχης κ. Μπιαγκίνι διετάχθη ἀμέσως νὰ προχωρήσῃ ἀριστερά πέραν τῆς λίμνης διά ν’ ἀποκόψῃ την διὰ πλοιαρίων ἐκεῖθεν ὑποχώρησιν τῶν Τούρκων. Έν τῷ μεταξύ ὅμως, τὸ Τουρκικόν μέτωπον άνεπτύσσετο έπί έκτάσεως ἑνός καὶ ἡμίσεως χιλιομέτρου μὲ 15 πυροβόλα ὑπολογιζόμενον είς 5-6 χιλιάδας άνδρῶν.
Τὴν πρώτην ἔφοδον ένήργησε τὸ σῶμα τοῦ κ. Ρώμα καταλαβόν τὸ ὕψωμα Δίτριχα καὶ έξακολουθῆσαν ἐκεῖθεν νὰ προχωρῆ ὑπὸ τὸ πυκνότατον πῦρ τῶν Τούρκων.
Ἡ θέσις ὅμως τῶν ὑπό τὸν κ. Ρώμαν έγίνετο ἐπί μᾶλλον καὶ μᾶλλον ἐπικίνδυνος. Ὁ Πεπῖνος Γαριβάλδης ἐστειλεν εἰς ἐνίσχυσιν αὐτοῦ τὸ σῶμα τῶν Μακεδὸνων ὑπό τον Καπετάν Κώσταν καὶ μετὰ τοῦτον τούς Κρῆτας ἔχοντας ἐπί κεφαλῆς τὸν Μακρῆν φονευθέντα μετ’οὐ πολύ διὰ σφαίρας Ντούμ-Ντούμ είς τὴν κεφαλήν.[…]

Ὁ κ. Ρώμας ἐκράτησε τὰς θέσεις του καθ’ ὅλην τὴν νύκτα. Τροφαί δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ σταλοῦν. Ἀπεστάλησαν ὅμως ἐνισχύσεις 100 Γαριβαλδινῶν ὑπό τὸν Ἄγγλον Σιόρυ καὶ 90 ὑπὸ τὸν λοχαγόν Μπράουν.
Τὴν 5 ½ τῆς πρωίας ἡ μάχη ἐπανελήφθη. Ὁ κ. Ρώμας ἐπεχείρησεν ὁρμητικήν ἔφοδον διά ξιφολόγχης. Οἱ Τοῦρκοι ὅμως ἦσαν ἰσχυρότατοι καὶ ἡ ἔφοδος ἀπέτυχεν.
Ἐν τῷ μεταξύ ἡ θέσις τοῦ ὑπό τὸν κ. Ρώμαν σώματος κατέστη κρισιμωτάτη. Είς σύστασιν ὅμως του Πεπίνου Γαριβάλδη περί ὑποχωρήσεως, ὁ κ. Ρώμας ἀπήντησε: Προτιμῶ νὰ ἀποθὰνω, παρὰ νὰ ὑποχωρήσω. Καὶ ἡ ἐπίθεσις ἐξηκολούθησεν. Οἱ άξιωματικοί Χατζηκυριὰκος, Τοπὰλης, Γερακάρης καὶ 50 στρατιῶται ἔπεσαν εἰς διάστημα ἠμισείας ὥρας ὑπὸ τὸ πῦρ τοῦ ἐχθροῦ.
Τὴν 9 ½ π.μ. ἡ κατάστασις ἦτο ἀπελπιστική. Ὁ κ. Ρώμας ἐτραυματίσθη (Εικ. 2). Τὸν ἀντικατέστησε προσωρινῶς ὁ Λαυρέντιος Μαβίλλης, ὅστις μετά δέκα λεπτά ἔπιπτε και αὐτός. Μία σφαῖρα Ντούμ-Ντούμ τὸν εὗρεν εἰς το στόμα καὶ ἑτέρα εἴς τόν λάρυγγα. Ὁ ποιητής ἔζησε μόλις ὀλίγην ὥραν καὶ ἐπέπρωτο νὰ μείνει ἄταφος ἐγκαταλειφθείς μετὰ τῶν ἄλλων νεκρῶν κατὰ τὴν ὑποχώρησιν, ἥτις συνετελέσθη συναποκομιζομένων τῶν τραυματιῶν ὑπό τὴν ἀρχηγίαν τοῦ Πεπίνου Γαριβάλδη.» (ΠΑΤΡΙΣ Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 1912).
Η διάλυση του σώματος των Γαριβαλδινών
Μετά τις βαριές αυτές απώλειες στον Δρίσκο, το σώμα των Γαριβαλδινών επέστρεψε στο Μέτσοβο όπου ο Γκαριμπάλδι κατήργησε το σώμα στις 30 Νοεμβρίου. Την Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου, διαβάζουμε ότι «ο Ριτσιώτης Γαριβάλδης επανέρχεται στην Ιταλία» (από την Ιταλία πήγε αργότερα στο Μεξικό). Μερικοί από τους έλληνες εθελοντές, όπως ο Χάρρυ Φράνκο από το Σαν Φρανσίσκο, μετά τη συμμετοχή τους στον Δρίσκο και τη διάλυση του σώματος των Γαριβαλδινών, παρουσιάστηκαν ως εθελοντές στον ελληνικό στρατό όπου, έχοντας πλέον μάχιμη εμπειρία, κατετάγησαν στα σώματα της Ηπείρου ή των νήσων. Ο Φράνκο έμελλε να πολεμήσει στη γενέτειρα του τη Μυτιλήνη και να απελευθερώσει το ίδιο του το χωριό και το σπίτι των γονιών του.
Αν περάσετε μπροστά από το άγαλμα του Λορέντζου Μαβίλη στον Μόλο στα Γιάννενα, ρίξτε μια ματιά στο πρόσωπό του. Ο Μαβίλης ήταν ψηλός, ξανθός, και γαλανομάτης. Στο άγαλμά του θα δείτε τη φυσιογνωμία ενός ώριμου ποιητή, ενός πενηντάρη, τον οποίο σε αυτή την ηλικία θα περίμενε κανείς να δει σε ένα αναπαυτικό γραφείο του ποιητή και σαν πολεμιστή κορυφογραμμές της Ηπείρου μέσα στον χειμώνα. Όταν παρουσιάστηκε για να ξαναπολεμήσει για την πατρίδα σε ηλικία 52 ετών, είχε πλήρη επίγνωση του κινδύνου. Είπε στον φίλο του Ταγκόπουλο, σύμφωνα με αφήγηση του τελευταίου που μετέδωσε η ΠΑΤΡΙΣ στις 14 Δεκεμβρίου: «Στα 97 δύο φορὲς πληγώθηκα : Μιὰ στὴν Κρήτη καὶ μιὰ στὴν Ἤπειρο. Αἴ, τρεῖς καὶ ζαβολιὰ τώρα…»
Όμως, παρά τις απώλειες στον Δρίσκο, ο κλοιός γύρω από τα Γιάννενα συνέχισε να σφίγγει και η ζωή στην πολιορκημένη πόλη να επιδεινώνεται. Με τις λίστες των νεκρών και τραυματιών από τα κανόνια στο Μπιζάνι να γεμίζουν καθημερινά τις σελίδες των αθηναϊκών και των ελληνοαμερικανικών εφημερίδων, πάνω από την υπογραφή του Σαπουντζάκη, η αναμονή για την παράδοση των Ιωαννίνων έγινε πείσμα και εμμονή για όλους τους Έλληνες.
Αύριο: Ένας Αμερικάνος στο πολύνεκρο Μπιζάνι
