Με το τελευταίο του βιβλίο ο Γιάννης Βούλγαρης με τον τίτλο «Ελλάδα: μια χώρα παραδόξως νεωτερική» επιλέγει μια ευρυγώνια θεώρηση των εξελίξεων που μας έφεραν ως εδώ, δηλαδή ένα βήμα πριν από την άβυσσο. Και έκτοτε, και για μια δεκαετία περίπου, με βήματα μπρος πίσω, και αφού περάσαμε τα πρώτα στάδια της οργής, από το «φταίνε οι ξένοι», «φταίνε οι πολιτικοί» ή εκείνο της εθνικής αυτομαστίγωσης «τέτοιος λαός είμαστε», τώρα, περισσότερο σοφοί, περισσότερο αφυπνισμένοι, μπορούμε να διαβάσουμε το συγγραφέα που με το νέο του βιβλίο μας προτείνει μια νέα θεώρηση της διαδρομής μας, αλλά όχι στο στενό πλαίσιο της σχεδόν δεκάχρονης κρίσης, αλλά μιας νέας ματιάς σε όλο το βάθος της νεώτερης Ιστορίας μας. Ως τη «σύσταση της πατρίδας μας σε εθνικό κράτος». Και επεκτείνεται σ΄ αυτή τη θεώρηση, όχι με την αποκλειστική οπτική ενός ιστορικού, που άλλωστε δεν είναι, αλλά με την οπτική του θεωρεί τα γεγονότα και από την πλευρά του κοινωνιολόγου, αλλά και του πολιτικού. Συνεπώς με τη «νέα ματιά» ο Γιάννης Βούλγαρης μάς προτείνει ταυτόχρονα και ένα νέο ερμηνευτικό εργαλείο μέσα από το οποίο, όπως ο ίδιος δηλώνει, εξετάζει «πώς οι γενιές της μεταπολιτευτικής Ελλάδας είδαν την Ελλάδα. Ή, ακριβέστερα, πώς οι ιστορικοί και οι κοινωνικοί επιστήμονες της μεταπολιτευτικής περιόδου, αξιοποιώντας τόσο τη γνώση της εποχής τους, όσο και την κληρονομιά των προηγούμενων, πρότειναν στην ελληνική κοινωνία να δει τον εαυτό της».
Αν ο στόχος της δημοκρατίας είναι –όπως και οφείλει να είναι– να ανακτήσει η κοινωνία τον έλεγχο του εαυτού της, τότε η παρέμβαση του Γιάννη Βούλγαρη με το νέο βιβλίο του είναι: Πριν από κάθε απόπειρα ανάκτησης να προηγηθεί η σε βάθος κατανόηση των αιτίων που προκάλεσαν και προκαλούν –στο βαθμό που τον προκαλούν- την απώλεια αυτού του ελέγχου. Στα σχήματα, π.χ. «με εμάς» ή με τους «άλλους», δικός μας ή όχι και το ακόμη χειρότερο «φίλος – εχθρός», ενυπάρχει στο υπόστρωμα το αίτημα της κυριαρχίας του ενός με την πλήρη εξουδετέρωση του άλλου. Και αντιστρόφως. Βεβαίως η δημοκρατία σε μια διαστρωματωμένη κοινωνία εμπεριέχει και τη διεκδίκηση και συνεπώς δεν μπορεί να αρκείται σε αναποτελεσματικές διαμαρτυρίες μόνο. Επιπλέον, τρέφεται από τη γόνιμη διαφορά, όταν, βεβαίως, δεν καταστρέφεται από την άγονη αντιπαλότητα. Η δημοκρατία, όμως, και μαζί της η κοινωνία, δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς συνομολογήσεις. Είναι το έδαφος όπου ανθοφορεί.
Ο Γιάννης Βούλγαρης αυτό ακριβώς επιχειρεί: Να ανιχνεύσει από συστάσεως του νεοελληνικού κράτους τις βαθύτερες αιτίες που άλλοτε οδηγούσαν στη στερέωση της δημοκρατίας και άλλοτε στην εκπτώχευσή της μέχρι και την αναίρεσή της. Και για την επίτευξη αυτού του στόχου δεν περιορίζει την έρευνα στις αιτίες, οι ρίζες των οποίων τρέφονται από τις δικές μας μόνο επιλογές, αλλά διευρύνει τον ορίζοντα, προκειμένου να συνεκτιμήσει την «ελληνική περίπτωση» με τη γενικότερη ροή της ιστορίας σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Και ανιχνεύει, με διευρυμένη πλέον ματιά, το ρόλο της εκβιομηχάνισης ή μη και τις επιπτώσεις στη ροή της εθνικής μας ιστορίας, το ρόλο του διαφωτισμού στην πορεία του πολιτεύματος, το φαινόμενο της ολοένα και διευρυνόμενης παγκοσμιοποίησης των προβλημάτων, γεγονός που μετατρέπει πολλά τοπικά προβλήματα σε υπερτοπικά, την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και τις επιπτώσεις της, καθώς και τον μεγάλο μετασχηματισμό που παρατηρείται στην οικονομία όπου η αλματώδης αύξηση της «οικονομίας των υπηρεσιών» συνοδεύεται από δραματική μείωση της σημασίας της βιομηχανίας.
Με τη διεύρυνση αυτή της οπτικής, ο Γιάννης Βούλγαρης προωθεί την ανάγκη «συγκρότησης επικαιροποιημένων ερμηνευτικών σχημάτων της εθνικής εξέλιξης που να προσφέρουν μια καλύτερη κωδικοποίηση των νέων πορισμάτων της ιστορίας και των κοινωνικών υπηρεσιών». Με άλλα λόγια, διαμορφώνει τολμηρά ένα νέο «εργαλείο» ήτοι μια νέα μέθοδο παρατήρησης της ροής της ιστορίας, με κύριο χαρακτηριστικό τη σχετικοποίηση του «εθνικού» παράγοντα στη ροή της ιστορίας και την αναβάθμιση της σημασίας «της εκάστοτε ενιαίας δομής του Κόσμου», όπως την αποκαλούσε ο Γράμσι. Και με την οποία προφανώς συντάσσεται ο Γιάννης Βούλγαρης.
Με τη διαμόρφωση του νέου ερμηνευτικού σχήματος, ο Γιάννης Βούλγαρης ταυτοχρόνως διερευνά και την ανεπάρκεια πολλών από τα προϋπάρχοντα σχήματα, όπως του μαρξισμού, του μετα-μαρξισμού κ.λπ. Για την «ελληνική περίπτωση», μάλιστα, το μαρξιστικό ερμηνευτικό σχήμα το θεωρεί ως ανεπαρκές, καθώς «απολυτοποιούσε τον καπιταλισμό ως τον μόνο σε τελευταία ανάλυση κινητήρα της νεωτερικότητας», την ώρα που η ελληνική οικονομία δεν διέθετε ούτε «κεφαλαιακή συσσώρευση» και ούτε αξιόλογη βιομηχανία. Και επομένως ούτε και ανάλογο και ισχυρό προλεταριάτο.
Συνεπώς, κατά τον Γιάννη Βούλγαρη, όταν καθιερώθηκε ο κοινοβουλευτισμός και ουσιαστικά απευθύνθηκε σε μια αγροτική οικονομία, δηλαδή σε αγρότες, η αναπόφευκτη συνέπεια ήταν να βρεθεί «ταξικά μετέωρος». Στο πλαίσιο αυτό προέκυψε μια παραδοσιακή πολιτική ολιγαρχία η οποία κλήθηκε να διοικήσει μια «κοινωνία προ-καπιταλιστική». Η συνέπεια ήταν οι πολίτες να ενσωματωθούν στο νέο σύστημα εξουσίας, όχι οριζόντια δηλαδή, ταξικά, αλλά να αντιστοιχίζονται προς τους υποψηφίους αντιπροσώπους ανάλογα με τα -όπως τα εννοούσαν- προσωπικά τους συμφέροντα. Έτσι προέκυψε το πελατειακό σύστημα, η κομματοκρατία και από κοντά και ο λαϊκισμός δεξιός, αριστερός κεντρώος, λίγη σημασία έχει. Στο πλαίσιο ενός «πρώιμου και εξωτερικά επιβεβλημένου κοινοβουλευτισμού… το κράτος έγινε υπερτροφικό, η δημόσια διοίκηση κομματικοποιημένη και αναποτελεσματική, ενώ η πολιτική ξέπεσε σε πελατειακή σχέση μεταξύ των πολιτικών και της μεγάλης κοινωνικής μάζας των μικροαστών και των μικροιδιοκτητών». «Κόμματα ταξικά δεν υπήρξαν ούτε μπορούσαν να υπάρχουν, αλλά όλα, δεξιά, κεντρώα, αριστερά υπηρέτησαν τον λαϊκισμό και επωφελήθηκαν από το πελατειακό σύστημα». Αντί, δηλαδή, ο κοινοβουλευτισμός να έλθει ως «κατάκτηση ήλθε ως πρόβλημα».
Οι καιροί όμως είναι περίπλοκοι.
Διανύουμε τους πιο ρευστούς καιρούς που γνώρισε η ιστορία. Ζούμε τον καιρό των πλέον ραγδαίων αλλαγών. Ο κόσμος μετασχηματίζεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Είναι προφανές πως σε πλανητικό επίπεδο τα πράγματα δεν είναι μόνο που αλλάζουν ταχύτατα, είναι που όλα γίνονται πιο σύνθετα και πιο πολύπλοκα. Και εξυφαίνουν ένα δυσκολοξεδιάλυτο αυτορυθμιζόμενο δίχτυ αμφίδρομων σχέσεων και εξαρτήσεων: Όπου το ατομικό συνδέεται άρρηκτα με το συνολικό, το ειδικό με το γενικό, το μερικό με το όλον και εν τέλει το εθνικό με το παγκόσμιο. Και σχηματίζουν ένα δίχτυ μέσα στο οποίο καλούμαστε περισσότερο να προσαρμοστούμε εμείς σ΄αυτό, παρά να προσαρμόσουμε αυτό σ΄εμάς.
Όμως, σε πλανητική σχεδόν εικόνα σε πολλές περιπτώσεις οι προσφυγές στις κάλπες έδειξαν μια στροφή προς τα ακροδεξιά. Στις ΗΠΑ είχαμε την αναβίωση του αμερικανικού ονείρου με την εκλογή του Τραμπ που δυστυχώς άφησε το στίγμα της στην αμερικανική κοινωνία. Στη Μ. Βρετανία έχουμε την αναβίωση του αλλοτινού μεγαλείου της αποικιοκρατίας, γεγονός που τους οδήγησε σε ένα αμφισβητούμενο από τους ίδιους Βrexit. Την ώρα που, υπό την πίεση της διαρκώς παγκοσμιοποιούμενης οικονομίας, δημιουργούνται μεγάλα και αντιτιθέμενα οικονομικά μπλοκ, όπως είναι οι ΗΠΑ, η Ρωσία, ο νέο-ανερχόμενος γίγαντας η Κίνα και ανάμεσά τους η ασθμαίνουσα Ευρωπαική Ένωση.
Κι ένα ακόμη πιο κοντινό στοιχείο: Το 1922 η γειτονική μας Τουρκία μετρούσε 13 εκατομμύρια πληθυσμό, ενώ η χώρα μας 7 εκ. Το 1974 οι αριθμοί ήταν 38, 3 εκ. για την Τουρκία και μόνο 10 για την Ελλάδα. Σήμερα τα αντίστοιχα νούμερα είναι 80 και κάτι για την Τουρκία και ίσως 10 παρά κάτι για την Ελλάδα. Οι αριθμοί έχουν τη δική τους γλώσσα. Υπενθυμίζω μόνον ότι ο συγγραφέας, ως ειδικός πολιτικός επιστήμονας, είχε ήδη προειδοποιήσει προ δεκαπενταετίας περίπου ότι «οι εθνικές εξελίξεις, η διαδικασία ευρωπαϊκής ενοποίησης και η παγκόσμια γεωπολιτική συμπλέκονται κατά τρόπο αξεδιάλυτο».
Στο ίδιο βιβλίο του, ο Γιάννης Βούλγαρης παραθέτει για το ίδιο θέμα προφανώς υποστηρικτικές θέσεις των δικών του ιδεών και θέσεις άλλων στοχαστών, όπως για παράδειγμα εκείνες του Σ. Ράμφου, ο οποίος λέει ότι «οι συμπεριφορές και οι αξίες του Έλληνα εξακολουθούν να καθορίζονται από τον στενό οικογενειακό, τοπικιστικό και συντεχνιακό ορίζοντα. Το στενό «εγώ» καθορίζει τη δράση και τις επιλογές, χωρίς να μπορεί να συνδυαστεί δημιουργικά με το «εμείς» και το δημόσιο συμφέρον. Η κουλτούρα της «μερικότητας» που αδυνατεί να διαλεχτεί με την «καθολικότητα», διαποτίζει και υποβαθμίζει τις κοινωνικές σχέσεις και τους θεσμούς».
Η γενικότερα επικρατούσα άποψη πρεσβεύει ότι οι νόμοι καλούνται ως γενεσιουργός αιτία να διαπλάσουν τα άτομα, ως αναμενόμενο αποτέλεσμα, σύμφωνα με τον αξιακό τους κώδικα. Ο J.J.Rousseau, αναποδογυρίζει την άποψη αυτή και εισηγείται το ακριβώς αντίθετο, όταν λέει: «Οι άνθρωποι θα έπρεπε να ήσαν προ των νόμων ό,τι πρόκειται να γίνουν μέσω των νόμων». Ανατρέχοντας δε ακόμη παραπίσω μαθαίνουμε το εξής αυτονόητο από τον Πλάτωνα: «Όποιος θέλει να είναι μεγάλος άνδρας δεν πρέπει ν’ αγαπά ούτε τον εαυτό του ούτε τα του εαυτού του, αλλά τα δίκαια, είτε έτυχε να τα πράξει αυτός είτε άλλος»1. Από δε τον Δημοσθένη ακούμε το επίσης αυτονόητο για μια ευνομούμενη δημοκρατία: «…το βέλτιστον αεί, μη το ράστον άπαντας λέγειν»2.
- – Πλάτων Νόμοι , 732 a2. «Ούτε γαρ εαυτόν ούτε τα εαυτού χρη τον γε μέγαν άνδρα εσόμενο στέργειν, αλλά τα δίκαια εάντε παρ΄αυτώ εάντε παρ΄άλλω μάλλον πραττόμενα»
- – Δημοσθένης, «Περί των εν Χερρονήσω. 72
