Στιγμές ζωής της Κυριακής Πλαϊνάκη
Εκδόσεις Κάκτος
Αν με ρωτάς, μερικά βιβλία δεν τα διαβάζεις, απλά εισβάλλουν αθόρυβα μέσα σου, χωρίς εντυπωσιασμούς. Κι ύστερα, όταν κλείσεις την τελευταία σελίδα, νιώθεις πως άγγιξες κάτι από τη ζωή, όχι τη δική σου μόνο, αλλά και των άλλων. Το «Στιγμές ζωής» της Κυριακής Πλαϊνάκη είναι ένα τέτοιο βιβλίο. Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κάκτος. Μια συλλογή διηγημάτων που θυμίζει κουβέντες ανθρώπων σε παγκάκια, σε στάσεις λεωφορείου, σε νοσοκομεία, σε κουζίνες.
Είχα διαβάσει παλιότερα ξανά τη γραφή της. Ήξερα πως θα βρω απλότητα, αλλά και ουσία. Κι εδώ, κάθε μικρό κείμενο είναι ένα παράθυρο σε μια ψυχή. Η κυρία Πλαϊνάκη δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει. Δεν πλατειάζει. Δεν «φωνάζει». Γράφει λιτά, καθαρά, σχεδόν ψιθυριστά κι όμως οι ιστορίες της μένουν. Δεν υπάρχουν μεγάλες ανατροπές ή κορυφώσεις. Υπάρχει κάτι άλλο: η αλήθεια του κάθε ανθρώπου.
Διαβάζοντας το «Στιγμές ζωής», ένιωσα πως ταξίδεψα μέσα σε χιλιάδες μικρές ζωές που προσπέρασα χωρίς να τις κοιτάξω ποτέ. Μητέρες, γέροντες, άνθρωποι ερωτευμένοι, μοναχικοί, θυμωμένοι, στοχαστικοί. Κάθε ήρωας κουβαλάει κάτι από εμάς. Ή από κάποιον που γνωρίσαμε. Το βιβλίο δεν δίνει απαντήσεις. Απλώς πατάει απαλά πάνω σε ερωτήματα που όλοι κάποτε σκεφτήκαμε.
Οι «Στιγμές ζωής» είναι απ’ τις ιστορίες που δεν σε «καταναλώνουν» αλλά σου θυμίζουν πως τελικά, η ζωή είναι πράγματι ένα δώρο. Μικρό. Περαστικό. Αλλά γεμάτο στιγμές κι αντιφατικά συναισθήματα. Κι αν καταφέρουμε να τις δούμε -και να τις εκτιμήσουμε-, τότε έχουμε ζήσει.
Θα σ’ αγαπώ ό, τι κι αν γίνει της Debi Gliori
(Εκδόσεις Πατάκη | Εικονογράφηση: DebiGliori | Μετάφραση: Φίλιππος Μανδηλαράς)
Δεν ξέρω εσύ, αλλά εγώ δεν μεγάλωσα με βιβλία που μου έλεγαν ξεκάθαρα «σ’ αγαπάω». Όχι με λόγια. Ήταν βλέμματα, πράξεις, σιωπές. Όταν διάβασα το «Θα σ’ αγαπώ ό, τι κι αν γίνει», ένιωσα εκείνη τη φράση να λέγεται επιτέλους δυνατά. Χωρίς φόβο, χωρίς προϋποθέσεις. Κι όσο κι αν γράφει απ’ έξω «παιδικό», εγώ το διάβασα πρώτα για μένα.
Το «Θα σ’ αγαπώ ό, τι κι αν γίνει» της Debi Gliori, σε μετάφραση του Φίλιππου Μανδηλαρά και εικονογράφηση της ίδιας, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη. Είναι η ιστορία μιας μικρής αλεπούς που έχει μια μέρα δύσκολη, από εκείνες που όλα πάνε στραβά. Κι αρχίζει να φοβάται πως η αγάπη της μαμάς της ίσως έχει όρια. Ίσως κουραστεί. Ίσως φύγει. Και τότε ξεκινά μια κουβέντα: αληθινή, τρυφερή και καθόλου «γλυκανάλατη» για το τι σημαίνει να αγαπάς κάποιον ό, τι κι αν γίνει…
Δεν χρειάζεται πάντα να διδάξεις. Μερικές φορές, αρκεί να μείνεις εκεί και να πεις: «σ’ αγαπώ».
Καθώς το μικρό αλεπουδάκι μεταμορφώνεται φαντασιακά σε τίγρη, σε τέρας, σε πλάσμα «ανυπόφορο», η απάντηση της μαμάς του παραμένει σταθερή: θα σ’ αγαπώ ό, τι κι αν γίνει. Και κάπου εκεί αρχίζεις να αισθάνεσαι ότι το βιβλίο αυτό γράφτηκε για όλους εμάς, που κάποτε αναρωτηθήκαμε το ίδιο. Που κάναμε λάθη. Που θυμώσαμε. Που δεν ήμασταν οι «καλύτεροι εαυτοί μας». Και που χρειαζόμασταν να μας πουν πως, ναι, ακόμα και τότε, αξίζουμε αγάπη.
Αυτό που κάνει το «Θα σ’ αγαπώ ό, τι κι αν γίνει» να ξεχωρίζει, δεν είναι μόνο το περιεχόμενό του. Είναι ο τρόπος που λειτουργεί μέσα στην καθημερινότητα. Σαν εργαλείο. Σαν παυσίπονο. Σαν μικρή φράση-πυξίδα που μπορείς να πεις στο παιδί σου, όταν όλα μοιάζουν χαμένα. Είναι από εκείνα τα βιβλία που το παιδί θα σου φέρνει ξανά και ξανά. Κι εσύ θα χαμογελάς, γιατί θα ξέρεις γιατί.
Αγάπη δεν είναι να πεις «είμαι εδώ, όταν όλα πάνε καλά». Είναι να μείνεις κι όταν δεν πάνε.
Το «Θα σ’ αγαπώ ό, τι κι αν γίνει» δεν γράφτηκε για να εντυπωσιάσει. Γράφτηκε για να μείνει. Και αυτό το καταφέρνει, χωρίς να προσπαθήσει καθόλου. Είναι μια υπενθύμιση πως η αγάπη δεν χρειάζεται μεγάλα λόγια, χρειάζεται να είναι εκεί, παρούσα, σε κάθε «μα δεν ήμουν καλός σήμερα». Γιατί τελικά, αυτό χρειάζεται περισσότερο από όλα ένα παιδί. Να ξέρει πως ό, τι κι αν γίνει, θα συνεχίσεις να το αγαπάς.
Το γαλλικό μαγαζάκι με τα νυφικά της Jennifer Dupee
(Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα | Μετάφραση: Γιάννης Σπανδωνής)
Υπάρχουν βιβλία που δεν σου προσφέρουν αυτό που περίμενες κι αυτό τελικά γίνεται το δυνατό τους χαρτί. Όταν άνοιξα το «Το γαλλικό μαγαζάκι με τα νυφικά», περίμενα κάτι ανάλαφρο, λίγο ρομαντικό, λίγο αστείο, έναν καφέ με άρωμα βανίλιας. Κι όμως, μέσα στις σελίδες του βρήκα κάτι πιο βαθύ: μια γυναίκα που προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της, μέσα σε ένα προσωπικό χάος που δεν διορθώνεται με μπομπονιέρες. Συναισθήματα και φαντασία. Ανατροπές και δεύτερες ευκαιρίες.
Η Jennifer Dupee μας συστήνει τη Λαρίσα Περλ, μια γυναίκα στα σαράντα, που επιστρέφει στην παραθαλάσσια γενέτειρά της, στη Μασαχουσέτη, γεμάτη απώλειες και κούραση. Μόλις έχει χάσει τη δουλειά της, έχει χωρίσει και η μητέρα της παλεύει με την άνοια. Η ελληνική έκδοση του βιβλίου «Το γαλλικό μαγαζάκι με τα νυφικά» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα σε μετάφραση του Γιάννη Σπανδωνή.
Μερικά ψέματα λέγονται χωρίς πρόθεση. Κάποια άλλα, από ανάγκη.
Η Λαρίσα, σχεδόν από παρόρμηση, δοκιμάζει ένα νυφικό στη βιτρίνα ενός μαγαζιού. Κι από εκεί ξεκινά μια αλυσιδωτή αντίδραση. Ολόκληρη η πόλη νομίζει ότι ετοιμάζει γάμο. Κι εκείνη… δεν τους διορθώνει. Ίσως γιατί για λίγο, μέσα σε εκείνο το φόρεμα, ένιωσε ξανά ζωντανή. Το «Το γαλλικό μαγαζάκι με τα νυφικά» δεν είναι μια κλασική ρομαντική ιστορία. Είναι μια ιστορία ενηλικίωσης στην ενήλικη ζωή — εκεί που δεν έχεις άλλο χρόνο να αναβάλεις την αλήθεια.
Την ώρα που η πρωταγωνίστρια αντιμετωπίζει τόσες αλλαγές στη ζωή της, σ’ ένα μικρό μαγαζί με νυφικά γεννιέται μια ιστορία αγάπης, οικογενειακών δεσμών και εσωτερικής αναζήτησης.
Αυτό που κάνει να ξεχωρίζει το βιβλίο είναι ότι δεν εξιδανικεύει. Οι ήρωες είναι ατελείς, μπερδεμένοι, κάποιες στιγμές καθόλου συμπαθείς. Κι όμως, αυτή η αλήθεια τους είναι που σε κρατάει. Η Λαρίσα κάνει λάθη, κρύβεται, φέρεται εγωιστικά — μα δεν παύει να είναι ανθρώπινη. «Το γαλλικό μαγαζάκι με τα νυφικά» μιλά για το πένθος που δεν λέγεται, για την κόπωση της φροντίδας, για το παρελθόν που επιστρέφει, όταν έχεις ελάχιστη αντοχή να το αντιμετωπίσεις.
Δεν είναι κάθε ιστορία για να σε κάνει να χαμογελάσεις. Μερικές, σε κάνουν να νιώσεις λιγότερο μόνη.
Ο τόπος όπου διαδραματίζεται η ιστορία, μια μικρή παραθαλάσσια κοινότητα, λειτουργεί σαν καθρέφτης για όσα δεν ειπώθηκαν. Οι παλιές σχέσεις, οι φήμες, το γνώριμο σπίτι της θείας, όλα κουβαλούν τη μνήμη και το βάρος των επιλογών. «Το γαλλικό μαγαζάκι με τα νυφικά» επαναφέρει το ερώτημα: Μπορείς να ξαναρχίσεις, όταν δεν ξέρεις ποια είσαι πια;
Κλείνοντας το βιβλίο, δεν είχα ξεκαθαρίσει όλα μου τα συναισθήματα. Αλλά ένιωσα πως ήμουν δίπλα σε μια γυναίκα που προσπαθεί με άγαρμπες κινήσεις, με παύσεις, με δισταγμό. Κι αυτό ήταν πολύτιμο. Γιατί «Το γαλλικό μαγαζάκι με τα νυφικά» δεν προσποιείται πως είναι παραμύθι. Είναι ένα μικρό κομμάτι ζωής. Και αυτό του δίνει αλήθεια.
