Τα χρώματα της ευτυχίας – Sophie De Mullenheim
Κάποιες μέρες νιώθεις πως η ζωή τρέχει και σε αφήνει λίγο πίσω. Δεν είναι ότι πάει κάτι στραβά. Είναι απλώς που τίποτα δεν σε σταματάει να κοιτάξεις. Εκείνες τις μέρες εγώ, αντί για λύση, ψάχνω υπενθύμιση. Και κάπως έτσι βρέθηκε στα χέρια μου το «Τα χρώματα της ευτυχίας», ένα βιβλίο που δεν φωνάζει, δεν διεκδικεί, αλλά σε καλεί να σταθείς, όπως κάνεις μπροστά σε κάτι όμορφο που δεν θέλει εξήγηση.
Η ευτυχία δεν είναι συναίσθημα. Είναι συνήθεια.
Το βιβλίο είναι γραμμένο από τη Sophie De Mullenheim, σε ελληνική απόδοση της Πετρούλας Γαβριηλίδου και κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Δεσύλλα. Η όμορφη εικονογράφηση ανήκει στην Annick Masson. Απευθύνεται σε παιδιά από έξι ετών και πάνω, αλλά, αν με ρωτάς, το ηλικιακό κοινό ξεκινά από 6 και φτάνει… όσο χρειάζεται. Γιατί κι εμείς οι ενήλικες, πολλές φορές, ξεχνάμε να βλέπουμε.
Αν δεν σταθείς, δεν βλέπεις. Κι αν δεν βλέπεις, πώς να νιώσεις;
Ο μικρός Βίκτωρας περνά το καλοκαίρι του με τη γιαγιά του σ’ ένα σπίτι δίπλα στη θάλασσα. Φαινομενικά όλα είναι ήσυχα. Αλλά έρχεται μια μέρα που τίποτα δεν πάει όπως το ήθελε. Το πόδι του γδέρνεται, η ζωγραφιά του σκίζεται, του λείπουν οι γονείς του. Και τότε, η γιαγιά του δεν προσπαθεί να του «διορθώσει» τη μέρα. Αντίθετα, του δείχνει έναν τρόπο να την κοιτάξει αλλιώς. Ένα μυστικό για το πώς να θαυμάζει τα πάντα και πώς ν’ απολαμβάνει την κάθε στιγμή, ένα μυστικό που οδηγεί στην ευτυχία…
Μια γιαγιά δεν σου δίνει λύσεις. Σου δίνει ματιά.
Του χαρίζει μια παλιά φωτογραφική μηχανή και του λέει να θυμάται κάθε βράδυ τρία όμορφα πράγματα από τη μέρα του. Έτσι, σιγά σιγά, ο Βίκτωρας αρχίζει να παρατηρεί. Όχι με το μυαλό, αλλά με την καρδιά. Βλέπει το φως, τη λεπτομέρεια, τη στιγμή. Κι εγώ, που κρατούσα το βιβλίο, ένιωθα σαν να μου έδειχνε κι εμένα πώς να επιστρέψω σε εκείνη την ήρεμη, παιδική παρατήρηση που έχουμε χάσει.
Τα μικρά που βλέπεις, είναι τα μεγάλα που θυμάσαι.
«Τα χρώματα της ευτυχίας» δεν είναι απλώς μια τρυφερή ιστορία για παιδιά. Είναι μια γλυκιά υπενθύμιση για όλους, μικρούς και μεγάλους, πως η ευτυχία δεν έρχεται με φόρα. Έρχεται σιγά, απαλά, όταν της δώσεις χώρο. Δεν είναι στα κατορθώματα. Είναι στα βλέμματα. Στις σκιές. Στις σιωπές. Ένα παραμύθι για την ευγνωμοσύνη κι όσα θεωρούμε δεδομένα.
Δεν υπάρχει «τέλεια» μέρα. Υπάρχει μόνο η ματιά με την οποία τη βλέπεις.
Κλείνοντας το βιβλίο, το άφησα δίπλα μου, όπως αφήνεις κάτι ανοιχτό, ένα παράθυρο, μια αγκαλιά, μια ερώτηση. «Τα χρώματα της ευτυχίας» δεν είναι ένα ανάγνωσμα από αυτά που απλώς παρουσιάζεις. Είναι -όπως η ίδια η ζωή- μια συλλογή στιγμών ευτυχίας απ’ τα μικρά πράγματα. Είναι από εκείνα που σε παρουσιάζουν, εσένα στον εαυτό σου.
Οι Σύζυγοι – Holly Gramazio
«Οι Σύζυγοι» της Holly Gramazio, σε μετάφραση του Αύγουστου Κορτώ από τις Εκδόσεις Ψυχογιός, είναι ένα μυθιστόρημα με μια απλή αλλά εντυπωσιακά δελεαστική ιδέα: η πρωταγωνίστρια Λόρεν ανακαλύπτει πως η σοφίτα του σπιτιού της λειτουργεί ως πύλη που φέρνει συνεχώς νέους συζύγους, κάθε φορά που κάποιος ανεβαίνει για να αλλάξει μια λάμπα. Αυτή η παράδοξη κατάσταση φέρνει την ηρωίδα αντιμέτωπη με το ερώτημα: είναι τελικά καλό να έχεις αμέτρητες δεύτερες ευκαιρίες ή μήπως έτσι χάνεις τον αληθινό σου εαυτό;
Το «Οι Σύζυγοι» ακολουθεί τη Λόρεν καθώς περιηγείται ανάμεσα σε διαφορετικές εκδοχές της ζωής της με διαφορετικούς συζύγους. Με τον Κάρτερ, τον πρώτο που της ξύπνησε μια σπίθα, ταξιδεύει μέχρι το Ντένβερ για να τον συναντήσει ξανά, μόνο για να αντιμετωπίσει την απογοήτευση της πραγματικότητας. Με τον Μάικλ, τον «τέλειο» σύζυγο, βρίσκει την ιδανική ζωή μέχρι που πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στην τέλεια καθημερινότητα και μια αληθινή φιλία με τον Μποχάι, έναν άλλον άνθρωπο που βιώνει παρόμοια εμπειρία.
Παρά τις δυσκολίες που προκύπτουν από τη συνεχή εισαγωγή νέων χαρακτήρων, το τέλος του βιβλίου προσφέρει μια δυνατή κάθαρση, καθώς η πρωταγωνίστρια αποφασίζει να αποκόψει κάθε δυνατότητα νέας αλλαγής – συμβολίζοντας όλα όσα αφήνουμε πίσω για να προχωρήσουμε μπροστά. «Οι Σύζυγοι» μάς προκαλεί να αναρωτηθούμε πώς θα ήταν η ζωή μας αν μπορούσαμε να αλλάζουμε ό,τι δεν μας αρέσει με ένα κλικ, υπενθυμίζοντας παράλληλα πως κάθε επιλογή έχει το κόστος της, και αυτό ακριβώς είναι που κάνει τη ζωή μας πολύτιμη.
Η «Τρύπα στο ταβάνι» είναι μια υπενθύμιση: δεν είμαστε μόνο αυτό που φαίνεται
Αν έλεγα κάτι που μου έλειψε από το ανάγνωσμα, είναι ότι ορισμένα διηγήματα μου φάνηκαν σαν να κόπηκαν απότομα. Ήθελα να μείνω λίγο παραπάνω μαζί τους, να τους δώσω περισσότερο χώρο. Από την άλλη, ίσως κι αυτός να είναι ο ρόλος τους, να σε αφήνουν με ένα ερωτηματικό, ένα “και μετά;”. Να σε τραβούν πίσω για δεύτερη ανάγνωση. Και όντως, γύρισα ξανά σε τρεις-τέσσερις ιστορίες που με στρίμωξαν γλυκά.
Τα πιο δυνατά βιβλία είναι αυτά που σε κάνουν να νιώθεις λιγότερο μόνος.
Η «Τρύπα στο ταβάνι» δεν είναι κραυγή. Είναι μια εξομολογητική, χαμηλότονη, ανθρώπινη φωνή που φτάνει βαθιά. Δεν σου δείχνει τον δρόμο. Ανοίγει μια πόρτα και σου λέει: «μπες, αν θες». Εγώ μπήκα. Και βγήκα αλλιώς. Εσείς;
