Η επίσπευση της επίθεσης στις 7 Ιανουαρίου 1913
Η ιστορία μας ξεκινά με τη γενική επίθεση του ελληνικού στρατού της Ηπείρου που άρχισε τη Δευτέρα, 7 Ιανουαρίου 1913, ενάμιση μήνα πριν την απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Τις μέρες εκείνες ο στρατός είχε καθηλωθεί από τους Τούρκους, που ήταν οχυρωμένοι στο Μπιζάνι και σε άλλα υψώματα γύρω από την πόλη. Μετά το ξέσπασμα του πολέμου στις αρχές Οκτωβρίου 1912, ο ελληνικός τύπος είχε συχνά προδιαγράψει την επικείμενη κατάληψη των Ιωαννίνων «σε 2-3 μέρες». Ωστόσο, ο τουρκογιαννιώτης στρατηγός Εσάτ πασάς, ο αδελφός του Βεχήπ και τα τουρκικά στρατεύματα βαστούσαν, παρά τις στερήσεις από την πολιορκία.
Τη Δευτέρα 7 Ιανουαρίου ο αντιστράτηγος Κωνσταντίνος Σαπουντζάκης διέταξε τη γενική επίθεση. Για τους αναγνώστες των εφημερίδων της εποχής, ίσως και για τον αντίπαλο, το γεγονός αυτό αιφνιδίασε. Άρθρα στον τύπο τις προηγούμενες μέρες είχαν δώσει την εντύπωση πως από μέρα σε μέρα θα έφτανε ο διάδοχος Κωνσταντίνος για να αναλάβει εκείνος την αρχηγία του στρατού της Ηπείρου. Αντίστοιχα, τα δημοσιεύματα προανήγγειλαν την επικείμενη αναχώρηση και τη συνταξιοδότηση του γηραιού Σαπουντζάκη, ο οποίος είχε διατελέσει και καθηγητής του διαδόχου.
Δόθηκε έτσι η εντύπωση ότι ο ελληνικός στρατός θα έμενε ακέφαλος για μερικές μέρες, καθώς ο διάδοχος δεν είχε φτάσει ακόμη για να αναλάβει την αρχηγία, ενώ ο Σαπουντζάκης επρόκειτο να φύγει. Το πρωί της Κυριακής 6ης Ιανουαρίου, ο Σαπουντζάκης ανακοίνωσε στο στράτευμα την άμεση αναχώρησή του για την Αθήνα. Μπροστά από το στρατηγείο του, «δύο αὐτοκίνητα, μία κομψοτάτη λιμουζίνα διὰ τὸν Ἀρχηγόν καὶ ἕνα φορτηγόν διὰ τὰς ἀποσκευάς ἐπερίμεναν ἀπό τίς ὀκτώ τὸ πρωί» με την αναχώρηση προγραμματισμένη για τις δέκα. Στις έντεκα ανακοινώθηκε πως ο στρατηγός θα έφευγε στις δώδεκα, ενώ αργότερα η αναχώρηση του αναβλήθηκε για τις 3 μ.μ. Τέλος, στις 6 μ.μ. έγινε γνωστό ότι ο στρατηγός παρέμενε στη θέση του. Το επόμενο πρωί έγινε η γενική έφοδος.
Αργότερα αναφέρθηκε πως ίσως η αυτομόληση των σοφέρ, την οποία θα συζητήσουμε παρακάτω, ανάγκασε τον Σαπουντζάκη να αναβάλει την αναχώρησή του και να ξεκινήσει δύο μέρες νωρίτερα την προγραμματισμένη αντεπίθεση. Υπήρχε ο φόβος ότι οι πληροφορίες, που ίσως είχαν μεταφέρει οι σοφέρ στους Τούρκους για τις θέσεις και τις προθέσεις του ελληνικού στρατού, θα απέτρεπαν τον αιφνιδιασμό. Η επίθεση επρόκειτο αρχικά να γίνει την Τετάρτη 9 Ιανουαρίου.
Ίσως να υπήρχε και ένας ευγενής ανταγωνισμός ανάμεσα στον Σαπουντζάκη (1846-1931) και τον διάδοχο Κωνσταντίνο (1868-1923). Όσο κι αν σεβόταν τη βασιλική αυλή ο βετεράνος ρεθεμνιώτης στρατηγός, ίσως να βρήκε με την αυτομόληση των σοφέρ τη δικαιολογία για να επιτεθεί πριν φτάσει ο Κωνσταντίνος για να αποκομίσει ο ίδιος τις δάφνες μιας νίκης από την έφοδο που είχε προγραμματίσει. Όπως αποδείχθηκε ωστόσο, το στράτευμα δεν ήταν ακόμη έτοιμο και η έφοδος απέτυχε. Δεν βοήθησε και ο καιρός, αφού ξέσπασε σφοδρή θύελλα.
Η διαδρομή των σοφέρ
Τι ήταν όμως το επεισόδιο της «αυτομόλησης των σοφέρ» που ίσως επέσπευσε την έφοδο εκείνο τον Ιανουάριο του 1913;
Το απόγευμα του Σαββάτου 5 Ιανουαρίου, ένα φορτηγό αυτοκίνητο του ελληνικού στρατού ξεκίνησε από την Πρέβεζα με κατεύθυνση προς το μέτωπο με τον οδηγό και τον συνοδηγό του. Στις επτά και μισή το βράδυ οι δύο άνδρες έφτασαν στη Φιλιππιάδα, αφού είχαν διανύσει 40 χιλιόμετρα σε τρεις ώρες. Εκεί διατάχτηκαν να μεταφέρουν αμέσως πολεμοφόδια στις προφυλακές του ελληνικού στρατού στο μέτωπο. Υποθέτω πως η μεταφορά αυτή σχετιζόταν με την επικείμενη επίθεση.
Δεν είναι ξεκάθαρο τι κουβαλούσε το φορτηγό. Ορισμένα άρθρα στον τύπο της εποχής μιλούσαν για πυρομαχικά, ωστόσο στη δίκη των δύο αναφέρθηκαν και τρόφιμα.
Σύμφωνα με τις μεταγενέστερες μαρτυρίες, ο σοφέρ και ο συνοδηγός του, αφού αναχώρησαν από τη Φιλιππιάδα, έφτασαν στο Εμίν Αγά όπου και διανυκτέρευσαν. Κάλυψαν, δηλαδή, εκείνο το βράδυ άλλα 40 χιλιόμετρα με το φορτηγό (Εικόνα 1). Υποθέτω ότι χρειάστηκαν γύρω στις τέσσερεις ώρες για τη βουνίσια αυτή διαδρομή μέσα στη νύχτα, οπότε θα έφτασαν στο Εμίν Αγά γύρω στα μεσάνυχτα. Το πρωί της Κυριακής μπήκαν ξανά στο φορτηγό με σκοπό, όπως κατέθεσαν αργότερα, να κατευθυνθούν προς τις προφυλακές του ελληνικού στρατού.

Στη μετέπειτα ανάκριση και τη δίκη τους οι σοφέρ ανέφεραν ότι στο Εμίν Αγά έμαθαν πως η πρώτη γραμμή του ελληνικού στρατού απείχε μια ώρα, πράγμα που ήταν ακριβές. Πρόσθεσαν όμως ότι, μετά από οδήγηση μόλις 15 λεπτών, έπεσαν πάνω στις εμπροσθοφυλακές των Τούρκων και αιχμαλωτίστηκαν. Με δεδομένο ότι το φορτηγό κάλυπτε 13 χιλιόμετρα την ώρα, αυτό θα σήμαινε πως οι Τούρκοι βρίσκονταν σε απόσταση λιγότερη από 4 χιλιόμετρα από το Εμίν Αγά. Αυτό όμως είναι αναληθές, όπως μπορούμε άλλωστε να δούμε στον χάρτη. Επισημαίνω εδώ πως, για να φτάσει από το Εμίν Αγά στις τουρκικές γραμμές και μετά στα Γιάννενα, το φορτηγό πέρασε από την Κανέτα. Δεν ήταν οι δρόμοι όπως σήμερα όπου αν κάποιος ξεκινήσει από το Εμίν Αγά μετά από 13 χιλιόμετρα θα έχει φτάσει στο Μπιζάνι (Εικόνα 2).

Εξαιτίας αυτής της «παρεξήγησης», σύμφωνα πάντα με τη μαρτυρία τους, οι σοφέρ βρέθηκαν ξαφνικά αντιμέτωποι με τις τουρκικές εμπροσθοφυλακές. Ισχυρίσθηκαν ότι στον δρόμο δεν συνάντησαν ελληνικά στρατεύματα, ούτε άκουσαν την ελληνική εμπροσθοφυλακή όταν αυτή τους προειδοποίησε ότι μπαίνουν στη «νεκρή» ζώνη ανάμεσα στους δύο στρατούς. Ακόμα και στη ζώνη αυτή, η οποία είχε πλάτος 3,5 χιλιόμετρα, οι σοφέρ είχαν θεωρητικά τη δυνατότητα να αντιληφθούν το σφάλμα τους και να επιστρέψουν στις ελληνικές γραμμές.
Άλλοι μάρτυρες, ωστόσο, κατέθεσαν στη δίκη πως οι σοφέρ είχαν περάσει από διάφορα σημεία ελέγχου στα οποία έδωσαν αντιφατικές δικαιολογίες για το φορτίο και την κατεύθυνσή τους. Κοιτάζοντας τον χάρτη, παρατηρούμε πως από το Εμίν Αγά ως το μέτωπο, ο δρόμος διασχίζει στενές χαράδρες και περάσματα. Αποκλείεται στα σημεία αυτά ο ελληνικός στρατός να μην είχε φυλάκια.
Αφού αιχμαλωτίστηκαν από τους Τούρκους, οι σοφέρ ανακρίθηκαν από τον ίδιο τον Βεχήπ Μπέη, τον τουρκογιαννιώτη διοικητή του πυροβολικού στο Μπιζάνι και αδελφό του αρχηγού των τουρκικών δυνάμεων Εσάτ Πασά. Ο πατέρας τους Αχμέτ Βεχήπ (ο «Χαλαστής») είχε διατελέσει για ένα πολύ σύντομο διάστημα δήμαρχος της πόλης των Ιωαννίνων το 1893.
Αν και γράφτηκαν τότε και άλλες εκδοχές, το πιθανότερο είναι ότι, μετά την ανάκρισή τους, οι δύο σοφέρ παρέμειναν κρατούμενοι των Τούρκων. Μετά τα Θεοφάνια μεταφέρθηκαν στο Χάνι στο Δελβινάκι και δύο μέρες αργότερα στο Αργυρόκαστρο όπου και τους βρήκε ο ελληνικός στρατός δύο μήνες αργότερα.
Η σύλληψη και η δίκη
Ο ελληνικός στρατός κατέλαβε το Αργυρόκαστρο στις 3 Μαρτίου 1913, λίγες μέρες μετά την Απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Μαζί με τους εκατοντάδες τούρκους στρατιώτες, που αιχμαλώτισε στην περιοχή, ο στρατός βρήκε επίσης εκεί τους δύο σοφέρ. Κατά μία εκδοχή, οι δύο άνδρες ήταν φυλακισμένοι των Τούρκων μαζί με άλλους έλληνες στρατιώτες. Όταν οι Τούρκοι εγκατέλειπαν την πόλη, δόθηκε στους σοφέρ η επιλογή να φύγουν μαζί τους ή να παραμείνουν στην πόλη. Περιμένοντας ίσως μια ήπια ποινή, αυτοί προτίμησαν να μείνουν και να παραδοθούν στον ελληνικό στρατό. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, οι δύο άνδρες παρέμειναν μεν στο Αργυρόκαστρο, ωστόσο δεν παραδόθηκαν με δική τους πρωτοβουλία αλλά πιάστηκαν.
Όπως και αν έχει, μετά τη σύλληψή τους, οι δύο οδηγήθηκαν στα Γιάννενα και φυλακίστηκαν στο Κάστρο. Το κτήριο της φυλακής, το οποίο κατεδαφίστηκε μερικά χρόνια μετά την Απελευθέρωση, βρισκόταν δίπλα στην πύλη του Ιτς Καλέ πάνω από τη λίμνη (Εικόνες 3, 4).

Στον τύπο της εποχής περιγράφεται η κράτησή τους στα Γιάννενα: «Ἀμφότεροι οἱ αὐτόμολοι φυλάσσονται αὐστηρῶς. Ἡ καταδίκη ἦτο ἐκ τῶν προτέρων γνωστὴ, καθ’ ὅσον οἱ κατηγορούμενοι ἐπεβαρύνοντο ὑπὸ διαφόρων μαρτύρων, διὰ τοῦτο ἡ ἐπ΄αὐτῶν ἐπίβλεψις ἦτο αὐστηροτάτη μὴ ἐπιτρεπομένης τῆς παραμικρᾶς ἐπικοινωνίας τούτων μετ΄οὐδενός. Πάντοτε ἐφυλάσσοντο σιδηροδέσμιοι διὰ μιᾶς πέδης, οὔτω ἐκοιμῶντο, οὔτω δὲ ἐξυρίσθησαν τὴν πρὸ τῆς δίκης ἡμέραν».
Η δίκη τους έγινε στα Γιάννενα την Πέμπτη 2 Μαΐου, 1913. Στις σχετικές αναφορές βλέπουμε ότι τα ονόματά τους ήταν Γεώργιος Γκογκάκης και Λεωνίδας Κατραπατζίδης. Ο Γκογκάκης περιγράφεται σαν λαλίστατος στη διάρκεια της δίκης, ενώ ο βοηθός του Κατραπατζίδης παρέμενε σιωπηλός.
Είχαν προηγηθεί, αμέσως μετά τη σύλληψή τους, άρθρα στα οποία ο Γκογκάκης αναφερόταν ως ένας Κερκυραίος που είχε εργαστεί πριν τον πόλεμο σαν σοφέρ Τούρκων αξιωματούχων στην Αίγυπτο. Με την κήρυξη του πολέμου και την επιστράτευση, ο Γκογκάκης κατευθύνθηκε πρώτα στην Αθήνα και μετά στην Πρέβεζα, όπου έφτασε την 1η Ιανουαρίου. Αναφέρθηκε επίσης στον τύπο ότι στην Αλεξάνδρεια ο Γκογκάκης είχε εργαστεί σαν σοφέρ για τον κυπριακής καταγωγής πρώην (και μετέπειτα) Μεγάλο Βεζίρη Κιαμήλ Πασά, ενώ στην Αθήνα υπηρέτησε για ένα σύντομο διάστημα στα τέλη του 1912 σαν σοφέρ του υπουργού Εξωτερικών Λάμπρου Κορομηλά. Αν και λίγοι στρατιωτικοί ήταν εκπαιδευμένοι τότε σαν σοφέρ, αφού τα αυτοκίνητα οχήματα ήταν σχετικά καινούργια, μου φαίνεται περισσότερο σαν δημοσιογραφική εφεύρεση το να είχε ο ίδιος άνδρας υπηρετήσει σαν σοφέρ τον Κιαμήλ Πασά και τον Κορομηλά.
Για τον βοηθό του Γκογκάκη, τον Κατραπατζίδη, τα άρθρα αναφέρουν πως αυτός καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη και μιλούσε την τουρκική γλώσσα. Βέβαια, αν και αυτό δεν αναφέρθηκε στα άρθρα της εποχής, αν ο Γκογκάκης είχε διατελέσει σοφέρ στην Αλεξάνδρεια του μετέπειτα Μεγάλου Βεζίρη, τότε εννοείται πως και αυτός γνώριζε την τουρκική γλώσσα, όπως άλλωστε και πολλοί άλλοι «ετερόχθονες» Έλληνες τότε.
Για να δικαιολογήσουν το γεγονός ότι οδήγησαν το φορτηγό από το Εμίν Αγά στις Τουρκικές γραμμές, οι σοφέρ επανέλαβαν τη θεωρία της «παρεξήγησης» στην απόσταση: «’Επίσης ἰσχυρίσθη ὅτι ἀπό Ἐμὶν Ἀγᾶ μέχρι τῶν ἰδικῶν μας προφυλακῶν οὐδένα συνήντησε καὶ οὐδεὶς τὸν ἠμπόδισεν, ἐνῶ τοὐναντίον ἀπεδείχθησαν διὰ σωρείας μαρτυριῶν τὰ ἐξῆς: Ὅτι εἰς Ἐμὶν Ἀγᾶ ἦτο στρατιὰ ὁλόκληρος, εἰς Κανέταν ὑπῆρχον 12 τοπομαχικὰ πυροβόλα καὶ οἱ ἁνάλογοι πυροβοληταὶ μετά 400 περίπου ἵππων, περαιτέρω εἰς Χάνι Φτελιᾶς ὑπῆρχον ἕτεροι 300 στρατιῶται μετ’ ἰσαρίθμων ἵππων καὶ ἔτι περαιτέρω εἰς Χάνι Φιονάτα εἰς τὴν ἀρχὴν πλέον τῆς πεδιάδος ὑπῆρχον πεδιναὶ πυροβολαρχίαι μετὰ πλήθους πυροβολητῶν καὶ ἵππων. Ὅταν καθ’ὁδὸν ἠρωτᾶτο ἀπὸ τῶν διαφόρων σκοπῶν περί τοῦ σκοποῦ δι’ ὅν μετέβαινε διαρκῶς ἐψεύδετο διότι εἰς μὲν τοὺς πεζοὺς ἔλεγεν, ὅτι μετέφερεν ὀβίδας εἰς τὰς εἰς Φουὰτ πεδινὰς πυροβολαρχίας εἰς δὲ τοὺς πυροβολητὰς ὅτι μετέφερεν ἄρτον εἰς τὰς προφυλακάς μας. Ὅταν εἶχον φθάσει ἐγγὺς τῶν προφυλακῶν συνήντησαν περί τοὺς 300 ἵππους λελυμένους οἱ δὲ ἐκεῖ εὐρισκόμενοι σκοποὶ στεντορείως τοὺς ἐφώναζον Ἄλτ! καὶ διὰ σχημάτων τούς διέτασσον νὰ σταματήσωσιν ἀλλ’αὐτοὶ οὐδὲν κατὰ τὸ λέγειν των, ἤκουσαν, ὅταν δὲ διῆλθον καὶ τοὺς τελευταίους σκοπούς μας καὶ εὐρέθησαν πλέον εἰς ἀνοικτὴν πεδιάδα ἀνέπτυξαν ὅλην τὴν ταχύτηταν τοῦ αὐτοκινήτου καὶ ἐξηφανίσθησαν».
Χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, το Στρατοδικείο καταδίκασε τους δύο άνδρες σε θάνατο. Η εκτέλεσή τους έγινε δύο μέρες αργότερα, το απόγευμα του Σαββάτου 4 Μαΐου.
Η εκτέλεση στο Κάστρο
Φτάνουμε τώρα σε ένα επεισόδιο, το οποίο έλαβε χώρα σε γνώριμα για τους αναγνώστες μέρη, μέσα στο Κάστρο των Ιωαννίνων. Όλοι μας έχουμε αντικρίσει την πύλη στο Ιτς Καλέ, τα ερείπια από τον πύργο του Βοημούνδου, αλλά και τον ανοιχτό χώρο μπροστά από το εντυπωσιακό μουσείο Αργυροτεχνίας. Λίγοι ωστόσο θα γνωρίζουν ότι κοντά στα μέρη αυτά τουφεκίστηκαν οι δύο σοφέρ.
Στις αναφορές από εκείνη τη μέρα και στις σχετικές φωτογραφίες βλέπουμε ότι η μέρα εκείνη ήταν ηλιόλουστη και δροσερή. «Ἀπὸ πρωίας οὗτοι ἀπεμονώθησαν εἰς σκοτεινὸν δωμάτιον μέχρι δὲ τῆς 10 ½ οὐδὲν ἐγνώριζον περὶ τοῦ ἐπικειμένου τέλους των. Διαταγῆ τοῦ Β. Ἐπιτρόπου τὸ φρουραχεῖον ἐφρόντισε περὶ τῆς ἀποστολῆς καταλλήλου ἱερέως ὅπως συντροφεύσῃ τούτους κατά τὰς τελευταίας στιγμάς των καὶ τοὺς παραμυθήσῃ, ὁ δὲ Ἐπίσκοπος Δωδώνης ἐξελέξατο τὸν ἱερέα τοῦ Ἀρχιμανδρείου Παπασταῦρον, ὅστις εὑρίσκεται ἐν τῆ φυλακῆ ἀπὸ τῆς 11ης ὤρας». Με τη θέλησή τους, ο ιερέας επρόκειτο να «τοὺς ἐξομολογήσει καὶ τοὺς κοινωνήσῃ τῶν ἀχράντων μυστυρίων» [με ορθογραφικό λάθος στο σημείο αυτό στην παλιά εφημερίδα].
«’Αμφότεροι οἱ κατάδικοι μετέλαβον μετὰ ποιᾶς τινος κατανύξεως, διαμαρτυρόμενοι ταὐτοχρόνως διὰ τὴν ἀθωότητά των».
Σύμφωνα με τις δημοσιογραφικές αναφορές της εποχής, ένας αξιωματικός της χωροφυλακής μπήκε στο κελί τους γύρω στις 2 μ.μ. και τους «ανήγγειλε τον σκοπό της επίσκεψης του».
Αφού γνωρίζουμε την ημερομηνία και την τοποθεσία, μπορούμε από τις σκιές του ήλιου στη φωτογραφία να επαληθεύσουμε ότι η πένθιμη συνοδεία βγήκε από τις φυλακές λίγο μετά τις 2:30μμ. «Ἐν τῶ μεταξὺ ὁ ἱερεὺς ἐφόρεσε τὸ πετραχήλιον ἐνῶ πρὸ αὐτοῦ ὁ νεωκόρος τῆς ἐκκληρίας ἐκράτει τὸν Σταυρὸν καὶ ἕν θυμιατόν».
Μια ακόμη ανατριχιαστική λεπτομέρεια της πομπής αυτής είναι το γεγονός ότι ο ιερέας έψελνε την νεκρώσιμο ακολουθία, την οποία συνήθως ακούμε μετά τον θάνατο κάποιου και όχι αμέσως πριν: «Μετὰ πνευμάτων δικαίων τετελειωμένων, τὴν ψυχὴν τοῦ δούλου σου, Σῶτερ, ἀνάπαυσον, φυλάττων αὐτὴν εἰς τὴν μακαρίαν ζωήν, τὴν παρά σοί, φιλάνθρωπε». (Εικόνα 5)

Από τις δημοσιογραφικές πηγές της εποχής και τις φωτογραφίες, που δημοσιεύτηκαν στην αθηναϊκή εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ, συμπεραίνω ότι η εκτέλεση των σοφέρ έγινε κοντά στην πύλη του Ιτς Καλέ, μπροστά στο τείχος του παλιού Κάστρου. Την περιοχή αυτή καλύπτουν σήμερα οικίες και η οδός Κυρά Βασιλικής. Ο ανοιχτός τότε χώρος βρισκόταν 200 περίπου μέτρα από τις φυλακές (Εικόνα 6). Στην άλλη μεριά του τείχους βρίσκονται σήμερα το προαύλιο του μουσείου της Αργυροτεχνίας και ο πύργος του Βοημούνδου.

Πριν τη μεταφορά των καταδικασμένων, δύο λόχοι πεζικού και ένα τμήμα της κρητικής χωροφυλακής «ρυθμικῶς βαδίζοντες» κατευθύνθηκαν προς τον τόπο της εκτέλεσης «πλήθους πολλοῦ ἀκολουθοῦντος».
Για την εκτέλεση είχε επιλεγεί ένας ευρύς χώρος «κοντά στις φυλακές και μέσα στο φρούριο». Εκεί συγκεντρώθηκαν οι στρατιώτες και οι χωροφύλακες και πίσω τους «ἤρχισεν εἰσβάλλον τὸ ἀναμένον ἔξωθι τοῦ φρουρίου πλῆθος, ἐνῶ τὰ πέριξ τοῦ φρουρίου ὐψώματα ἀπὸ ἐνωρίς εἶχον καταληφθῆ ὑπὸ κόσμου ἀμφοτέρων τῶν φύλων».
Στη μέση του πλήθους σχηματίστηκε «ἕν μέγα Π εἰς τὸ ἄνοιγμα τοῦ ὁποίου καὶ πρὸς τὸ μέρος τοῦ τείχους τοῦ φρουρίου ἐπρόκειτο να τοποθετηθοῦν οἰ κατάδικοι εἰς απόστασιν 10 βημάτων ἀπό τῶν σκοπευτῶν». Στην ίδια περιοχή ένας δεκανέας νοσοκόμος είχε οδηγήσει νωρίτερα και ένα δίτροχο κάρο καλυμμένο με «ἡμιακάθαρτον πλατὺ ὕφασμα» κάτω από το οποίο υπήρχαν τα φέρετρα «ἐντὸς τῶν ὁποίων θὰ ἐτοποθετοῦντο μετ’ὀλίγον οἱ ζῶντες ἤδη νεκροί».
Ακολούθησε από τον υπογραμματέα του Στρατοδικείου η ανάγνωση της καταδικαστικής απόφασης «μέσω νεκρικής σιγής». Μετά την ανάγνωση, «ὁ ἐπικεφαλῆς τοῦ στρατοῦ ἀξιωματικὸς ἀποτεινόμενος πρὸς τοὺς καταδίκους λέγει προς αὐτοὺς, ὅτι τοὺς καθαιρεῖ έν ὀνόματι τοῦ Βασιλέως ὡς ἀναξίους νὰ φέρωσι το Ἑλληνικὸν στέμμα. Καὶ ἀμέσως προχωρεῖ εἷς λοχίας ὅστις ἀποκόπτει τὸ στέμμα ἐκ τοῦ πηληκίου των καὶ τὰ κομβία» (Εικόνα 7).

Μετά την καθαίρεσή τους από τον στρατό, οι δύο μελλοθάνατοι κλήθηκαν να απολογηθούν αν ήθελαν. Σύμφωνα με την αναφορά της πατρινής εφημερίδας ΝΕΟΛΟΓΟΣ, ψύχραιμος ο Γκογκάκης ανέφερε προς το πλήθος τα εξής: «Ἀδελφοὶ, φονευόμεθα ἀδίκως ὥς ο Βασιλεὺς Γεώργιος [ο οποίος είχε δολοφονηθεί δύο μήνες πριν στη Θεσσαλονίκη]. Τοιουτοτρόπως ἀμείβονται οἱ προσελθόντες ὅπως ὑπηρετήσωσι τὴν πατρίδα των. Καὶ τοῦτο γίνεται ὁπως καλυφθῶσι τὰ λάθη μερικῶν ἀνωτέρων ἀξιωματικῶν».
Σύμφωνα με την εφημερίδα, κάποιος από το πλήθος φώναξε «Εἰσθε προδόται». Ο Γκογκάκης επιχείρησε να απαντήσει, αλλά παρενέβη ο Βασιλικός Επίτροπος λέγοντας στο πλήθος «Ὁ Θεὸς ἄς τοὺς συγχωρήσῃ». Ο Κατραπατζίδης παρέμεινε σιωπηλός, όπως είχε κάνει και κατά τη σύλληψη και τη δίκη του.
Φτάνουμε λοιπόν στην τραγική στιγμή του τουφεκισμού τους. Παρόμοιες εκτελέσεις αναλάμβαναν συνήθως οι συνάδελφοι των καταδικασθέντων. Όμως, επειδή το σώμα των σοφέρ ήταν άοπλο, αποφασίστηκε ο τουφεκισμός να γίνει από οκτώ λοχίες, οκτώ δεκανείς και οκτώ στρατιώτες, σε δύο δωδεκαμελή εκτελεστικά αποσπάσματα, ένα για τον κάθε κατάδικο.
«’Αμφότεροι οἱ κατάδικοι ἵσταντο ὄρθιοι, ὁπότε παρεμβὰς ἀξιωματικὸς τοὺς διατάσσει νὰ γονυπετήσωσι ὅ καὶ ἔπραξαν. Τότε ἠρωτήθησαν οὖτοι ἄν ἤθελον νὰ κλείσωσι τοὺς ὀφθαλμούς των ἀλλ’ ἠρνήθησαν ἀπολύτως νὰ δεχθῶσι τοῦτο διὸ καὶ ἀφέθησαν ἔχοντες τὸ πρόσωπον πρὸς τοὺς σκοπευτάς».
«Δὲν παρῆλθον ἤ ὀλίγαι στιγμαὶ καὶ ὁ ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ ἀποσπάσματος διέταξεν αὐτὸ, “ἐπὶ σκοπὸν” μὲ ἕν δὲ ταχὺ κίνημα αὐτοῦ ὁμοβροντία πυροβολισμῶν διέσχισε τὸν ἀέρα ἐνῶ ταὐτοχρόνως δύο σώματα ὡσεὶ κεραυνόπληκτα ἔπεσαν ταὐτοχρόνως πρὸς τὰ ἐμπρὸς ἀναίσθητα» (Εικόνα 8).

Ενώ «ρίγος διέτρεξε τὰ πέριξ πλήθη», ο Βασιλικός Επίτροπος αναφώνησε «Κύριοι, η Δικαιοσύνη της Πατρίδος μας εθριάμβευσε. Ζήτω η Πατρίς! Ζήτω η Δικαιοσύνη.»
Οι νεκροί τοποθετήθηκαν στα φέρετρα και ακολούθησε παρέλαση του σώματος των σοφέρ και μιας στρατιωτικής παράταξης. Η τελετή δεν κράτησε παρά μισή μόνο ώρα, και μετά το αμάξι μετέφερε τις σωρούς του Γκαγκάκη και του Κοντραπανάκη «εἰς τὸν τόπον τῆς ταφῆς ἄνευ ἱερέως».
Έτσι τελείωσε αυτό το λυπηρό επεισόδιο στο Κάστρο των Ιωαννίνων. Από τις αναφορές της εποχής, δεν μάθαμε τι ακριβώς μετέφεραν οι δύο άνδρες, ή ποιες συγκεκριμένες πληροφορίες έδωσαν στους Τούρκους.
Διαβάζοντας όλα αυτά με την άνεσή μας στο γραφειάκι ή το σαλονάκι μας, φαντάζει βαριά η ποινή του θανάτου με τόσο λίγα στοιχεία. Όμως, σε συνθήκες πολέμου όπου κάθε πράξη μπορεί να σημαίνει τη ζωή ή τον θάνατο συμπολεμιστών, τα κριτήρια αλλάζουν. Μοιάζει βιαστική πάντως η εκδίκαση της ζωής δύο ανθρώπων μέσα σε λίγες ώρες και η άμεση εκτέλεση τους λίγες μόνο ώρες αργότερα χωρίς τη δυνατότητα έφεσης.
Τρεις μέρες αργότερα, σε μια πολύ πιο ευχάριστη εκδήλωση, τα Γιάννενα υποδέχτηκαν τον διάδοχο Γεώργιο ο οποίος περιόδευσε εκείνες τις μέρες στην βόρειο Ήπειρο (βλ. άρθρο Η Δεύτερη Υποδοχή του Διαδόχου στα Ιωάννινα το 1913, ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝ 12 Φεβρουαρίου 2022).
ΠΗΓΕΣ: Τα κείμενα στην καθαρεύουσα, που παρουσιάστηκαν εδώ, προέρχονται από άρθρα στην εφημερίδα ΝΕΟΛΟΓΟΣ Πατρών του 1913. Οι φωτογραφίες από την εκτέλεση δημοσιεύτηκαν τον Μάιο του 1913 στην αθηναϊκή εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ. Άλλες πηγές ήταν η εφημερίδες ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ (Αθήνα), ΕΜΠΡΟΣ (Αθήνα), ΣΚΡΙΠ (Αθήνα), ΝΕΑ ΗΜΕΡΑ (Τεργέστη), ΚΑΙΡΟΙ (Αθήνα), και ΑΜΑΛΘΕΙΑ (Σμύρνη) στο ψηφιακό αρχείο εφημερίδων της Βουλής.
