Η άτυπη ψυχική ασθένεια, με την οποία θα μπορούσε να διαγνωστεί η σημερινή ελληνική κοινωνία (με συλλογικά συμπτώματα και επεισόδια, καταγεγραμμένα σε ειδησεογραφία, αστυνομικά δελτία και σόσιαλ μίντια) είναι η σχιζοφρένεια. Η απαρχή της ψυχικής νόσου βρίσκεται στο double bind, μεταφρασμένο στα ελληνικά ως «διπλός δεσμός». Καθώς το υποκείμενο μεγαλώνει, λαμβάνει από το περιβάλλον του και κυρίως από τα σημαντικά πρόσωπα αναφοράς, που συμπίπτουν με τα πρόσωπα άτυπης εξουσίας στη ζωή του (μαμά, μπαμπάς, δάσκαλοι, καθηγητές κ.λπ.) μηνύματα που το ένα ακυρώνει το άλλο, με αποτέλεσμα ό,τι κι αν κάνει να του γεννά στρες και ενοχή. Είναι lose lose κατάσταση. Σταδιακά η επαφή του με την πραγματικότητα (ακόμη κι αυτή που δεν αμφισβητείται από την αντίφαση των μηνυμάτων που λαμβάνει) γίνεται επώδυνη, η καταφυγή σε μια άλλη φαίνεται να είναι η μόνη λύση, για να κατευνάσει όλα τα αρνητικά συναισθήματα που έχουν γεννηθεί.
Ένα τυπικό παράδειγμα double bind (του αντιφατικού μηνύματος, που το πρόσωπο αναφοράς -εν προκειμένω το πολιτικό προσωπικό της χώρας- στέλνει συστηματικά στο υποκείμενο -εν προκειμένω οι έλληνες πολίτες- με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να έχει ξεκάθαρη εικόνα της πραγματικότητας και των επιταγών της και να μην μπορεί συνεπώς να δράσει), είναι η ιστορία με το περιβόητο «ντου» αστυνομικών σε δύο σινεμά της πρωτεύουσας, όπου προβαλλόταν η ταινία Joker. Δύο υπάλληλοι του ΥΠΠΟ επέδειξαν υπερβάλλοντα ζήλο (πρώτη σύγκρουση με τα όσα έως τώρα γνώριζε το υποκείμενο) στην εκπλήρωση των καθηκόντων τους και καθ’ υπέρβαση του ωραρίου τους (δεύτερη σύγκρουση) προχώρησαν σε καταγγελία για παράβαση του νόμου περί καταλληλότητας ταινιών (τρίτη και φαρμακερή). Να πούμε ασφαλώς ότι είναι κοινός τόπος (μην κοιτάτε που δεν το πολυλένε) ότι καμία από τις παραπάνω συγκρούσεις δεν θα λάμβαναν χώρα αν οι εργαζόμενες είχαν προϊστάμενο προηγούμενου κυβερνητικού σχήματος, ακόμη κι αν αυτοβούλως ενήργησαν. Αυτό που πληρώνει η σημερινή προϊσταμένη τους (και η τρέχουσα κυβέρνηση) είναι η γενικότερη εντύπωση, που έχει καλλιεργηθεί -όχι βέβαια από τη μετριοπαθή πτέρυγά της, αλλά από την άλλη που κοιτά τέρμα δεξιά- ότι τελειώσανε τα ψέματα, θα εφαρμοστούν όλοι οι νόμοι μέχρι τελείας, δεν θα υπάρξει ανοχή σε καμία μορφή παράβασης, βαδίζουμε πίσω ολοταχώς στην κανονικότητα.
Αλλά, ας επιστρέψουμε στον ασθενή. Ενώ, λοιπόν, το υποκείμενο προσπαθεί να διαχειριστεί τα καινούρια μηνύματα, που λαμβάνει και να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα που αυτά διαμορφώνουν, υπουργός του τρέχοντος κυβερνητικού σχήματος, επιφορτισμένος με την προστασία του πολίτη και της δημόσιας τάξης, ανακοινώνει στα σόσιαλ μίντια ότι θα πάει να δει την ταινία με τον ανήλικο γιο του (θα παρανομήσει, δηλαδή). Το υποκείμενο καλείται για χιλιοστή φορά να ερμηνεύσει τα αντικρουόμενα μηνύματα, έτσι ώστε να αναγνωρίσει ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος, χωρίς να αναπτύξει αισθήματα ενοχής και έντονου στρες. Αδύνατο. Η μόνη επιλογή, που έχει, είναι η απραξία και η συστηματική σχάση από την έντονα συγκρουσιακή πραγματικότητα.
Πέρα από την πλάκα
Πέρα από την περιπαικτική διάθεση, που διατρέχει αυτόν τον σχολιασμό, οφείλουμε να πούμε ότι αυτή η απίθανη ιστορία με την απομάκρυνση ανηλίκων από τις κινηματογραφικές αίθουσες και την παραπομπή των κηδεμόνων τους στη δικαιοσύνη εξελίχθηκε ουσιαστικά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα ΜΜΕ έπαιρναν την πληροφορία κυρίως από αναρτήσεις, τα γεγονότα έφταναν στον καθένα συγκεχυμένα, αποσπασματικά και μονόπατα, ανάλογα με τη γενικότερη πολιτική στάση και θέση του μέσου, στο οποίο διάβαζε την είδηση και την εξέλιξή της. Προσθέστε στην κλιμακούμενη διαδικτυακή κρίση του Σαββατοκύριακου και την ιστορία με την ονοματοδοσία μιας αίθουσας του θεάτρου Rex (ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού αποφάσισε να την ονομάσει «Ελένη Παπαδάκη», για να τιμήσει τη μεγάλη και σπουδαία ηθοποιό, προκαλώντας την αντίδραση του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, καθώς φαίνεται ότι ακόμη τη λογαριάζουν για δωσίλογο). Τις πρώτες ώρες επικρατούσε ένα εμφυλιοπολεμικό μπάχαλο, στη διάρκεια του οποίου φτιάχτηκαν πρόχειρα χαρακώματα, όπλα παραδόθηκαν στη Βάρκιζα, οι δεξιοί επέστρεψαν να πέσουν να μας φάνε, εν ολίγοις ζήσαμε τα… Οκτωβριανά, μην σας πούμε ότι κάπου πήρε το μάτι μας και τον Άρη Βελουχιώτη καβάλα στ’ άλογο. Χαμός. Αχρείαστος, ανεδαφικός, αναχρονιστικός, παιδαριώδης.
Εντελώς άστοχη (σχεδόν φαρισαϊκή) η καταγγελία για την παρουσία ανηλίκων στην προβολή της ταινίας Joker. Κάναμε σαν να μην ξέρουμε σε τι και με πόση ευκολία έχουν πρόσβαση τα σημερινά 15χρονα. Σαν τις οικογένειες που τα μέλη τους «πλακώνονται» όλη μέρα και βρίζονται, αλλά δεν επιτρέπεται την ώρα του μεσημεριανού φαγητού να σηκωθούν από το τραπέζι χωρίς άδεια. Double bind; Φυσικά.
Εντελώς αστεία η αναγωγή στη δεξιά της δεκαετίας του ’60 και τις τιμωρίες των τεντιμπόηδων. Ζούνε ακόμη οι γονείς μας, δεν είναι κακό να τους ρωτάμε πού και πού πώς ήταν πραγματικά η κοινωνική ζωή στην εποχή τους, πόση ήταν η καταπίεση που δέχονταν πρωτίστως από γονείς και σχολείο, πόσο περιορισμένοι ήταν οι ορίζοντές τους, πόσους νεκρούς ή εξορισμένους μετρούσε κάθε σπίτι, πόση ελευθερία να εκφράζεται και να λέει ό,τι του κατέβει στο κεφάλι αναλογούσε σε καθένα.
Εν κατακλείδι, μπουκώσαμε από πολιτικές σκοπιμότητες και εργαλειοποιήσεις το περασμένο Σαββατοκύριακο, γράψαμε κι εμείς (μην μας πουν τίποτε απολιτίκ και δεν έχουμε μούτρα να βγούμε στη γειτονιά) όποιο τσιτάτο σύνθημα ξέραμε από τα γεννοφάσκια μας ως τώρα. Ωραίο το απόφθεγμα «ο λαός που ξεχνά την ιστορία του είναι καταδικασμένος να την επαναλάβει», αλλά κι αυτή η επανάληψη κάθε φορά που έχουμε ένα deja vu (από μια εποχή που όλο και λιγότεροι έχουμε ζήσει) μας καταδικάζει στην απραξία και την ακινησία. Και υποτίθεται ότι οι λαοί πρέπει να προχωρούν μπροστά, με συντροφιά τις μνήμες τους και την ιστορία τους, αλλά με οδηγό την εμπειρία, τη γνώση και την υγεία (μέσα – έξω).
