filosofikos stoxasmos orizontios
Απόψεις

Η αξία του φιλοσοφικού στοχασμού σήμερα

Γράφει ο Αναστάσης Παναγιωταρόπουλος.

«ὁ δὲ ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ»1

Σε μια εποχή που η κριτική σκέψη βρίσκεται σε κρίση μέσα στον κυκεώνα των ψηφιακών πληροφοριών, ο λόγος της  Φιλοσοφίας, τίμιε αναγνώστη μου, επιμένει να είναι ένας αέναος βαθύς συλλογισμός πάνω στα θεμελιώδη ερωτήματα της πολιτικο-κοινωνικής ύπαρξής μας. Σημαίνει ότι προσλαμβάνουμε τα άμεσα δεδομένα της αισθητικής μας εμπειρίας κατά τρόπο που τα κρίνουμε ανάγοντάς τα στη σφαίρα της προβληματικής που τους αξίζει. Φιλοσοφώντας αντιμετωπίζουμε το βίο μου ως ένα ζητούμενο που προβάλλεται ενώπιον μας μέσα στην κοινωνική αλληλεπίδραση. Το φιλοσοφικό πρόβλημα έχει τις ρίζες του στα ερωτήματα και είναι το λογικό απότοκο μιας διάθεσης ενδελεχών ερευνών και το αναγκαίο αλλά ανεπαρκές καύσιμο της πνευματικής διαδρομής. Ανεπαρκές επειδή πρέπει να θέσουμε τα ερωτήματα ορθά, δηλαδή με τον κατάλληλο τρόπο ώστε να λειτουργούν ως χαραμάδες, ώστε να μπορούμε να δούμε κάπου αλλού. Ως ανοίγματα προς το φως, φτιάχνοντας παράθυρα εκεί που δεν φανερώνεται παρά τοίχος. Χρειάζεται μια δοκιμασμένη λογική μέθοδος από τους έμπειρους φιλοσόφους της ιστορίας του πνεύματος. Να ενσκήψουμε στις πηγές της αποταμιευμένης γνώσης. Χωρίς την ορθά διατυπωμένη ερώτηση δεν είναι δυνατόν να κατορθωθεί ένα γνήσιο φιλοσοφικό πρόβλημα. Τα ερωτήματα/απορίες λειτουργούν ως φορείς προβληματισμών και τότε μόνο μπορεί να πραγματωθεί το μεγάλο στοίχημα της παραίτησης από όλα τα δεδομένα, τα οποία θα καταφέρουμε να κρίνουμε ως ένα σύνολο προκαταλήψεων. Αυτά με μια κίνηση ριζικής ανατροπής, τα εξοβελίζουμε. Η συνείδηση ανακαινίζεται μεταβάλλοντας όλη την ύπαρξη. Μια κάθαρση των ανώφελων «ιδεών-εικόνων». Λοιπόν ο κινητήριος μοχλός θα είναι το γνησίως ορθό φιλοσοφικό ερώτημα, ανοίγοντάς μας έτσι σε μια νέα μορφή αναδιαμορφωμένης κοινωνικής ύπαρξης. Βιώνουμε δηλαδή διά του στοχασμού μια ριζική αναθεώρηση των όρων της. Υιοθετούμε, επομένως, μια άλλη στάση ζωής όντας αντιστεκόμενοι στη συνήθεια που πολλές φορές είναι πιο δυνατή από τον κριτικό λόγο.

Παιδιόθεν τόσο οι γονείς όσο και οι δάσκαλοι χάραξαν στην κοινωνική αντίληψή μας ένα είδος πρόσληψης της εμπειρίας κρατώντας την υποκειμενική μας κρίση δέσμια απέναντι στην αλήθεια και έτσι συρρικνώνοντας ή εξαλείφοντάς την. Ονομάζεται  προκατάληψη και τρέφεται από τη μισαλλοδοξία, καθιστώντας την υποκειμενική μας κρίση ανίκανη να συλλογιστεί ερευνώντας τόσο τα καθημερινά γεγονότα όσο τα διαχρονικά ζητήματα της αδιαλείπτως στοχαστικής διάνοιας, τα οποία διψούν όχι τόσο για απαντήσεις όσο για νέα ερωτήματα. Οι προκαταλήψεις ως απατηλές ιδέες φαίνεται να συνθέτουν το συνηθισμένο εαυτό μας που οι άλλοι, ως μια ήδη διαμορφωμένη κοινωνία, ανεξάρτητη από την βούλησή μας, έχουν καθορίσει τις δικές μας προσλαμβάνουσες προσδιορίζοντας τις ηθικές και αισθητικές μας πράξεις. Συγκρουόμαστε λοιπόν δημιουργικά με τον προκατειλημμένο εαυτό μας. Αυτο-σκηνοθετούμε την ζωή μας ως ρέκτες της υπέρβασης των ορίων και της δοκιμασίας των πνευματικών αντοχών μας.

Το πάθος λοιπόν που κατατρύχει το φιλόσοφο να αντιστέκεται σθεναρά εναντίον πάσας μορφής ανεπίγνωστης και δελεαστικής δύναμης, που προωθεί τις πρωτόγονες επιθυμίες είτε της υποταγής είτε της εξουσίας, συνιστά ένα είδος εξεζητημένης πνευματικής άθλησης, ήτοι άθλου. Παλεύει να είναι μετριοπαθής. Το ενστικτώδες ζώο που κρύβουμε στον περίπλοκο ψυχισμό της φυσικής ύπαρξης είναι εκεί ζωντανό και κάνει τα αδύνατα δυνατά για να μας ακινητοποιήσει. Ο πρωτόγονος αυτός φόβος μας καθηλώνει με τρόπο που δεν μπορούμε να αλλάξουμε την προοπτική θέασης του εαυτού μας. Όμως με την κατάλληλη αισθητική παιδεία, βήμα βήμα το πάθος της αναζήτησης της σοφίας αναζωπυρώνεται. «Σοφίαν ζήτει, φιλόσοφος γίνου και μελέτει το παν» είναι μερικά από τα 147 Δελφικά παραγγέλματα ή Πυθίας γράμματα των Επτά Σοφών της ελληνικής αρχαιότητας. Ο Πίνδαρος τα θεωρούσε ως θεϊκούς οδοδείκτες στο μονοπάτι της αρετής. Τούτα προσδιορίζουν την επίμοχθη δραστηριότητα του έργου της φιλοσοφίας. Είναι το εκρηκτικό ρήγμα μέσα στη συνείδηση και τότε επέρχεται ένας ωφέλιμος διχασμός στο πνεύμα. Υπερβαίνει τις αντίρροπες ψυχικές δυνάμεις και επιλέγει την κατάλληλη οδό, σαν άλλος Ηρακλής στο σταυροδρόμι της αρετής και της κακίας. Εδώ αναδύονται τα ορθά ερωτήματα. Αφού, δίχως τις ορθά διατυπωμένες απορίες η φιλοσοφία δεν υφίσταται ως πραγματική πνευματική δραστηριότητα εμφορούμενη τις εγγενείς ποιητικές της σημασίες. Έτσι όριζε την φιλοσοφία ο περιπλανώμενος στην Αθηναϊκή αγορά σοφός, Σωκράτης, ως την αρχή του θαυμάζειν. Δηλαδή να νιώθεις την έκπληξη της σχέσης σου με τον κόσμο της φυσικής και ηθικής σου εμπειρίας με τρόπο τέτοιο που να τον προσλαμβάνεις ως μια διανοητική ανακάλυψη.  Και τότε μονάχα αξίζει να ομολογήσουμε με χαρά ότι όντως αισθανόμαστε κατειλημμένοι από μια μυστήρια και γι’ αυτό ανερμήνευτη ηδονή μιας ιαματικής για τα πάθη της ψυχής πληρότητας.

Αντί επιλόγου

Αυτό είναι το πανηγύρι μιας άλκιμης βαθιάς σκέψης ενός στοχαστικού υποκειμένου που προσανατολίζεται προς ένα νέο μονοπάτι ελευθερίας ως αίτημα ολόκληρης της ύπαρξής του. Αυτή η ηδονή του στοχασμού εγκαινιάζει ένα νέο κόσμο διευρυμένης εμπειρίας με αίσθημα προσωπικής ευθύνης. Διευρύνεται ο ορίζοντας του πνεύματος και μαζί τα όρια της αισθητικής αντίληψής μας. Ένας διάλογος με τον βαθύ εαυτό μας φανερώνεται με την μορφή του δώρου: να αντιμετωπίζουμε την περιβάλλουσα ζωή και πρωτίστως εξαρχής εμάς τους ίδιους ως έργα μιας πνευματικής αυτο-σκηνοθεσίας και τότε μόνο σύμπασα η φυσική και η κοινωνική πραγματικότητα θα έχει τη σημασία του της έκπληξης, του οντολογικού θαυμασμού. Δηλαδή της αίσθησης του μυστηρίου, το οποίο ο πειθήνιος τεχνοκρατικός άνθρωπος των σύγχρονων ψηφιακών μεγαλουπόλεων  αναζητά απεγνωσμένα. Ο ανιδιοτελής λοιπόν έρως για τη σοφία γίνεται το αντίδοτο και το αντίβαρο στην παθογόνα πολυπλοκότητά του αλγοριθμικού κόσμου της «τεχνητής νοημοσύνης».

1.- Έτσι αποκρίνεται ο Αθηναίος σοφός Σωκράτης στην Απολογία του Πλάτωνος(38a 5-6).