Το τελευταίο νομοσχέδιο του Υπουργείου Εργασίας, που είχε τον τίτλο «Δίκαιη Εργασία για Όλους», δεν έκρυβε καμία δικαιοσύνη, πίσω από τον σκόπιμα παραπλανητικό αυτό τίτλο.
Ο ψηφισμένος νόμος πλέον καθιερώνει τη νομιμοποίηση της εξάντλησης, τη θεσμοθέτηση της 13ωρης εργασίας, την αποδόμηση του 8ώρου και των συλλογικών συμβάσεων. Είναι ένας νόμος που παρουσιάσθηκε ως «εκσυγχρονισμός», αλλά στην πραγματικότητα επιστρέφει τους εργαζόμενους έναν αιώνα πίσω, αφού επιτρέπει απασχόληση έως 13 ώρες ημερησίως στον ίδιο εργοδότη και διευθέτηση του χρόνου εργασίας σε εβδομαδιαία ή ετήσια βάση. Αυτό δεν είναι ελευθερία επιλογής, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση. Σε μια σχέση εξαρτημένης εργασίας, όπου ο εργοδότης κρατά όλη την εξουσία, η «συναίνεση» του εργαζομένου είναι ψευδής και εξαναγκασμένη. Η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου το διατύπωσε ρητά: ο εργαζόμενος δεν μπορεί ουσιαστικά να ασκήσει το δικαίωμά του να αρνηθεί επιπλέον εργασία, γιατί κινδυνεύει να χάσει τη δουλειά του.
Η κυβέρνηση διαφημίζει ότι «κατοχυρώνει προστασία από την απόλυση», αλλά η ίδια, με την ανάληψη της εξουσίας, έχει καταργήσει τον βάσιμο λόγο απόλυσης. Όταν ο εργοδότης μπορεί να επικαλεστεί οποιονδήποτε προσχηματικό λόγο, αυτό δεν είναι εγγύηση, είναι προσβολή στη νοημοσύνη των εργαζομένων.
Ο νόμος αυτός διαλύει κάθε έννοια προσωπικής και οικογενειακής ζωής. Κατακερματίζει την άδεια, επιτρέπει προσέλευση έως 2 ώρες μετά το δηλωμένο ωράριο, μονές σημάνσεις στην ψηφιακή κάρτα και fast track συμβάσεις 48 ωρών. Οι εργαζόμενοι μετατρέπονται σε «εργαζόμενους σε αναμονή», που περιμένουν ένα μήνυμα στο κινητό για να μάθουν αν αύριο θα δουλέψουν και με ποιους όρους. Κι όλα αυτά την ώρα που, μελέτη του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ δείχνει ότι το 2025 το 74% των εργαζομένων δηλώνουν ότι γυρίζουν εξαντλημένοι από τη δουλειά τους, το 87% λένε ότι εργάζονται σε συνθήκες άγχους και το 47% εργάζονται καθημερινά σε συνθήκες σωματικής καταπόνησης. Αυτή είναι η ποιότητα της εργασίας στην Ελλάδα του 2025.
Χαρακτηριστικές ήταν και οι δηλώσεις της προέδρου των Επιθεωρητών Ασφάλειας και Υγείας, που είπε ότι η επέκταση του ωραρίου σε 13 ώρες οδηγεί σε εργασιακή εξουθένωση και σωματικές και ψυχικές παθήσεις, ενώ η υπηρεσία της διαθέτει το μισό προσωπικό από το προβλεπόμενο (σε κάθε επιθεωρητή αναλογούν πάνω από 1.500 επιχειρήσεις και 10.000 εργαζόμενοι), με αποτέλεσμα να είναι αδύνατος ο έλεγχος.
Η Υπουργός Εργασίας κα Κεραμέως, εκτός του ότι ψευδώς παρουσίασε στοιχεία ότι οι εργαζόμενοι ζητούν περισσότερες ώρες, καθώς και έκτη και έβδομη μέρα εργασίας, παρουσίασε και τις ρυθμίσεις για προσαυξήσεις νυχτερινών, υπερωριών και αργιών χωρίς ασφαλιστικές εισφορές ως «κίνητρο». Είναι όμως παγίδα, καθώς οι υπερωρίες γίνονται φθηνότερες για τον εργοδότη, αλλά μειώνουν τη σύνταξη του εργαζόμενου. Αν η κυβέρνηση ήθελε πραγματικά να στηρίξει το εισόδημα, θα αύξανε ουσιαστικά τον κατώτατο μισθό και θα ενίσχυε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Αντί γι’ αυτό, όμως, αφαιρεί αρμοδιότητες από τους κοινωνικούς εταίρους, περιορίζει τον ρόλο του ΟΜΕΔ και κάνει τον καθορισμό του μισθού κυβερνητική απόφαση. Αυτό σημαίνει τέλος στη συλλογική αυτονομία.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, η ΓΣΕΕ, η ΑΔΕΔΥ, τα Εργατικά Κέντρα και οι Ομοσπονδίες ζήτησαν την άμεση απόσυρση του νομοσχεδίου, τονίζοντας πως ο νόμος πλέον αυτός μετατρέπει τον εργαζόμενο του 21ου αιώνα σε εργάτη χωρίς δικαιώματα και χωρίς ζωή. Οι κινητοποιήσεις και οι απεργίες ήταν η φωνή μιας κοινωνίας που βλέπει την καθημερινότητά της να γίνεται πιο δύσκολη. Την ώρα που η ακρίβεια καλπάζει (το ρεύμα είναι 9 φορές πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και τα ενοίκια τρεις φορές πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο), με το μέσο πραγματικό εισόδημα (σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ) να είναι το δεύτερο χειρότερο στην Ε.Ε. (με τους πραγματικούς μισθούς μειωμένους κατά 30% σε σχέση με 15 χρόνια πριν), η κυβέρνηση επιβάλλει πολυεργασία και εξαντλητικά ωράρια, ενώ γνωρίζει καλά ότι οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα ήδη εργάζονται τις περισσότερες ώρες σε όλη την Ευρώπη. Κι αυτό συμβαίνει τη στιγμή που η χώρα μας κατέχει το ρεκόρ σε ποσοστό εργαζομένων που δουλεύουν πάνω από 45 ώρες και το ευρωπαϊκό ρεκόρ σε ποσοστό εργαζομένων που δουλεύουν πάνω από 50 ώρες εβδομαδιαίως.
Την ώρα που τα Συνδικάτα ζητούν 7ωρο – 5ήμερο – 35ωρο, επαναφορά 13ου και 14ου μισθού, ουσιαστικές αυξήσεις στις αποδοχές, κατάργηση της εισφοράς 2%, συλλογικές συμβάσεις, μόνιμη και σταθερή δουλειά για όλους και κατάργηση του Νέου Πειθαρχικού Δικαίου, που ποινικοποιεί τη διαφωνία και την κινητοποίηση των δημοσίων υπαλλήλων, ο Πρωθυπουργός εξήγγειλε στη ΔΕΘ μια μικρή μείωση φορολογικού συντελεστή 2%, δηλαδή 100 με 200 ευρώ τον χρόνο , ψίχουλα μπροστά στο κύμα ακρίβειας, ενεργειακού κόστους και άδικης φορολογίας.
Η κα Κεραμέως, με ξεχωριστό πάθος επιχείρησε να εμφανίσει το μαύρο άσπρο. Προσπάθησε να πείσει ότι το 13ωρο είναι «εθελοντικό», ότι οι ατομικές συμφωνίες είναι «προοδευτικές», ότι η ψηφιακή κάρτα είναι «εγγύηση». Έχει την τεχνογνωσία από τα προηγούμενα χαρτοφυλάκιά της στις μισές αλήθειες και την αντιστροφή της πραγματικότητας.
Με την ψήφιση του νόμου αυτού, διεκδικεί επάξια να αναγορευθεί σε πρωθιέρεια του Νεοθατσερισμού στην Ελλάδα, ως άρπαγας των κοινωνικών κατακτήσεων (που κατακτήθηκαν με πολλούς και δύσκολους αγώνες). Στην πραγματικότητα, νομιμοποιεί την υπερεκμετάλλευση και την εργασιακή ανασφάλεια, τη στιγμή που η Ευρώπη συζητά το 4ήμερο και τη μείωση του χρόνου εργασίας. Η Ελλάδα, το 2025, γίνεται πρωταθλήτρια στις ώρες δουλειάς και ουραγός στους μισθούς, κάτω ακόμη και από τη Βουλγαρία.
Ως Νέα Αριστερά, υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα στη σταθερή, αξιοπρεπή εργασία και λέμε ξεκάθαρα:
- Όχι στο 13ωρο – αντίθετα, προοπτική για 7ωρο-5ήμερο-35ωρο.
- Επαναφορά του βάσιμου λόγου απόλυσης.
- Ενίσχυση της Επιθεώρησης Εργασίας με προσωπικό και μέσα.
- Επαναφορά συλλογικών συμβάσεων και ουσιαστικού ρόλου της ΓΣΕΕ και του ΟΜΕΔ.
- Πραγματικές αυξήσεις μισθών και όχι προεκλογικά επικοινωνιακά τεχνάσματα.
- Πολιτικές για συμφιλίωση εργασίας και ζωής, στήριξη μητρότητας και φροντίδας.
Διότι, η εργασία δεν είναι «κόστος». Είναι αξιοπρέπεια, ελευθερία, χρόνος ζωής. Ο νόμος αυτός αποδυναμώνει τον εργαζόμενο, παγιδεύει την αγορά εργασίας και είναι βαθιά άδικος. Στεκόμαστε στο πλευρό της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας της μάχιμης εργασίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αξιοπρέπειας. Γιατί η Ελλάδα του 21ου αιώνα δεν χρειάζεται εργαζόμενους εξαντλημένους, φοβισμένους και ανασφαλείς. Χρειάζεται ανθρώπους ελεύθερους, προστατευμένους, με δικαιώματα και ζωή.
Αυτό είναι το δίκαιο. Και αυτό θα συνεχίσουμε να υπερασπιζόμαστε. Απέναντι στην πολιτική που διαλύει τις ζωές μας, η μόνη απάντηση είναι η συλλογικότητα και ο αγώνας για την ανατροπή αυτής της πολιτικής και της κυβέρνησης.
