Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η ανάπτυξη της αιολικής ενέργειας στην Ήπειρο, δίνοντάς έμφαση στα χερσαία αιολικά πάρκα, επεκτείνεται σε ανθρωπογεωγραφικούς χώρους που εμφανίζουν ιδιαίτερη περιβαλλοντική, πολιτισμική και αναπτυξιακή φυσιογνωμία.
Τέτοιο χώροι εντοπίζονται, κατά κύριο λόγο στους ορεινούς όγκους της και η επιλογή αυτών από τους φορείς των αιολικών έργων δεν είναι τυχαία. Οι περιοχές αυτές εντοπίζουν σημαντικά πλεονεκτήματα, τα οποία θα μπορούσαν να εκφραστούν μέσα από τη γενικότερη απομόνωση που χαρακτηρίζει τις περιοχές αυτές. Το σημαντικό αιολικό δυναμικό που εντοπίζεται στα υψηλά υψόμετρα των οροπεδίων, σε συνδυασμό με την έλλειψή οργανωμένης παραγωγικής δραστηριότητάς και της απόστασης από μεγαλύτερους ή μικρότερους οικισμούς, τα καθιστά ιδανικούς υποψήφιους. Ακόμη, ειδικά στην περίπτωση του Δήμου Μετσόβου, τα προτεινόμενα αιολικά εμφανίζουν μια είδους χωρική συγκέντρωση σε σημεία που προσεγγίζουν την εγκαταστημένη γραμμή υψηλής τάσης του ΔΕΔΔΗΕ που εξυπηρετεί τη λειτουργία του υδροηλεκτρικού σταθμού Αώου.
Θα μπορούσαν να ειπωθούν ακόμη περισσότερα για τους λόγους που οι περιοχές αυτές αποτελούν ελκυστικές επιλογές για τα αιολικά πάρκα, κατά την άποψη μου, όμως, τρεις είναι οι βασικοί λόγοι που ωθούν αυτή την τάση. Ο πρώτος σχετίζεται με τον κορεσμό των περιοχών που έχουν χαρακτηριστεί ως ΠΑΠ (Περιοχές Αιολικής Προτεραιότητάς), όπως αυτές ορίζονται και αποτυπώνονται από το ισχύον Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασµού και Αειφόρου Ανάπτυξης (ΕΠΧΣΑΑ) για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ). Ο δεύτερος σχετίζεται με την ευελιξία που παρέχει η παρούσα περιβαλλοντική νομοθεσία, η οποία δεν εμποδίζει την ανάπτυξη αιολικών έργων σε περιοχές χαρακτηρισμένες ως NATURA, Εθνικά Πάρκα, Ζώνες Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ) κ.ά., ιδιαίτερα στην περίπτωση όπου αυτές δεν εντάσσονται σε κάποια ζώνη απολύτου προστασίας. Ο τρίτος λόγος σχετίζεται με την απουσία ενός θεσμικού πλαισίου που θα ενδυναμώνει τη συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών στον σχεδιασμό των ανανεώσιμων έργων μέσω αυτού που βιβλιογραφικά αποκαλείται συμμετοχικός σχεδιασμός. Για την ακρίβεια, το ισχύον θεσμικό πλαίσιο προβλέπει τη συμμετοχή τους ως γνωμοδότες, στο πλαίσιο αξιολόγησης της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) των έργων, χωρίς ωστόσο αυτές να είναι νομικά δεσμευτικές προς αυτούς που θα αποφασίσουν για την έγκρισή τους.
Τα αποτελέσματα αυτής της πρακτικής έχουν εκφραστεί κατά καιρούς με ποικίλους τρόπους και έχουν καταγραφεί από τον τοπικό και εθνικό τύπο. Το πρόβλημα, ωστόσο, διατηρείται και όχι άδικα. Η εκδήλωση αντιδράσεων για αναπτυξιακά έργα που προκαλείται από τον αποκλεισμό των τοπικών κοινωνιών στη συζήτηση για το σχεδιασμό τους, το οποίο περιγράφεται και από τον ξεπερασμένο πλέον όρο NIMBY (Not in My Back Yard), πρέπει να αντιμετωπιστεί ουσιαστικά από τον νομοθέτη. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να υπάρξει αναδιάρθρωση στον τρόπο με τον οποίο λαμβάνονται οι αποφάσεις. Κάτι τέτοιο μπορεί να πραγματοποιηθεί με την αναστροφή της top-down μορφής περιβαλλοντικής αδειοδότησης προς ένα μοντέλο με έναν bottom-up προσανατολισμό. Οι Δήμοι και οι Περιφέρειες πρέπει να ενδυναμωθούν και να αποκτήσουν ισχυρό λόγο στον σχεδιασμό των αιολικών έργων στην επικράτειά τους και να αναβαθμιστεί ο ρόλος τους σε διαχειριστές των έργων από απλούς παρατηρητές που η ισχύουσα νομοθεσία τους έχει καταστήσει.
Η ενδυνάμωση αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί σε διαφορετικά επίπεδα. Πρώτον, είναι αναγκαίο να καταρτισθούν ενεργειακοί χάρτες, σε επίπεδο Δημοτικών και Περιφερειακών Ενοτήτων, που θα εντοπίζουν τις περιοχές καταλληλότητας των αιολικών έργων. Για τη σύνταξή τους και την επικύρωσή τους θα έχει προηγηθεί δημόσια διαβούλευση με τους εμπλεκόμενους φορείς και κύρια τους πολίτες. Επιπρόσθετα, η αξιολόγηση των περιοχών καταλληλότητας δε θα πρέπει να περιοριστεί μόνο χωρικά. Θα πρέπει να πραγματοποιηθεί και η οικονομική τους αξιολόγηση με τη χρήση οικονομικών δεικτών (i.e. NPV, IRR, LCoE. WACC κ.α.) ακόμη και με τη χρήση παραδοσιακών μοντέλων αξιολόγησης οικονομικών επενδύσεων (i.e. Monte Carlo Simulation). Δεύτερον, οι φορείς των έργων θα πρέπει να διαβουλεύονται, με τη συμμετοχή των Δήμων και Περιφερειών, από τα πρώτα στάδια σχεδιασμού του έργου μέχρι και την τελική πρόταση, το οποίο να είναι νομικά δεσμευτικό. Είναι αδιανόητο οι φορείς των έργων να μην έχουν την παραμικρή επαφή με τις περιοχές που προτείνουν για την εγκατάσταση των επενδύσεών τους. Τρίτον, κρίνεται περισσότερο από αναγκαίο να επικαιροποιηθεί το ΕΠΧΣΑΑ για τις ΑΠΕ, το οποίο δεν είναι σε θέση πλέον να επιτελέσει τον ρόλο του. Ο σχεδιασμός των αιολικών έργων αποτελεί μία από τις πιο διαδεδομένες μορφές πολυκριτιριακού σχεδιασμού ο οποίος εξελίσσεται δυναμικά, έτσι ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τα νέα δεδομένα που προκύπτουν. Το νομοθέτημα αυτό καταρτίσθηκε πριν από 12, περίπου, χρόνια και από τότε πολλά έχουν αλλάξει, αρχής εξαρχής η τεχνολογία και το μέγεθος των ανεμογεννητριών, καθώς επίσης και η διαθεσιμότητά των περιοχών εγκατάστασης νέων έργων. Τέταρτον, κρίνεται αναγκαία η προκαταρκτική αξιολόγηση των ΜΠΕ προτού δοθούν προς κοινοποίηση. Ένα κρίσιμο στοιχείο προς αξιολόγηση θα πρέπει να είναι η επιστημονική τεκμηρίωση των όσων περιγράφονται σε επίπεδο βιβλιογραφίας, αφού δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις λογοκλοπής. Πέμπτο, κρίνεται αναγκαίο περισσότερο από ποτέ να αλλάξει το ισχύον θεσμικό πλαίσιο που προβλέπει τη δημόσια διαβούλευση των έργων. Η διαβούλευση δεν μπορεί να αφορά μόνο την περιβαλλοντική τους αδειοδότησης (η οποία αποτελεί το τελευταίο στάδιο πριν την εγκατάσταση τους), αλλά το σύνολο των διαδικασιών που συμβάλλουν στην ωρίμανση των έργων (περιβαλλοντική, οικονομική, τεχνική, κοινωνική).
Εν κατακλείδι, αυτό που πρέπει να αναγνωρισθεί ως βασικό πρόβλημα, είναι η απουσία δημόσιου διαλόγου και η ενσωμάτωση των τοπικών κοινωνιών στο σχεδιασμό των ενεργειακών έργων. Αυτό είναι το κλειδί που θα διασφαλίσει τον σχεδιασμό τους σε περιοχές όπου πραγματικά μπορούν να τα φιλοξενήσουν. Ο εντοπισμός και η επιλογή τους αποτελεί αντικείμενο πολυκριτηριακού σχεδιασμού, όπου το ζητούμενο είναι να επιτευχθεί ο συγκερασμός των απόψεων και θέσεων αυτών που συμμετέχουν στον σχεδιασμό, συμπεριλαμβανομένων των τοπικών κοινωνιών, και αυτός να εκφραστεί χωρικά. Κάτι τέτοιο είναι βέβαιο πως θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη σε τοπικό επίπεδο και θα οδηγήσει στην ανάπτυξη έργων που θα χαίρουν κοινωνικής αποδοχής.
