Ροκ Σταρ, ποιος είναι ο Ροκ Σταρ εσείς ή ο Σάλιντζερ;
Η ψωνάρα ο συγγραφέας, θα πει αυτός που δεν θα διαβάσει το βιβλίο μου, και θα δει εμένα στο εξώφυλλο της βιτρίνας. Ή σε αυτή τη συνέντευξη, και θα σταθεί μόνο στη φωτογραφία, Αλεξανδρούπολη 1969, η αφεντιά μου. Ο συγγραφέας Τζέι Ντι Σάλιντζερ θα αναφωνήσει αυτός που θα αγοράσει το βιβλίο και από την πρώτη ως και την τελευταία σελίδα θα τον βλέπει να εμφανίζεται και εξαφανίζεται. Ο μύθος των αμερικάνικων γραμμάτων, που συμπρωταγωνιστεί. Να τα μιλάμε παρέα ή να χανόμαστε, να ξαναβρισκόμαστε να μαλώνουμε, να διαφωνούμε και μετά πάλι να φιλιώνουμε! Όπως συμβαίνει σε κάθε παθολογική σχέση ή εξάρτηση με έναν άνθρωπο που τον θεωρείς δικό σου -μέσα το βιβλίο, άλλωστε, είναι γεμάτο και με φωτογραφίες ενθύμια της σχέσης μου με τον Σάλιντζερ. Και τον Ίγκι Ποπ, τους Ramones, την Ντέμπορα Χάρι, κοίτα προσεκτικά! Τη βλέπεις να στέκει πίσω μου εκεί στο εξώφυλλο τη σέξι πριγκιπέσσα των Blondie; Λοιπόν και να το πάρει το ποτάμι, ή μάλλον η λίμνη σας: παρά το ότι το «Ροκ Σταρ» δεν είναι αστυνομικό μυθιστόρημα, η απάντηση στην ερώτησή σου κατατίθεται στην τελευταία σελίδα. Κι έτσι για το σασπένς, αφού σε λίγες μέρες έρχομαι για την παρουσίασή του στα Γιάννενα, όσοι θα παραστούν, θα το ακούσουν που θα μαρτυρήσω ποιος είναι ο αληθινός Ροκ Σταρ, υπομονή!
Η ιδέα για ένα τέτοιο βιβλίο πώς προέκυψε;
Who wants flowers when you’re dead; Τέλη του 2018, σχεδόν παραμονή Χριστουγέννων, και διάβαζα στην Athens Voice πως το 2019, που κάλπαζε με φόρα, θα έκλειναν 100 χρόνια από τη γέννηση του πιο αγαπημένου μου συγγραφέα, που έγραψε τον «Φύλακα στη Σίκαλη». Το βιβλίο που, όταν τον πρωτοδιάβασα στην Ξάνθη του 1978, μικράκι έφηβος ετών 14, με έλιωσε ο άτιμος ο ήρωάς του ο Χόλντεν Κώλφηλντ. Στο ίδιο άρθρο έγραφε πως και την επόμενη χρονιά, το 2020, πάλι θα γιορτάζαμε οι φανατικοί του τον Σάλιντζερ και θα ανοίγαμε σαμπάνιες: παρά το ότι ο Σάλιντζερ πέθανε το 2010, θα κυκλοφορήσουν τότε δυο αδημοσίευτα μυθιστορήματά του, που τα κρατούσε κλειδωμένα στο συρτάρι. Γιατί είχε βάλει όρο στη διαθήκη του να βγουν δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του -μια ζωή στην κόντρα ήταν ο Σάλιντζερ με το σύμπαν αλλά και πιο πολύ με τον εαυτό του. Σκέφτηκα τότε πως ήρθε μάλλον η στιγμή για το μυθιστόρημά μου, που μέσα του θα εμπεριείχε όλη τη ζωή του Σάλιντζερ, του Χόλντεν Κώλφηλντ αλλά και ταυτόχρονα τη ζωή μου μαζί τους, που μια ζωή εμένα αυτοί ήταν οι δυο ήταν οι πυξίδες μου. Τα άστρα μου τα φωτεινά, για να τα ψέλνω και χριστουγεννιάτικα! Χωρίς να το πολυσκεφτώ, μια ζωή με άγνοια κινδύνου αλλά και παιδική αφέλεια, έστειλα ένα μέιλ στη μεταφράστρια του «Φύλακα», την κυρία Τζένη Μαστοράκη, που το 2014 ξαναμετέφρασε το βιβλίο διαλέγοντας ως καινούργιο τίτλο το «Στη Σίκαλη, στα στάχυα, ο πιάστης», ρωτώντας την πώς της φαίνεται η ιδέα. Ίσως κατά βάθος και τέρμα ενδόμυχα να επεδίωκα και να μην το γράψω το βιβλίο, ίσως και να πόνταρα σε μια απάντησή της τύπου «κάτω τα χέρια από τη Βίβλο, κι άντε πήγαινε να παίξεις αλλού». Ώστε να μην είχα τύψεις που δεν το έγραψα και δεν τους τίμησα τον Σάλιντζερ και τον Κώλφηλντ, ωραία δικαιολογία την έβρισκα: ήθελα πολύ, παιδιά, αλλά η Φύλακας του θρόνου σας με αποκεφάλισε. Απάντησε κόντρα θαύμα η κυρία Μαστοράκη, «για να μου τα πεις από κοντά» είπε και ανταμώσαμε στο καφέ του Αρχαιολογικού Μουσείου. Μπλα μπλα εγώ, με κοιτούσε σαν εξωτικό πουλί αυτή, καλή τύχη μου ευχήθηκε και αναχώρησε για το Λονδίνο. Τρεις μέρες μετά, που είχα ήδη γράψει τρία κεφάλαια, της τα έστειλα, τύπου «τι λέτε, πώς τα βρίσκετε;». Ήταν λίγο πριν τις γιορτές σε Ελλάδα και Αγγλία, πρέπει να με λυπήθηκε και λίγο, που ξεροστάλιαζα μέσα στο αγιάζι, που έμοιαζα και σαν το κοριτσάκι με τα σπίρτα, ο ζητιάνος. Μου απάντησε πως ο χρόνος τρέχει και πως καλά θα κάνω: «γράφε, ρε πουλάκι μου, και αφού μου το ζητάς με τόση τρέλα, και την ευχή μου σου δίνω και την άδεια να χρησιμοποιείς παραθέματά μου, αλλά με όρο να σε κανοναρχώ για το καλό σου». Το έκανα και «καλά τα πήγες» μου είπες. Το έστειλα Μεταίχμιο και… κυκλοφόρησε!
Το βιβλίο, αν κατάλαβα καλά, θα μπορούσε να χωριστεί σε τρία μέρη, θα μας πείτε δυο λόγια;
Το βιβλίο, ναι, παρά το ότι είναι χωρισμένο σε είκοσι έξι κεφάλαια, τόσα όσο και ο αληθινός «Catcher 1951/2014», διαθέτει ένα τρικινητήριο μοτέρ, που μοιάζει σαν τις τρεις λέξεις του τραγουδιού του Ίγκι Ποπ, που σας έλεγα πως συμπρωταγωνιστεί στο μυθιστόρημά μου: Lust for Life. Πόθος για Ζωή, Επιθυμία για έρωτα και συντροφικότητα, Πάθος για μουσική, φιλία, λογοτεχνία και περιπέτεια.
Δοκίμιο, αυτοβιογραφία ή μυθιστόρημα;
Όλα όσα είπες είναι το βιβλίο, αλλά μπορείς να προσθέσεις και ολίγη από νέα δημοσιογραφία-έρευνα και ποίηση. Γιατί επί τούτου έτσι ήθελα να το γράψω, να μην μπορεί ο αναγνώστης να διαλέξει «ετικέτα». Ξέρω πως ακούγεται λίγο κόντρα στους νόμους της αγοράς βιβλίων, ή της μουσικής και του σινεμά, όπου όλα πρέπει να μπαίνουν στο σωστό ράφι. Αστυνομικό, αισθηματικό, κοινωνικό, ιστορικό, ποίηση, δοκίμιο, βιογραφία, πανκ, χέβι μέταλ, κλασικό ροκ, ντίσκο, τηλεσειρά, ταινία, Χόλιγουντ, ανεξάρτητο σινεμά, και πάει τρένο. Αλλά εγώ ήθελα να τρέχει η ατμομηχανή μου όχι μόνο πάνω στις ράγες της διαδρομής, αλλά να μουρλαίνεται ξάφνου το τρενάκι των λέξεων και να βγαίνει και στο λιβάδι, λες και δεν είναι τρένο αλλά και μηχανή εντούρο. Ή να σκαρφαλώνει και το βουνό απέναντι σαν οδοντωτός ή από τρένο να μεταμορφώνεται σε αεροπλάνο, υποβρύχιο, πλοίο, ποδήλατο, να βγει μια αφήγηση αταξινόμητη ως προς το ερώτημα «τι είδους βιβλίο είναι αυτό». Τα πάντα όλα είναι το βιβλίο μου και στην τελική αν το κατάφερα, εσύ, ο αναγνώστης, θα του ορίσεις κατηγορία…
Δημοσιογράφος, μουσικός παραγωγός, συγγραφέας , ανοίξατε πολλές γέφυρες, η μετακίνηση είναι εύκολη;
Μοιάζει με εξοντωτικά δύσκολο και επίπονο τρίαθλο όπως το περιγράφεις, αλλά δεν είναι! Γιατί, όταν με ρωτούν τι δουλειά κάνεις ή ποιες από όλες αυτές τις ιδιότητες αγαπάς ή προτιμάς περισσότερο, η απάντησή μου είναι: βιοπορίζομαι από τις λέξεις και το μυαλό μου όπως αρμολογεί ή επεξεργάζεται – ενορχηστρώνει την πραγματικότητα και τα άπειρα είδωλα ή προεκτάσεις της. Άλλες τις ντύνω με μουσική στο ράδιο, άλλες τις κάνω ρεπορτάζ ή συνέντευξη στις εφημερίδες και τα περιοδικά ή τα σάιτ, άλλες τις σετάρω σε βιβλία. Δεν νιώθω πως μετακινούμαι ή αλλάζω πίστα, άθλημα ή εστιατόριο: ιταλικό, κινέζικο ή ελληνική ταβέρνα φερειπείν. Λέξεις ψήνω και τις σερβίρω στις σωστές θερμοκρασίες στον φούρνο, ή με διαφορετικά τραπεζομάντηλα, αναλόγως του… «μαγαζιού» ή του μενού, που μου ζητήθηκε να «φτιάξω»! Επαγγελματίας σεφ!
Έχω την εντύπωση ότι το παιχνίδι σήμερα κάπου χάθηκε, όλα κάλπικα ή είναι μια υπερβολή;
Το κάλπικα που λέτε, ή ο κάλπης όπως λέει κι ο Χόλντεν Κώλφηλντ, είναι ο μεγαλύτερος φόβος του στη Σίκαλη: μην τυχόν και μιλά υποκριτικά, ιμιτασιόν, ή η ενηλικίωση με τα πρέπει της τον μεταμορφώσουν σε άνευρο ον, που επικοινωνεί με τους άλλους μέσω ωραίων ψεμάτων ή τραγικών συμβάσεων. Θα διαφωνήσω όμως με την εντύπωσή σου: το παιχνίδι χάθηκε μόνο για όσους κουράστηκαν να παίζουν ή έμαθαν να αλλάζουν μπαλιές μόνο μέσα σε συγκεκριμένα γήπεδα πολιτικών ιδεολογιών ή αισθητικών κινημάτων, που δεν είναι πια αυτό που εντός τους έμαθαν να «παίζουν». Το αντίθετο νομίζω πως συμβαίνει: το παιχνίδι είναι πάντα εκεί και σε καλεί να παίξεις τον αγώνα σου και να απολαύσεις το ματσάκι. Το πρόβλημα είναι το γήπεδο που χάθηκε, ερείπωσε ή το εγκατέλειψαν οι «φίλαθλοι». Αλλά κάθε εποχή, νέα γήπεδα γεννιούνται, νέες ιαχές, νέοι παίκτες, ας βρούμε την «ομάδα» μας, και οι πιο αποφασισμένοι ας γίνουμε σκόρερ. Ή τερματοΦύλακες! Όσα φάμε ή όσα βάλουμε, κι ας είναι ο ρέφερι πιασμένος ή ξεπουλημένος.
Τι είναι αυτό που σας μαγεύει σήμερα, όλα ή τίποτε;
Μα δεν μπορείς να μαγεύεσαι λίγο ή από κάτι ένα μόνο και όλα τα άλλα είτε να σου προκαλούν αδιαφορία ή δυσανεξία. Έτσι νομίζω ή καλύτερα έτσι μου συμβαίνει: δεν πας στο τσίρκο μόνο για την κολομπίνα, ή τον ελέφαντα, τους ακροβάτες στο σκοινί ή τον νάνο πάνω στο πόνι. Πας για όλο το θέαμα, τη μουσική, το πλήθος, τους ταχυδακτυλουργούς, το κορίτσι με τα γένια και το λιοντάρι που βρυχάται. Μελαγχολείς, εννοείται, που τα ζώα είναι στα κλουβιά ή ναρκωμένα, που κινδυνεύουν κάποιοι να χάσουν την ισορροπία τους και να γκρεμοτσακιστούν, ενώ εσύ διασκεδάζεις, εις βάρος τους κιόλας. Απάνθρωπα πράγματα είναι στην ουσία και το τσίρκο και η ζωή μας. Αλλά θα χρησιμοποιήσω μια ατάκα του Χόλντεν Κώλφηλντ – Σάλιντζερ που με μαγεύει: «Κι εγώ θα κάθομαι άκρη άκρη σ’ έναν ξεκούδουνο γκρεμό. Και η δουλειά μου εμένα θα ’ναι να τα πιάνω εκεί που θα κοντεύουνε να πέσουνε στον γκρεμό -λέω, ας πούμε, εκεί που τρέχουνε και δεν βλέπουνε πού πάνε, εγώ θα πρέπει να πετιέμαι από κάπου και να τα πιάνω. Μόνο αυτό θα ’κανα όλη μέρα. Θα ’μουνα ξερωγώ στη σίκαλη, στα στάχυα, ο πιάστης. Τελείως παράνοια είναι, και το ξέρω, αλλά μόνο αυτό θα ’θελα στο βάθος βάθος. Το ξέρω που είναι παράνοια». Αυτό με μαγεύει: ο έρωτας, η φιλία, η τέχνη και η επανάσταση, αλλά μια επανάσταση πιο ουμανιστική. Που δεν θα επιβάλλει τους «νόμους» της με φωτιά, γκούλαγκ ή τσεκούρι, μα θα μιλήσει – πείσει τους ανθρώπους με τη λέξη και τη χαρά του να χτίσουμε κάτι νέο πάνω από τις τεκτονικές πλάκες της γης των ημερών που κουνάνε. Και γκρεμίζουν. Όμως κάτι νέο μοιάζει να γεννιέται, επώδυνα ίσως, που στο χέρι μας είναι να το επαναπροσδιορίσουμε και να το ζήσουμε πιο ειρηνικά. Ουτοπία τέρμα ακούγομαι, αλλά ήμουν πάντα με τους ονειροπόλους. Που ξέχασα να σας πω πως ένας από τους ήρωες του Ροκ Σταρ είναι και ο Τζον Λένον.
Αν ζούσε ο Σάλιντζερ, τι θα έλεγε αλήθεια για την εποχή μας ή δεν θα μιλούσε καθόλου;
Μα ακόμα και όταν ζούσε, ο Σάλιντζερ προτίμησε να σωπάσει και να εξαφανιστεί μακριά από εφημερίδες, λογοτεχνικά events ή παρεμβάσεις σε τηλεόραση, συνέδρια ή βαθυστόχαστες συνευρέσεις και συνεντεύξεις. Ο Σάλιντζερ ήταν μονήρης και ανελέητος με τον εαυτό του και τα μίντια, καταδικάζοντας αμφότερους σε παγερή σιωπή. Καθόλου δεν θα μιλούσε αν ζούσε. Όπως δεν μιλά ποτέ δημόσια και η ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη, επιμένω στην κυρία Μαστοράκη: έγραψε πέντε συγκλονιστικές ποιητικές συλλογές και παρατηρεί τον κόσμο από μακριά, όπως κι ο Σάλιντζερ. Εξ αποστάσεως. Από αυτή τη στάση τους πηγάζει και το δέος μου σε αυτούς τους δύο, όπως και σε όλους τους καλλιτέχνες που όσα έχουν να πουν (ή να μην πουν) τα κάνουν εντός της τέχνης τους. Και χωρίς επεξηγήσεις ή ηχηρές παρεμβάσεις. Μην κοιτάτε εμένα που όλο κάνω θόρυβο, φασαρία και δημόσιες «ανακοινώσεις»: γιατί, πρώτον, δεν είμαι καλλιτέχνης και, δεύτερον, αγαπώ τη βαβούρα και την αντάρα του ροκενρόλ!
Σας ευχαριστώ
Κι εγώ σας ευχαριστώ, και εσάς και τον Βασίλη Σιάφη για τη φιλοξενία στη Σκάλα.
