Ζητώντας την απόσυρση του νομοσχεδίου, η ΑΔΕΔΥ προχώρησε σε 24ωρη απεργία και συγκεντρώσεις, τονίζοντας πως το νέο πειθαρχικό δίκαιο προωθεί την ποινικοποίηση της συνδικαλιστικής, κοινωνικής και πολιτικής δράσης, στην εξομοίωσή τους με αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου.
Στα Γιάννενα, στο πλαίσιο της απεργίας, πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση, με μικρή ωστόσο συμμετοχή, έξω από το διοικητήριο της Περιφέρειας Ηπείρου. Τη συγκέντρωση πραγματοποίησαν το Νομαρχιακό Τμήμα της ΑΔΕΔΥ και πρωτοβάθμια σωματεία από τους κλάδους των εκπαιδευτικών, υγειονομικών, εργαζομένων στους δήμους, στο υπουργείο Πολιτισμού κ.α.
«Κατά την εκτίμησή μας, το νομοσχέδιο αυτό συνεχίζει την επίθεση, που έχει εξαπολύσει η κυβέρνηση, αλλά και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, ενάντια στους εργαζόμενους στο δημόσιο και ενάντια στους θεσμούς προστασίας του δημοσίου συμφέροντος, το κράτος δικαίου και τη δημοκρατία στη χώρα μας. Πρόκειται για μια εκστρατεία που ξεκίνησε προσωπικά ο πρωθυπουργός, όταν κατά τη διάρκεια συζήτησης για το δυστύχημα έγκλημα των Τεμπών, προκειμένου να αποσείσει τις ευθύνες του, υπέδειξε ως υπεύθυνους τους εργαζόμενους στο δημόσιο και την υποτιθέμενη απουσία αξιολόγησης. Έκτοτε, επιδίδεται αυτός και η κυβέρνησή του σε μια ακροδεξιά λαϊκιστική ρητορική και μια επικίνδυνη τακτική, μετατρέποντας ταυτόχρονα τα αρνητικά στερεότυπα σε δημόσιες πολιτικές. Η τακτική αυτή στοχεύει να στρέψει τη προσοχή της κοινής γνώμης μακριά από τα προβλήματα και τα αδιέξοδα της κυβερνητικής πολιτικής, την ακρίβεια και τους χαμηλούς μισθούς ,αλλά και τα κάθε λογής σκάνδαλα που παίρνουν μορφή χιονοστιβάδας. Είναι ταυτόχρονα μέρος μιας συνολικής επίθεσης της κυβέρνησης ενάντια στο δημόσιο και στους εργαζόμενους σε αυτό», σημείωσε, μεταξύ άλλων, μιλώντας από το βήμα της συγκέντρωσης, ο πρόεδρος του Ν.Τ. της ΑΔΕΔΥ και μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής Χρήστος Γρίβας.
Καταψηφίζει το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛ.
«Στόχος της Κυβέρνησης είναι να κατασκευάσει έναν νέο κύκλο κοινωνικού αυτοματισμού, παρουσιάζοντας συλλήβδην τους δημοσίους υπαλλήλους και τους συνδικαλιστές ως υπεύθυνους για τις παθογένειες του κράτους» σχολίασε ο βουλευτής Ιωαννίνων και αναπληρωτής γραμματέας της ΚΟ του ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής Γιάννης Τσίμαρης, καταθέτοντας και τη θέση του κόμματος επί του νομοσχεδίου του Υπουργείου Εσωτερικών για την αναμόρφωση του πειθαρχικού δικαίου στο Δημόσιο.
«Το ΠΑΣΟΚ καταψηφίζει επί της αρχής το νομοσχέδιο αυτό. Γιατί δεν είναι εργαλείο μεταρρύθμισης, αλλά εργαλείο εκφοβισμού. Γιατί υπονομεύει τη θεσμική ισορροπία, καταστρατηγεί θεμελιώδη δικαιώματα και απομακρύνει τη χώρα από τις ευρωπαϊκές αρχές χρηστής διοίκησης. Γιατί αντί να ενισχύσει την αξιοκρατία, τη διαφάνεια και τη λογοδοσία, προωθεί τον αυταρχισμό και την κομματικοποίηση. Το Δημόσιο χρειάζεται ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο εμπιστοσύνης, όχι μια πειθαρχική γκιλοτίνα. Χρειάζεται σχέδιο, αξιοκρατία, συμμετοχή και όραμα. Και αυτό είναι το πραγματικό στοίχημα για την Ελλάδα της επόμενης μέρας» σημείωσε χαρακτηριστικά, ο κ.Τσίμαρης, τονίζοντας πως λύση στις παθογένειες της δημόσιας διοίκησης θα μπορούσε να δοθεί με ενίσχυση υποδομών, ψηφιοποίηση, αξιολόγηση και σαφείς δείκτες απόδοσης.
«Η κυβέρνηση, αδιαφορεί. Καταργεί στην πράξη την αμεροληψία και οδηγεί σε θεσμική σύγκρουση ρόλων» υπογράμμισε ο κ.Τσίμαρης αναφορικά με τη συγκρότηση των νέων πειθαρχικών συμβουλίων αποκλειστικά από μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Την ίδια στιγμή όπως δήλωσε, η αποπομπή των αιρετών εκπροσώπων των εργαζομένων από τα πειθαρχικά όργανα, ακυρώνει τη συμμετοχική διοίκηση, ενώ χαρακτήρισε «προβληματική» την κατάργηση του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού ελέγχου, που στερεί από τους υπαλλήλους το δικαίωμα διοικητικής αναθεώρησης, περιορίζοντας την έννομη προστασία. «Δεν πρόκειται για μεταρρύθμιση, αλλά για εργαλειοποίηση του φόβου ως εργαλείο διοίκησης», σημείωσε ο κ. Τσίμαρης και έκανε λόγο για ένα νομοσχέδιο που στηρίζεται σε ασαφείς και αυθαίρετες ρυθμίσεις που ποινικοποιούν τη συνδικαλιστική δράση, σε πρόχειρη και ατεκμηρίωτη νομοθέτηση που αποκρύπτει τα πραγματικά στοιχεία, στην απουσία αξιοκρατίας με το 80% των προϊσταμένων να υπηρετούν με ανάθεση και στη συγκρότηση ενός μηχανισμού πολιτικού ελέγχου που «λειτουργεί τιμωρητικά αντί να υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, χωρίς καμία στρατηγική αναβάθμισης ή ανάπτυξης της δημόσιας διοίκησης».
