stergiou eleni1
Αίθουσα ΣύνταξηςΠολιτισμός

Μια παράσταση – «εμπειρία» για κοινό και ηθοποιούς

Η γιαννιώτισσα ηθοποιός μιλά για τη συμμετοχή της στην παράσταση «Δύο Πορτοκάλια για τα Χριστούγεννα», που παρουσιάζεται το Σαββατοκύριακο στο Καμπέρειο Θέατρο.

Έχουν περάσει πάνω από 35 χρόνια από τη Ρουμανική Επανάσταση και το έκτακτο στρατοδικείο, που έκρινε ενόχους τον πρώην Πρόεδρο της χώρας και Γενικό Γραμματέα του Ρουμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος Νικολάε Τσαουσέσκου και τη σύζυγό του Έλενα Τσαουσέσκου.
Για τους ανθρώπους, που έζησαν την 24χρονη διακυβέρνηση Τσαουσέσκου, τα δύο πορτοκάλια, που λάμβαναν ως δώρο για τα Χριστούγεννα, έχουν χαραχτεί βαθιά στη μνήμη τους. Οι μαρτυρίες για τις στερήσεις, τον φόβο και την ανασφάλεια «μπλέκονται» με τον μύθο, στο νέο θεατρικό έργο, τέταρτο κατά σειρά, του Κωνσταντίνου Μάρκελλου, που ανεβαίνει στο Καμπέρειο Θέατρο για δύο μόνο παραστάσεις, το Σάββατο 11 και την Κυριακή 12 Ιανουαρίου, στις 8.30 το βράδυ, με τους Ανδρέα Νάτσιο, Γιώργο Παπαπαύλου και Ελένη Στεργίου.
Η τελευταία μιλά στον Η.Α. για την παράσταση «Δύο Πορτοκάλια για τα Χριστούγεννα», που, πριν αποτελέσει εμπειρία για τους θεατές, αποτέλεσε μια συγκλονιστική εμπειρία για την ίδια.

Εσείς έχετε καταγωγή από τα Γιάννενα. Έχετε δεσμούς εδώ και δεν είναι η πρώτη φορά που έρχεστε για να παρουσιάσετε τη δουλειά σας στο κοινό.
Ναι, κατάγομαι από τα Γιάννενα. Έχω γεννηθεί, έχω μεγαλώσει, έχω πάει στο σχολείο στην πόλη. Μέχρι τα 17 ήμουν εκεί και είναι μία πόλη που αγαπώ. Είμαι πάρα πολύ χαρούμενη, που ερχόμαστε συγκεκριμένα με αυτή την παράσταση, γιατί είναι μία πολύ προσωπική δουλειά για μένα αυτή. Είναι ένα έργο που φτιάχτηκε από την αρχή. Είναι ένα σύγχρονο έργο, που πρόεκυψε από το ταξίδι που κάναμε με τον Κωνσταντίνο Μάρκελλο και τον συνεργάτη μας Πέτρο Μακρή στο Βουκουρέστι. Εκεί κάναμε μία επιτόπια έρευνα και συνεντεύξεις με ανθρώπους που έζησαν τις στερήσεις, τον φόβο, την ανασφάλεια και την λογοκρισία υπό το ρουμανικό καθεστώς Τσαουσέσκου. Έχει μία δουλειά πίσω αυτή η παράσταση, που με συγκινεί πολύ και είμαι πολύ χαρούμενη που μπορούμε αυτό το έργο να το φέρουμε στα Γιάννενα και συγκεκριμένα στο Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο. Εγώ έχω πάντα αυτή την έγνοια, λόγω της καταγωγής μου, να ερχόμαστε και να φέρνουμε τις παραστάσεις μας και στα Ιωάννινα.

Πώς ήταν η εμπειρία της συμμετοχής σας στην καταγραφή των μαρτυριών,;
Αυτή η εμπειρία ήταν αποκαλυπτική, ήταν όλο το ταξίδι συναρπαστικό για μας, γιατί συνήθως γνωρίζεις αυτές τις ιστορίες έξω-έξω, με τον τρόπο που έχουν καταγραφεί. Για μας είναι πολύ ιντριγκαδόρικο και συναρπαστικό να «μπαίνουμε» με το μικροσκόπιο πιο βαθιά στις ιστορίες και να συζητάμε με τον απλό κόσμο. Πήγαμε με αφορμή να κάνουμε μια έρευνα γύρω από την ιστορία της Ίρινα, μιας γυναίκας που μεταγλώττιζε παράνομα B-movies στην περίοδο του Τσαουσέσκου. Όταν ήρθαμε σε επαφή μαζί της, η ίδια μας έφερε σε επαφή με διάφορους ανθρώπους, όπου εκεί πέρα συνειδητοποιήσαμε ότι το ζουμί και η ιστορία ήταν για όλο το πλαίσιο, για τη μεγάλη εικόνα, πολύ μεγαλύτερη από τη δική της ιστορία. Εκεί αρχίσαμε να κεντράρουμε περισσότερο σε όλους αυτούς τους ανθρώπους και στις ιστορίες που ζήσανε εκείνη την περίοδο. Γνωρίσαμε λοιπόν και ακούσαμε λεπτομέρειες από τις ζωές τους, που δεν είχαμε καν φανταστεί. Μας άνοιξαν δηλαδή τα σπίτια τους, την καρδιά τους. Ήταν πολύ έντονα τα συναισθήματα που βιώσαμε κι εμείς, γιατί, με το που άνοιξε η κάμερα, ήταν σαν να ήταν έτοιμοι από καιρό να σταθούν μπροστά στην κάμερα και να πούνε σε έναν ξένο την ιστορία τους. Δηλαδή, ένιωθα σαν να είχαν την ανάγκη να μιλήσουν, όχι μεταξύ τους γι’ αυτό που ζήσανε, που το ξέρουν και πολλές φορές αποσιωπούν γιατί είναι όλα πολύ είναι τραυματικά γι’ αυτούς, αλλά σε εμάς. Ήθελαν πολύ να μιλήσουν, οπότε μείναμε κι εμείς πολλές φορές με το στόμα ανοιχτό. Ήταν σοκαριστικές οι αφηγήσεις τους. Και ευτυχώς είχαμε προβλέψει να πάρουμε μαζί μας τον συνεργάτη μας τον Πέτρο Μακρή, γιατί είχαμε την κάμερά του και έτσι μπορέσαμε και καταγράψαμε τα πάντα. Και το ότι υπήρξαμε παρόντες στην αφήγηση, επηρεάζει αυτόματα και την παράστασή μας.

Πώς και πόσο σας επηρέασε αυτό στην απόδοση του ρόλου;
Είναι μια εμπειρία γραμμένη στο σώμα μας. Γιατί πέρα από τα τεχνικά μέσα, που έχει μια παράσταση, αναπόφευκτα αυτό που ζεις, αυτό που είσαι και αυτό που φέρεις, φτιάχνει την ατμόσφαιρα για χάρη του θεατή. Ήτανε για όλους μας μια κοινή εμπειρία. Από τις αφηγήσεις τους, ένα πολύ ωραίο που μπορώ να σας πω, είναι το πώς προέκυψε ο τίτλος της παράστασης «Δύο Πορτοκάλια για τα Χριστούγεννα», γιατί κρύβει μια πολύ συγκινητική ιστορία. Με όλους όσους μιλήσαμε, αφού μας έλεγαν για όλα αυτά που βίωσαν, για τις στερήσεις σε όλα τα επίπεδα, για το πώς περίμεναν για τα δελτία σίτισης στις ουρές, για την πολύ μικρή ποσότητα φαγητού που μπορούσαν να έχει κάθε οικογένεια, στο τέλος όλοι κατέληγαν σε μια φράση. «Παρ’ όλα αυτά που ζήσαμε, δικαιούμασταν δύο πορτοκάλια κάθε οικογένεια. Δηλαδή, η Έλενα Τσαουσέσκου τους επέτρεπε να πάρουν δύο πορτοκάλια για κάθε οικογένεια. Και εκεί πέρα μας περιέγραφαν με πάρα πολύ μεγάλη λαχτάρα πώς τα περίμεναν και πώς τα έτρωγαν, όλα. Και αυτό σου μετέδιδε μια μνήμη και κάποια συναισθήματα, τα οποία ήταν πολύ δυνατά. Δηλαδή, όταν το ακούσαμε πρώτη φορά, είπαμε εντάξει, βιώσανε πείνα οι άνθρωποι. Και τη δεύτερη φορά κάπως κοιταχτήκαμε και αφού συνεχίσαμε να το ακούμε από όλους, είπαμε μεταξύ μας πως, αναπόφευκτα, ο τίτλος είναι «Δυο Πορτοκάλια για τα Χριστούγεννα».

Φανταζόμαστε πως είναι συγκλονιστικό να βλέπεις πώς έχει καταγραφεί όλο αυτό στη μνήμη των ανθρώπων.
Σε αυτή την παράσταση μας επισκέπτονται πολλοί άνθρωποι από τη Ρουμανία, που ζουν στην Ελλάδα χρόνια και είναι πολύ συγκινητικό, γιατί μας περιμένουν μετά την παράσταση, μας αγκαλιάζουν, κλαίνε ή πολλές φορές λένε άκουσα αυτό μέσα στην παράσταση και συγκρατήθηκα για να μη με ακούσει όλο το θέατρο, καθώς αναφέρουμε οδούς σε κάποια σημεία ή συνοικίες και μερικές φορές ταυτίζονται. Μάλιστα στην Πάτρα που παίξαμε, ήρθε μια γυναίκα και λέει είπατε για τη συνοικία Ουρανός και εκεί έμενα εγώ και τώρα πια δεν υπάρχει και έβγαλε και μας έδειξε μια φωτογραφία πώς ήταν. Ήρθε μια άλλη κυρία και μας είπε «εμείς ένα πορτοκάλι είχαμε, ήμασταν τέσσερα παιδιά, μας το έκοβε ο μπαμπάς μας στα τέσσερα, του λέγαμε εσύ δε θέλεις; Έλεγε εμένα δε μου αρέσουν τα πορτοκάλια, για να το φάνε τα παιδιά». Όλα αυτά είναι πολύ συγκινητικά.

Οπότε περνάει στο κοινό το μήνυμα, που θέλατε να δώσετε μέσα από την παράσταση.
Ναι, και είμαστε πολύ χαρούμενοι γιατί έχει λάβει θερμή υποδοχή, από την πρώτη στιγμή. Κοιτάξτε, είναι η ιστορία ειπωμένη από τον απλό κόσμο, που έζησε όλα αυτά, και επειδή η ιστορία κάνει κύκλους, βρίσκεις πάρα πολλούς λόγους για να ταυτιστείς και με την Ελλάδα του σήμερα αλλά και με την Ελλάδα του πριν. Εδώ είναι Βαλκάνια, είναι δίπλα μας. Θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς. Δεν είναι πολύ μακριά από εμάς, υπάρχουν άπειροι λόγοι για να ταυτιστείς και για να κάνεις τις αναγωγές σου.

Και φαντάζομαι ιδιαίτερα σήμερα, με όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, είτε πιο μακριά είτε πιο κοντά.
Είναι μια Ευρώπη που εκφασιστοποιείται. Καταλαβαίνεις ότι αυτά τα βασικά ζητήματα δημοκρατίας παραμένουν δεκαετίες τώρα άλυτα και οι πολιτείες βλέπουμε ότι δεν μπορούν να μεριμνήσουν όσο χρειάζεται για τους ανθρώπους, για την υγεία, για την παιδεία. Αυτό που συμβαίνει, είναι αυτό που συνέβαινε πάντα. Οι πλούσιοι να γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί στοιβάζονται σε νοσοκομεία και βλέπεις ότι σε αυτά τα καθεστώτα, γιατί πολλές φορές μπορεί να είναι φανερά, αλλά μπορεί να είναι και πολύ κρυφά, ξεκινάνε από την ανάγκη να έχουμε σωτήρες, γιατί και ο Τσαουσέσκου ως τέτοιος εμφανίστηκε. Ως σωτήρα τον υποδέχτηκαν και μετά συνέβησαν όλα αυτά που συνέβησαν.

Επειδή παρακολουθήσατε από κοντά και την διαδικασία συγγραφής του έργου από τον κ. Μάρκελλο, πόσο δύσκολο ήταν να μεταφερθούν αληθινά γεγονότα και προσωπικές μαρτυρίες και ταυτόχρονα να διατηρηθεί και η καλλιτεχνική αξία του έργου.
Είχαμε συγκεντρώσει πολλές μαρτυρίες, ντοκουμέντα. Όμως η παράσταση, που έχει προκύψει, έχει ένα μέρος αυτών των ντοκουμέντων που εξυπηρετούν τη δική μας πλοκή, έτσι ώστε να δώσουμε το κοινωνικό πλαίσιο μέσα από μια ιστορία. Οπότε ο Κωνσταντίνος Μάρκελος έφτιαξε τρεις χαρακτήρες, οι δύο από αυτούς (η Αντρία και ο Βλαντ) είναι πραγματικοί, τους έχουμε συναντήσει, όμως οι ιστορίες τους δεν είναι πέρα για πέρα αληθινές, δανείζονται από ιστορίες πολλών ανθρώπων για να δημιουργηθεί μια ιστορία με πλοκή, με αρχή, μέση και τέλος, η οποία μιλάει για όλη αυτή την κοινωνικοπολιτική περίοδο. Το τρίτο πρόσωπο, δηλαδή ο Λουτσιάν, είναι αποκύημα της φαντασίας του Κωνσταντίνου, που ενώνει τις ζωές των τριών.
Στην ουσία, το έργο ξεκινά με τον Βλαντ, ο οποίος έχει πυροβοληθεί στα επεισόδια, που ακολούθησαν την ανατροπή του Τσαουσέσκου, και ζει ακόμα με δύο σφαίρες σφηνωμένες στο κορμί του. Ο πραγματικός Βλαντ, που συναντήσαμε, έχει τις σφαίρες στο κορμί του. Όμως η ιστορία που ακολουθεί, έχει κάποια κομμάτια της αφήγησής του αλλά ένα και πολύ μεγάλο κομμάτι μυθοπλασίας. Η Αντρία μόλις έχασε τη μητέρα της στο έργο μας και ψάχνει, ως πολιτική επιστήμονας και ως κόρη, απαντήσεις. Αποτολμά να ανοίξει τον φάκελο των μυστικών υπηρεσιών, που αφορά τους γονείς της, και έρχεται αντιμέτωπη με αλήθειες, που θα κλονίσουν κάθε της βεβαιότητα.
Η Αντρία στην πραγματική ζωή είναι πολιτική επιστήμονας. Όταν τη συναντήσαμε στον Βουκουρέστι, τη ρωτήσαμε γιατί κάνει τη δουλειά του ξεναγού, καθώς τη γνωρίσαμε σε μία ξενάγηση που λεγόταν «Communism and History». Μας είπε «κάνω αυτή τη δουλειά, γιατί ψάχνω να βρω απαντήσεις». Από αυτό πιάστηκε ο Κωνσταντίνος Μάρκελος και την έβαλε να χάνει τη μητέρα της και να ψάχνει απαντήσεις, προσπαθώντας να ανοίξει τον φάκελο των μυστικών υπηρεσιών, της Σεκιουριτάτε. Εκεί πλέον έχουν πρόσβαση όλοι οι πολίτες. Έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον το γεγονός ότι περισσότεροι από όσους μας μίλησαν στο Βουκουρέστι, δεν ήθελαν να ανοίξουν το δικό τους φάκελο, υπήρχε φόβος και άρνηση, γιατί φοβούνται μην έρθουν αντιμέτωποι με αλήθειες, μην έχει μιλήσει κάποιος αδερφός τους ή ο πατέρας τους ή οποιοσδήποτε…
Ο τρίτος χαρακτήρας είναι ο Λουτσιάν, ο οποίος είναι και το πιο αινιγματικό πρόσωπο, έχει ένοχο παρελθόν, διευθύνει έναν εκδοτικό οίκο και αναζητά μαρτυρίες ανθρώπων, που έζησαν στο περιθώριο της ιστορίας.
Αυτά τα τρία είναι τα προφίλ των χαρακτήρων στο έργο μας, οι ζωές τους διασταυρώνονται και έχει πολλές ανατροπές, χιούμορ, σασπένς, πολλή αγωνία, καθώς γίνεται μια σειρά αποκαλύψεων για τις ζωές τους, και κατ’ επέκταση, καταλαβαίνουμε το τραύμα που έχει αφήσει σε αυτή τη γενιά όλο αυτό που συνέβη τότε.

Υπήρξε ιδιαίτερη πρόκληση για εσάς η ενσάρκωση του ρόλου της Αντρία;
Ναι, το να έχεις έρθει σε επαφή με τον πραγματικό χαρακτήρα, σου εξάπτει την φαντασία περισσότερο. Αυτό το έζησα και με την «Απαγωγή της Τασούλας», γιατί με την Τασούλα είχα μιλήσει στο τηλέφωνο και είχα ακούσει τη φωνή της και θυμάμαι ότι με είχε επηρεάσει πολύ. Επειδή εγώ έχω μια πιο μπάσα φωνή και αυτή η γυναίκα είχε μια πιο λεπτή φωνή, άρχισα κάπως να τοποθετώ τη φωνή μου διαφορετικά και να μου δίνει αυτό μια σωματική συμπεριφορά διαφορετική. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την Αντρία, μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση ότι, όταν μας μιλούσε στην ξενάγηση για τα γεγονότα, κοκκίνιζε, νευρίαζε, την έπιαναν σπαστικά γέλια, ίδρωνε, δηλαδή περνούσε από πολλά συναισθήματα ανά δευτερόλεπτα. Όταν τη ρώτησα, μου είπε ότι τα βιώνει με αυτόν τον τρόπο, γιατί δεν έχουν περάσει πάρα πολλά χρόνια και γιατί ούτε σήμερα μπορεί να είναι ελεύθερη, δεν μπορεί να μένει στο σπίτι της, καθώς δεν έχει λυθεί το θέμα των ιδιοκτησιών. Είναι ζητήματα άλυτα και είναι τόσο άμεσα, δηλαδή αυτά τα έχουν ζήσει οι ίδιοι. Δεν είναι όπως εμείς, που έχουμε «ζήσει», ας πούμε, τον εμφύλιο μέσα από τις αφηγήσεις των παππούδων μας ή το Πολυτεχνείο. Το ζήσανε παρατεταμένα για 35 χρόνια. Τους επηρεάζει άμεσα σε ακραίο βαθμό αυτό, λοιπόν, και, για να καταλήξω, όταν εγώ έχω να χειριστώ πάνω στη σκηνή τα λόγια της, δεν μπορώ απλά να λέω τα λόγια μου, πρέπει να βρω κάτι να με αφορά και εμένα τόσο πολύ για να τα πω αυτά τα λόγια.

Η παράσταση είναι ουσιαστικά ένα δείγμα θεάτρου – ντοκουμέντο.
Είναι μια παράσταση, η οποία ακροβατεί ανάμεσα στο ντοκουμέντο και στη μυθοπλασία. Ξεκίνησε από το ντοκουμέντο, γιατί είναι πολύ σημαντικό να λέγονται τα πράγματα μέσα από τους απλούς ανθρώπους, γιατί, όταν τους ακούς να μιλάνε και να σου λένε για όλα αυτά που βίωσαν, δεν μπορείς παρά να ταυτιστείς μαζί τους, να κάνεις τις δικές σου αναγωγές. Όταν μπαίνεις και εμβαθύνεις στην ιστορία, μέσα από ένα θεατρικό έργο, και ο άλλος θα έρθει να αφιερώσει δύο ώρες, χωρίς να έχει διαβάσει την ιστορία της Ρουμανίας, αλλά να δει μέσα από τις απλές ιστορίες ανθρώπων όλο το πλαίσιο, αυτό νομίζω ότι είναι μόνο κέρδος. Με αυτόν τον τρόπο, δεν ξεχνάμε από πού ερχόμαστε, την ταυτότητά μας, όχι μόνο στο κλειστό μας σύστημα στον κλειστό κύκλο της χώρας μας, αλλά και στη «γειτονιά» μας.
Οπότε οι πραγματικές αυτές οι ιστορίες των ανθρώπων και τα ντοκουμέντα λειτούργησαν περισσότερο ως βάση. Είναι λοιπόν ένα μείγμα από πληροφορίες της ζωής τους, από ιστορικά γεγονότα, αλλά και από φανταστικά γεγονότα, που εξυπηρετούν τη δική μας πλοκή αλλά και τις ιδέες που διατρέχουν όλο το έργο.

Οπότε καταλαβαίνω ότι αυτή η παράσταση, πέρα από μία εμπειρία για τους θεατές, ήταν και για εσάς τους ίδιους μία εμπειρία από την αρχή.
Ε, βέβαια. Το ταξίδι ολόκληρο ήταν τρομερή εμπειρία, γιατί όταν αποφασίσαμε να ταξιδέψουμε στο Βουκουρέστι, όλα αυτά δεν υπήρχαν στο μυαλό μας, δεν υπήρχε τίποτα από αυτά στο μυαλό μας.

Info

Οι παραστάσεις θα δοθούν το Σάββατο 11 και την Κυριακή 12 Ιανουαρίου, στις 8.30 το βράδυ, στο Καμπέρειο Θέατρο (Παπαδόπουλου 11).Τηλέφωνο κρατήσεων 6936457196. Τιμές εισιτηρίων 15 ευρώ (ολόκληρο) και 13 ευρώ (μειωμένο)
Προπώληση https://www.ticketservices.gr/event/dyo-portokalia-gia-ta-xristougenna-tour/.

Σχετικά άρθρα

Κραουνάκης… εφ’ όλης της ύλης και για όλα τα μουσικά γούστα

Αποστόλης Τζελέτας

«Εμένα οι μικρές ιστορίες με νοιάζουν, Ναπολέων!» στο Θέατρο Κύκλος

Σ. Μουτίδου: «Η σάτιρα ήταν, είναι και θα είναι πάντοτε σε ένα μεταίχμιο»

Αποστόλης Τζελέτας