Στις 3 το πρωί της 21ης Φεβρουαρίου του 1913, ο ταγματάρχης Βελισσαρίου οδήγησε ο ίδιος την επιτροπή του Εσάτ Πασά, του τούρκου διοικητή των Ιωαννίνων, στο Γενικό Στρατηγείο των ελληνικών στρατευμάτων στο Εμίν Αγά. Ο επικεφαλής του ελληνικού στρατού διάδοχος Κωνσταντίνος μόλις τον είδε απόρησε: «τι θέλεις τέτοια ώρα εδώ; Πού άφησες το τάγμα σου»; Κι ο Βελισαρίου ευθαρσώς: «Ήλθα να σας φέρω τα Γιάννενα». Ο Κωνσταντίνος, νομίζοντας πως παραφρόνησε από την υπερένταση και τον μέχρις εσχάτων αγώνα, τού είπε ειρωνικά: «Με τις μαούνες της λίμνης;». «Όχι, με τα φτερά των ευζώνων μου», ήταν η απάντηση του Βελισσαρίου. Ήταν η φράση με την οποία έκλεισε το κεφάλαιο της ιστορίας που ονομάζεται «Απελευθέρωση των Ιωαννίνων».
Αλλά, ποιος ήταν πράγματι ο Ιωάννης Βελισσαρίου, «ο ήρωας των ηρώων» όπως αποκλήθηκε, στον οποίο η μοίρα επεφύλαξε την τιμή να συνδεθεί το όνομά του με τα ενδοξότερα κατορθώματα των πολέμων 1912-1913 και ιδιαίτερα με την απελευθέρωση της πόλης μας, των θρυλικών Ιωαννίνων;
Ο Ιωάννης Βελισσαρίου γεννήθηκε στις 26 Νεομβρίου 1861 στο Πλοέστι της Ρουμανίας, από έλληνες γονείς που κατάγονταν από την Κύμη της Εύβοιας. Φιλομαθής και γλωσσομαθής από πολύ νωρίς είχε αποκτήσει ένα σημαντικό γνωστικό υπόβαθρο, ιδίως σε θέματα ιστορίας, τομέας που, λόγω ιδιοσυγκρασίας, αλλά και του κλίματος της εποχής, τον έθελγε ιδιαίτερα. Στα 16 του εγκαταλείπει τη Ρουμανία και φθάνει στην Αθήνα αποφασισμένος να ακολουθήσει στρατιωτική καριέρα και να συμβάλει στην εκπλήρωση των εθνικών στόχων. Το όνειρό του να υπηρετήσει την πατρίδα παίρνει προσωρινά αναβολή, λόγω του νεαρού της ηλικίας του. Έτσι, μεταβαίνει στην Αίγυπτο, σπουδάζει για μία τριετία στο Γαλλικό Κολλέγιο και το 1880 επιστρέφει στην Αθήνα, όπου γίνεται δεκτός ως εθελοντής στον ελληνικό στρατό. Εισέρχεται στη Σχολή Υπαξιωματικών και το 1887 αποφοιτά με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού Πεζικού. Μάχιμη εμπειρία αποκτά στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897. Εδώ αναδεικνύονται όχι μόνον τα διοικητικά του προσόντα, αλλά και το ηρωικό και μοναδικό του χαρακτήρα του: ως διμοιρίτης σε ύψωμα στη διάβαση της Μελούνας κι ενώ οι υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις έχουν εγκαταλείψει προ πολλού τις θέσεις τους, εξακολουθεί να μάχεται και δεν υποχωρεί, παρά μόνον όταν του στέλνουν γραπτή διαταγή. Συμμετέχει και στη μάχη της Δερβέν-Φούρκας (σημερινό Καλαμάκι Φθιώτιδας) στις 7 Μαΐου 1897, όπου για τον ηρωισμό και την αποφασιστικότητά του λαμβάνει τα εύσημα από τον διάδοχο Κωνσταντίνο. Τον επόμενο χρόνο προάγεται σε υπολοχαγό και το 1905 σε λοχαγό.
Με την έκρηξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, ο ταγματάρχης, πλέον, Ιωάννης Βελισσαρίου, ως διοικητής του 3ου Τάγματος του 4ου Συντάγματος Πεζικού, βλέπει τα όνειρά του για απελευθέρωση των υποδούλων συμπατριωτών του να πραγματοποιούνται. Προελαύνει με τους ευζώνους του στη Δυτική Μακεδονία, λαμβάνει μέρος στη Μάχη του Σαρανταπόρου (9 Οκτωβρίου 1912), ζει στη συνέχεια από κοντά το όνειρο της «ελληνικής Θεσσαλονίκης». Ο Βελισσαρίου δεν επαναπαύεται, δεν ήταν ένας κοινός στρατιωτικός που απέβλεπε στην πρόσκαιρη δόξα. Ζητούσε τη δυσκολότερη αποστολή και αποτελούσε πρώτος αυτός παράδειγμα αυτοθυσίας. Με γνώμονα αυτά τα χαρακτηριστικά, ζητά την τοποθέτησή του στο δύσκολο και επικίνδυνο μέτωπο τη Ηπείρου με στόχο την απελευθέρωση και την είσοδό του στα θρυλικά Γιάννενα. Μετά τη νικηφόρο διαδρομή από την Ελασσόνα μέχρι τη Θεσσαλονίκη και βορειότερα μέχρι τη Φλώρινα και τη Δοϊράνη, οι εύζωνοι του Βελισσαρίου είναι έτοιμοι να δώσουν το δώρο της ελευθερίας στην Ήπειρο. Γράφει ο Βελισσαρίου προς τους δικούς του στην Κύμη: «Πόσον ευτυχής είμαι πού πηγαίνω προς την Ήπειρον, προς την αγνοτέραν περιοχήν της Πατρίδος μας και πόσον ευτυχέστερος θα ήμουν, αν αυτό το ευτελές σαρκίον μου το θυσιάσω εκεί».
Ο Βελισσαρίου αναγκάζεται να εγκαταλείψει το παράτολμο σχέδιο
Η κατάληψη των Ιωαννίνων φάνταζε εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, δεδομένου ότι ο ελληνικός στρατός θα έπρεπε να εκπορθήσει πρώτα τα οχυρά του Μπιζανίου. Ο ορεινός όγκος του Μπιζανίου, που δεσπόζει νότια των Ιωαννίνων, αποτελούσε ιδιαίτερα ισχυρή αμυντική τοποθεσία, που επιπλέον είχε ενισχυθεί με σύγχρονης τεχνολογίας μόνιμα πυροβολεία, κατασκευασμένα υπό την επίβλεψη γερμανών ειδικών. Μέχρι τις αρχές Ιανουαρίου 1913, όλες οι επιχειρήσεις από πλευράς ελληνικού στρατού, όχι μόνον δεν είχαν αποδώσει αλλά, εκτός των απωλειών, συνέβαλαν στην απόκτηση αρνητικής ψυχολογίας και στην εμπέδωση της άποψης ότι το Μπιζάνι ήταν απόρθητο. Επιπλέον, ο ελληνικός στρατός είχε να αντιπαλέψει και με τις αντίξοες καιρικές συνθήκες, ο χειμώνας του 1913 ήταν από τους χειρότερους της εποχής. Κάτω από αυτές τις συνθήκες δύο ακόμη οργανωμένες επιθέσεις στις 7 και 10 Ιανουαρίου απέβησαν άκαρπες. Αξίζει να αναφερθούμε σε ένα γεγονός των επιχειρήσεων της 7ης Ιανουαρίου δεδομένου ότι συνδέεται άμεσα με τον ήρωα του σημερινού αφιερώματος. Την 7η Ιανουαρίου το τάγμα του Βελισαρίου, που βρισκόταν νότια του χωριού Λάζαινα, στα ανατολικά του λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων, παίρνει εντολή για επίθεση κατά των τουρκικών θέσεων. Ο Βελισσαρίου εξορμά με ιδιαίτερη αποφασιστικότητα επικεφαλής των ευζώνων του. Εντός ολίγου τα χωριά Λάζαινα και Αετορράχη απελευθερώθηκαν και ο Βελισσαρίου, έφιππος στο μαύρο του άλογο, προέλαυνε καταδιώκοντας τον τουρκικό στρατό μέχρι το χωριό Κυπαρίσσια (στο ΝΑ μέρος του λεκανοπεδίου). Κατά την τελική επίθεση προς κατάληψη του Κουτσελιού η μοίρα αποφάσισε διαφορετικά: ο Βελισσαρίου τραυματίζεται στο πόδι, αλλά, παρά την αιμορραγία του συνεχίζει την καταδίωξη του εχθρού. Η εξάντληση όμως από την αιμορραγία τον ανάγκασε να εγκαταλείψει το παράτολμο σχέδιο να υπερκεράσει το Μπιζάνι και να εισέλθει ελευθερωτής στα Γιάννενα. Λιπόθυμος μεταφέρθηκε στα μετόπισθεν, στο ιατρείο του στρατοπέδου. Ίσως η ιστορία της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων είχε γραφτεί διαφορετικά εάν ο Βελισσαρίου λόγω του τραυματισμού δεν είχε αναγκαστεί να υποχωρήσει. Όπως αναφέρει ο επιτελής της VI μεραρχίας Θ. Πάγκαλος «αν δεν τραυματιζόταν ο Βελισσαρίου και συνέχιζε την καταδίωξη, θα έπεφταν τα οχυρά του Μπιζανίου και ο ελληνικός στρατός θα καταλάμβανε την πόλη των Ιωαννίνων κατά την επίθεση της 7ης Ιανουαρίου».
Η δεύτερη ευκαιρία
Η μοίρα όμως, αναγνωρίζοντας ίσως το λάθος της, ανέλαβε να «αποκαταστήσει» την αδικία και να δώσει στον ιδεολόγο μαχητή Βελισσαρίου μια δεύτερη ευκαιρία να πραγματοποιήσει το όνειρό του: να πρωταγωνιστήσει δηλαδή στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων που τόσο επιθυμούσε! Τα γεγονότα που ακολούθησαν το επιβεβαιώνουν…
Bρισκόμαστε στην εξιστόρηση των τελευταίων φάσεων του αγώνα για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, 19-21 Φεβρουαρίου 1913. Σύμφωνα με το σχέδιο των επιχειρήσεων, η κύρια ενέργεια θα εκδηλωνόταν από τα δυτικά, με σκοπό την υπερκέραση του Μπιζανίου, ενώ ταυτόχρονα από το κέντρο και τα ανατολικά θα εκδηλωνόταν παραπλανητική επίθεση. Το σχέδιο εκτελέστηκε άψογα και στις 20 Φεβρουαρίου το Μπιζάνι είχε περικυκλωθεί. Ο αντικειμενικός σκοπός των επιχειρήσεων στα δυτικά ήταν η κατάληψη της περιοχής μέχρι τη Ραψίστα (Πεδινή) και η παύση του πυρός το μεσημέρι της 20ής Φεβρουαρίου. Η διαταγή που στάλθηκε προς τον Βελισσαρίου να εγκαταστήσει προφυλακές μέχρι εκεί (Ραψίστα) ευτυχώς δεν έφθασε ποτέ, γιατί η Διοίκηση της Φάλαγγας δεν μπορούσε να φανταστεί την ταχύτητα προέλασης του Βελισσαρίου. Τις απογευματινές ώρες ο Βελισαρίου, διαπιστώνοντας ότι οι τουρκικές δυνάμεις δεν μπορούσαν να αντισταθούν, και ευρισκόμενος σε απόσταση αναπνοής από τα Γιάννενα, αποφάσισε να αψηφήσει τις διαταγές και να προελάσει, έτσι ώστε να αποκόψει την επικοινωνία Ιωαννίνων-Μπιζανίου. Με αφάνταστο ηρωισμό και άκρατο ενθουσιασμό, παρά το αντίξοο των συνθηκών, καθώς οι συνεχείς βροχοπτώσεις είχαν μετατρέψει το έδαφος σε βούρκο, οι άντρες του Βελισσαρίου, συνεπικουρούμενοι από το τάγμα Ιατρίδη, πέρασαν ανάμεσα από τρία τουρκικά οχυρά και κατέλαβαν το χωριό Άγιος Ιωάννης (Ανατολή). Τα δύο τάγματα εγκατέστησαν αμέσως προφυλακές και έκοψαν τα τηλεφωνικά και τηλεγραφικά καλώδια, διακόπτοντας την επικοινωνία των Ιωαννίνων με το Μπιζάνι. Την υπόλοιπη νύχτα οι άνδρες των δύο ταγμάτων αιχμαλώτισαν 37 αξιωματικούς και 935 (!) οπλίτες του τουρκικού στρατού που υποχωρούσαν, χωρίς να γνωρίζουν τη διείσδυση των Ευζώνων του Βελισσαρίου και του Ιατρίδη. Η είδηση της εισόδου των ελληνικών στρατευμάτων στον κάμπο των Ιωαννίνων έφθασε γρήγορα στο τουρκικό στρατηγείο. Η παράτολμη ενέργεια των Βελισσαρίου και Ιατρίδη έκανε τους Τούρκους να πιστέψουν πως έξω από τα Ιωάννινα είχε συγκεντρωθεί μεγάλη ελληνική δύναμη και άρα κάθε αντίσταση ήταν μάταιη. «Ο κύβος για την πτώση των Ιωαννίνων είχε πλέον ριφθεί…»
Άξιος ραπίσματος και φιλήματος
Στις 11 το βράδυ, αντιπροσωπεία από τον επίσκοπο Δωδώνης και τους Τούρκους υπολοχαγό Ρεούφ και ανθυπολοχαγό Ταλαάτ, πήγε στο στρατόπεδο του 9ου Τάγματος Ευζώνων, μεταφέροντας επιστολή των ευρωπαίων προξένων και του διοικητή των Ιωαννίνων Εσάτ πασά, για παράδοση της πόλης.
Ο ίδιος ο Βελισσαρίου είχε τη χαρά και την τιμή να οδηγήσει την αντιπροσωπεία στο χάνι Εμίν Αγά, όπου ήταν η έδρα του ελληνικού στρατηγείου και στον διάδοχο Κωνσταντίνο. Ο διάδοχος, βλέποντας την επιτροπή των Τούρκων και το ύφος τους, κατάλαβε τι είχε συμβεί. Τα Γιάννενα είχαν πέσει από την ηρωική και παράτολμη ενέργεια του Βελισσαρίου. «Βελισσαρίου, είσαι άξιος ραπίσματος, που παρήκουσες τις εντολές της Διοίκησης, αλλά και φιλήματος. Εγώ αρκούμαι εις το φίλημα», του είπε και τον ασπάστηκε συγκινημένος. Η τύχη, ως γνωστόν, βοηθά τους τολμηρούς και στην προκειμένη περίπτωση δόξασε τον Βελισσαρίου και τον έκανε πρωταθλητή της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων!
Μερικούς μήνες αργότερα, λίγο πριν από τον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, ο Βελισσαρίου θα συναντήσει τον αιχμάλωτο τούρκο φρούραρχο των Ιωαννίνων Βεχήπ μπέη σε μία έπαυλη στην Κηφισιά. «Μου έκαμε μεγάλη εντύπωση η γενναιότητά σας», είπε ο τούρκος στρατηγός σε άψογα ελληνικά. «Θα μπορούσατε όμως να είχατε φονευθεί ή και αιχμαλωτιστεί με το παράτολμο εκείνο εγχείρημά σας, να εισχωρήσετε πίσω από τις γραμμές του τουρκικού στρατού». Και η απάντηση του Βελισαρίου: «Να φονευθώ ναι, αλλά να αιχμαλωτισθώ όχι, αυτό δεν θα συνέβαινε ποτέ».
Το τέλος του ήρωα των ηρώων
Η μοίρα βέβαια, που φαίνεται ότι οδηγούσε τα βήματα του Βελισσαρίου, «συναίνεσε» ώστε και το τέλος του να είναι αντάξιο όλων των πράξεων της ζωής του: να πεθάνει δηλαδή όρθιος στο πεδίο της μάχης. Μετά το Μπιζάνι, ακολουθώντας τα ιδανικά και τις αξίες που τον γαλούχησαν, βρέθηκε στο μέτωπο της Μακεδονίας, εναντίον αυτή τη φορά των βουλγαρικών στρατευμάτων. Οι νίκες στα υψώματα Κιλκίς-Λαχανά, στο Μπέλες, στη Τζουμαγιά, εγγράφονται στις ηρωικές προσπάθειες του πάντοτε «στρατιώτη» και στην υπηρεσία της πατρίδας Βελισσαρίου. Έτσι λοιπόν, στη νέα αυτή φάση των αγώνων του έθνους, μαχόμενος αδιάκοπα από τις 19 Ιουνίου μέχρι τις 7 Ιουλίου, βρίσκεται πριν από τα στενά της Κρέσνας. Εκεί τον βρήκε το τέλος στις 13 Ιουλίου 1913, όρθιο στο «ύψωμα 1378» με το περίστροφο στο χέρι. Μια βολίδα τρύπησε τον πνεύμονά του αφήνοντάς τον ημιθανή. Το τέλος του ηρωικού ταγματάρχη ήρθε μερικές ώρες αργότερα. Πριν «φύγει» είχε το θάρρος και τη δύναμη να ρωτήσει: «Πώς πάνε τα παιδιά πάνω;» Μείνετε ήσυχος», απαντά ο γιατρός, «θα σας εκδικηθούν εκείνοι». «Ω, το πιστεύω θα νικήσετε, θα φθάσετε στη Σόφια. Τι κρίμα να μην είμαι και εγώ κοντά σας όπως και στα Γιάννενα!». Ξεψύχησε με τις λέξεις: «Και όπως είπαμε παιδιά μου. Στη Σόφια, στην Πόλη!» Την επομένη θάφτηκε δίπλα από τον τάφο του Γεωργίου Κολοκοτρώνη, εγγονού του Γέρου του Μοριά, που είχε πέσει κι αυτός ηρωικά μια μέρα νωρίτερα.
Τα λόγια του Βασιλιά Κωνσταντίνου, όταν πληροφορήθηκε τον θάνατο του ηρωικού ταγματάρχη, αποτέλεσαν δάφνινο στεφάνι στο μέτωπο του Βελισσαρίου: «Τέτοιοι ήρωες δεν ζουν πολύ, δεν είναι δυνατόν να ζήσουν πολύ. Αυτός είναι ο ζηλευτός, ο πλέον ζηλευτός θάνατος. Δεν χρειάζονται συλλυπητήρια. Χαιρετίζω τον Ήρωα των Ηρώων!».