“Προεκλογική περίοδος και οι υποψήφιοι βουλευτές συνηθίζουν να υποδέχονται τους πολίτες στα πολιτικά γραφεία τους. Στο γραφείο ενός απ’ αυτούς, δεν έχει σημασία ποιανού, διάφοροι ψηφοφόροι μαζεύονται, κυρίως από τον ιδιαίτερο τόπο καταγωγής του υποψήφιου και του υποβάλλουν τα αιτήματά τους (κάποιο διορισμό, κάποια μετάθεση φαντάρου, ένα δάνειο, μια αναγνώριση αυθαίρετου κτλ.) κρατώντας κάποιοι απ’ αυτούς στα χέρια τους το απαραίτητο πεσκέσι. Πορτοκάλια, ελιές, λάδι, έως κοτόπουλα, το ένα μάλιστα ζωντανό που κακάριζε μέσα σε ένα καλάθι. Ο υποψήφιος βουλευτής ακούει το αίτημα, δίνει εντολή να το καταγράψει ένας γραμματέας του, το πεσκέσι αφήνεται δίπλα στο γραφείο και ο βουλευτής αποχαιρετά τον ψηφοφόρο του με μια αγκαλιά και με τη φράση… «happy landing». Κάθε φορά που αποχαιρετά κάποιον, του λέει αυτή τη φράση. Κάποια στιγμή που ρωτήθηκε γιατί λέει συνεχώς αυτό το «happy landing» στους ψηφοφόρους του, αν σήμαινε κάτι, αν είναι κάποιο σύνθημα τέλος πάντων, αυτός απαντά: «Όχι, αλλά, για να σε πάρουν σοβαρά όλοι αυτοί, τους λες φράσεις που δεν καταλαβαίνουν…»”.
Το παραπάνω συμβάν περιγράφει έγκριτη αθηναϊκή εφημερίδα πριν από έναn σχεδόν μήνα (Εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 16/3/23), αναπαραστώντας με πολύ παραστατικό τρόπο μια προεκλογική περίοδο που θυμίζει χθες. Μια προεκλογική περίοδο που η χρήση του πολιτικού λόγου αποσκοπεί αποκλειστικά στο να υφαρπάξει την ψήφο του πολίτη. Ένα πολιτικό λόγο που δεν αποτελείται από επιχειρήματα, αρχές, θέσεις, σχέδια και προγράμματα που στοχεύουν στο να επιλύσουν τα προβλήματα των πολιτών ή και οράματα που μπορούν να τους εμπνεύσουν-όπως θα ‘πρεπε.
Αυτού του είδους ο πολιτικός λόγος εκπέμπεται από όλα τα κόμματα, ένθεν κακείθεν. Στην τηλεόραση, στις εφημερίδες, στις συγκεντρώσεις, στις προεκλογικές ομιλίες, στα καφενεία, στις παρέες κ.α. Αποτελούμενος από λέξεις και φράσεις που στοχεύουν εμάς, να μας πείσουν για την ορθότητα των λεγομένων τους και να υφαρπάξουν την ψήφο μας. Παρά το νόημα και κάποτε παρά την απουσία νοήματος των λόγων τους, οι πολιτικοί προσπαθούν να παγιδέψουν τους ψηφοφόρους και να τους εξαπατήσουν. Επιδιώκοντας επιπρόσθετα και να διατηρήσουν την συνοχή της ομάδας ανθρώπων που ήδη τους ακολουθεί και τους εμπιστεύεται, αλλά και να ενισχύσουν τον εαυτό τους ως φορέα εξουσίας.
Και όλα τούτα, ο πολιτικός λόγος τα πετυχαίνει με την έντονη συναισθηματική του φόρτιση, με συγκεκριμένες ρητορικές τεχνικές καθώς και με άλλα χαρακτηριστικά που διαθέτει η μορφή του, που γνωρίζουν οι λογογράφοι τους και οι άλλοι τεχνικοί της επικοινωνίας που τους υπηρετούν. Εξασφαλίζοντας τον μονόλογο σε αυτούς και τη σιωπή στους δέκτες. Και αν δεν επαρκούν όλα όσα ανέφερα, τότε επιστρατεύονται και τα ψέματα που κάποιοι πολιτικοί ενίοτε μετέρχονται στον λόγο τους. Αλήθεια που παραδέχθηκε κι ο ίδιος ο Βίσμαρκ, όταν είπε πως «οι άνθρωποι ποτέ δεν λένε τόσα ψέματα, όσα μετά το κυνήγι, στη διάρκεια του πολέμου και πριν από εκλογές»!
Κάποια από τα εγγενή χαρακτηριστικά της μορφής του πολιτικού λόγου, που οι τεχνικοί της επικοινωνίας γνωρίζουν πολύ καλά, είναι τα παρακάτω:
Ο πολιτικός λόγος είναι λόγος αξιολογικός. Επιφορτισμένος να λέει αλήθειες, όχι απλώς να μεταφέρει πληροφορίες. Για αυτό τον λόγο, ο πολιτικός λόγος χρησιμοποιεί λέξεις με γιγάντια ηθική διάσταση και τεράστια συναισθηματική αξία. Λέξεις όπως «έθνος», «πατρίδα», «λαός», «ισότητα», «δικαιοσύνη» κ.ά. Που δεν αποτελούν απλές έννοιες αλλά συνιστούν αλήθειες και αξίες. Λέξεις που από μόνες τους αρκούν για να αποκτήσουν τα μηνύματα -που ο πολιτικός λόγος εκπέμπει- αποδεικτική δύναμη. Λέξεις-αξίες που κατασκευάζουν άτρωτα μηνύματα. Λέξεις-αξίες με τόση μεγάλη δύναμη που στο τέλος αποκρύπτεται το συνολικό νόημα των υπολοίπων λεγομένων του πολιτικού και κανείς δεν το αντιλαμβάνεται. Και στο τέλος, αποκλείουν και την αμφισβήτησή τους, διευκολύνοντας την ηθική καταδίκη του όποιου πολίτη ενδέχεται να το αμφισβητήσει. Στη «σωτηρία του έθνους» ή στο «συμφέρον του λαού» π.χ. ποιος πολίτης θα μπορούσε να βάλει ερωτηματικό, χωρίς αυτόματα να ταυτιστεί με τον Εφιάλτη;
Λόγος διχοτομικός. Από τη φύση του, αφού βασίζεται στην αντιπαράθεση δοσμένων αξιολογικών ιδεολογικών συστημάτων, που υπάρχουν εκ των προτέρων. Που ο πολιτικός απλώς εκφράζει, μιλώντας για τη συνεχή σύγκρουση ανάμεσα στο καλό-κακό, σωστό-λάθος, προοδευτικό-συντηρητικό, ηθικό-ανήθικο, άσπρο-μαύρο κ.λπ. Σε μια αντιπαράθεση, που ο κάθε πολιτικός, αυτονόητα, τυχαίνει να υπερασπίζεται πάντα το σωστό και το καλό έναντι του λάθους και του κακού κ.λπ., που τυχαίνει να υπερασπίζεται πάντα ο αντίπαλός του. Το σωστό, το καλό, το προοδευτικό που δεν χρειάζονται τεκμηρίωση και απόδειξη, δεν τίθενται ποτέ στην κρίση των ακροατών, αφού προϋπάρχουν του μηνύματος που εκπέμπει ο πολιτικός.
Ο διχοτομικός χαρακτήρας του πολιτικού λόγου φτάνει στα άκρα στην κομματική αντιπαράθεση. Όπου τα πάντα έχουν καλώς στον κυβερνητικό πολιτικό λόγο (κατά παραχώρηση μπορεί να γίνει αόριστα λόγος για κάποιες αδυναμίες ή για ελλείψεις ή και για αστοχίες) και τα πάντα είναι χάλια σύμφωνα με τον πολιτικό λόγο της αντιπολίτευσης (πάλι κατά παραχώρηση μπορούν να αναγνωρισθούν κάποια ελάχιστα θετικά βήματα). Ο κυβερνητικός λόγος μιλάει με θαυμασμό για το σημαντικό έργο που έχει συντελεστεί, για γνώση των θεμάτων και για πείρα, για επιτυχείς χειρισμούς, για σοβαρότητα και εγκυρότητα στην άσκηση της πολιτικής, για ανάγκη συνέχισης και ολοκλήρωσης τού κυβερνητικού έργου που βρίσκεται σε εξέλιξη κ.λπ. Ο αντιπολιτευτικός πολιτικός λόγος, από την άλλη, μιλάει για ανυπαρξία έργου από το κυβερνών κόμμα, για άγνοια των θεμάτων, απειρία, ανικανότητα χειρισμών, έλλειψη σοβαρότητας, πλήρη αναξιοπιστία κ.λπ. Η σύγκρουση της πλήρως καταξιωτικής και της πλήρως απαξιωτικής ρητορικής κλονίζει τελικά την αξιοπιστία τού πολιτικού λόγου εν συνόλω στη συνείδηση των κριτικά σκεπτόμενων πολιτών, ενώ ικανοποιεί μόνο το οπαδικό συναίσθημα των πολιτών-οπαδών.
Ο πολιτικός λόγος συχνά χρησιμοποιεί πολύ περισσότερες λέξεις από τις απαραίτητες για τη δημιουργία μηνύματος. Λέξεις μεγαλόστομες, επαναλαμβανόμενες, ταυτολογικές. Συχνά λέει π.χ., «εθνικό συμφέρον είναι αυτό που συμφέρει το έθνος», «η αριστερά είναι προοδευτική επειδή είναι αριστερά», «η δεξιά αλλά και η αριστερά είναι εξίσου προδότες του λαού εφόσον τον προδίδουν». Ο πληθωρισμός των λέξεων του πολιτικού λόγου, η αλόγιστη παράθεση τόσο πολλών επιθέτων παρεμποδίζει τη λογική επεξεργασία των λεχθέντων, μετατρέποντας τις λέξεις από έννοιες και σημασίες σε ασαφείς και ρευστές ηθικές κατηγορίες, προσπαθώντας να επιβάλουν μόνο συμφωνία ή διαφωνία, υπεράσπιση ή καταδίκη του πομπού τους.
Ο πολιτικός λόγος χρησιμοποιεί επίσης συγκεκριμένους ρητορικούς τρόπους που αποσκοπούν στο να επιτρέψουν στον πομπό τους να ξεφεύγει της προσοχής του δέκτη ή που προσδίδουν εγκυρότητα στον πομπό χωρίς αυτή να πηγάζει από το περιεχόμενο των λεγομένων του. Χρησιμοποιεί π.χ. την μετάθεση («δεν ήταν απάτη αλλά αυταπάτη»), την μετωνυμία («mea culpa»), το υπονοούμενο («θα κάνουμε τις αγορές να χορεύουν») με σκοπό να προσδώσει κύρος στον εαυτό του, να κάνει άτρωτα τα μηνύματά του, να απαλλαχτεί από την υποχρέωση να τα τεκμηριώσει με αποδείξεις και επιχειρήματα. Με τον ίδιο τρόπο χρησιμοποιούν επίσης το α’ πρόσωπο πληθυντικού (λέγοντας «εμείς») ή τη λέξη «λαός» (λέγοντας «ο λαός απαιτεί» αντί «εγώ απαιτώ») ή άλλων παρόμοιων εκφράσεων («το εθνικό συμφέρον προστάζει», «η ελευθερία χρειάζεται» κ.λπ).
Αλλά ακόμα κι αν τα κάνουν όλα αυτά οι πολιτικοί, με τη βοήθεια των ειδικών της πολιτικής εξουσίας, εκμεταλλευόμενοι ενσυνείδητα τη δυνατότητα που τους δίνει η ίδια η γλώσσα, γιατί η κοινωνία τα αποδέχεται; Είναι οι πολίτες αφελείς και απληροφόρητοι που εξαπατώνται; Είναι οι άνθρωποι της δικής μας κοινωνίας τόσο φοβισμένοι και ανώριμοι, ακόμα καθηλωμένοι και δέσμιοι ομαδικών σχημάτων (όπως η οικογένεια, η εντοπιότητα, τα κόμματα κ.λπ.) που δεν έχουν ακόμα καταφέρει να αναλάβουν τις ευθύνες μιας ώριμης νεωτερικής ατομικότητας που διαθέτει μνήμη, δυνατότητα λογικής επεξεργασίας και αίσθημα ατομικής ευθύνης και δικαίου; Ή μήπως οι πολίτες συμμετέχουν σε όλο αυτό, με την κυνική σκέψη πως μέσα σε συνθήκες γενικευμένης σήψης είναι καλύτερα να λαμβάνουν μέρος στο πολιτικό παιχνίδι (διαμοιραζόμενοι τα λάφυρα της εξουσίας όταν η παράταξη τους κερδίσει τις εκλογές) παρά να μένουν σωστοί και ακέραιοι και «στην απ’ έξω»; Εξάλλου με το να απέχουν και να μην ψηφίσουν, όπως τους λένε, ισχυροποιούν τον πρώτο και απλώς αφήνουν τους άλλους να αποφασίζουν για αυτούς.
