Αίθουσα ΣύνταξηςΑπόψεις

Όψεις παιδοκτονίας

Γράφει ο Νίκος Μπιλανάκης.

Βρισκόμαστε στο ιατρείο του κ. Φ., έγκριτου ψυχιάτρου, γνωστού για την ικανότητα του να κάνει επιτυχείς ψυχιατρικές διαγνώσεις και να ορίζει παθολογία εκεί όπου άλλοι συνάδελφοι του δεν διακρίνουν τίποτα το αξιοσημείωτο όπως και να αναγνωρίζει την πολύπτυχη ανθρώπινη φυσιολογικότητα εκεί που οι υπόλοιποι βλέπουν παράξενα σύνδρομα και μυστήριες παθολογίες.

Ο κ. Φ. κάθεται στην καρέκλα του γραφείου του, που φωτίζεται από ένα όμορφο βίνταζ φωτιστικό. Στoν διθέσιο καναπέ, απέναντι από το γραφείο, κάθεται η Μήδεια, ενώ στις δύο πολυθρόνες, που βρίσκονται στις δυο άκρες του καναπέ, κάθονται η Γυναίκα του Ζαλόγγου από τη μια και η Ρούλα από την άλλη. Και οι τρεις αυτές γυναίκες έχουν τελέσει το αδίκημα της παιδοκτονίας. Τους λόγους τους και τα ελαφρυντικά τους για το έγκλημα που διέπραξαν, η κάθε μια ξεχωριστά, θα φανερώσουν σήμερα ενώπιον μας. Και ο κ. Φ. θα αποφασίσει αν η εγκληματική συμπεριφορά τους οφείλεται σε ψυχιατρική παθολογία κι αν ναι, ποια είναι αυτή. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που βρίσκονται όλες αυτές οι γυναίκες μαζί εδώ σήμερα.

Ο γιατρός έχει ήδη εξηγήσει το πλαίσιο της συνάντησής τους και έχει κάνει ξεκάθαρη τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί: η κάθε μία από τις τρεις γυναίκες ξεχωριστά θα παρουσιάσει τον εαυτό της και θα εξηγήσει στην ομήγυρη το πώς διέπραξε την πράξη παιδοκτονίας που της καταλογίζεται. Στο τέλος ο γιατρός θα καταθέσει τα δικά του σχόλια.

Πρώτα παίρνει τον λόγο η σκοτεινή Μήδεια: «Προέρχομαι από την Ανατολή και ερωτεύτηκα τον Ιάσονα, άρα είμαι δυο φορές βάρβαρη, μια από καταγωγή, την άλλη από έρωτα. Είμαι όμως και ατιμασμένη γιατί ο Ιάσονας, με τον οποίο έκανα δύο παιδιά, θέλει τώρα να παντρευτεί άλλη -τη Γλαύκη την κόρη του Κρέοντα. Κι ο Κρέων με πρόσταξε να φύγω από την πόλη του, την Κόρινθο, να εξοριστώ. Εμένα, την ήδη ξένη που άφησα την πατρίδα μου την Κολχίδα για να βοηθήσω τον Ιάσονα να αρπάξει το Χρυσόμαλλο Δέρας. Δεν είμαι η αναμενόμενη αδύναμη κλασική γυναικούλα, μια γυναίκα που δεν φέρνει αντίρρηση όσο κι αν την αδικούνε. Μόνο αδύναμη δεν είμαι εγώ. Γι’ αυτό εξάλλου με λένε Μήδεια, γιατί μέδομαι. Και έχω ήδη διαπράξει πολλά εγκλήματα (ξενοκτονίες, κατακρεούργησα τον αδελφό μου Άψυρτο, συνέργησα στον φόνο του Πελία, θα προκαλέσω τον θάνατο της Γλαύκης αλλά και του Κρέοντα). Οργίστηκα από τη συμπεριφορά του “κάκιστ’ ανδρών” Ιάσονα, όπως και του Κρέοντα, και με κυρίευσε θυμός που δεν μπόρεσα να δαμάσω. Σκέφτηκα πως, αν φύγω, όπως με πρόσταξε ο Κρέοντας, τα παιδιά μου είτε θα τα δολοφονήσουν οι συγγενείς του Κρέοντα είτε θα ζήσουν έρημα και καταφρονεμένα. Και αποφάσισα εγώ να τα σκοτώσω. Εγώ που τα γέννησα, εγώ να τα σκοτώσω. Όχι για εκδικηθώ τον Ιάσονα. Ούτε για να τον κάνω να επιστρέψει σε μένα. Αλλά για να υπερασπιστώ το δίκαιο και τους όρκους που δένουν ανθρώπους και θεούς -που ο Ιάσονας δεν σεβάστηκε. Και να ενωθώ έτσι αιώνια μαζί του, με τα δεσμά του πόνου της απώλειας των παιδιών μας, μετατρέποντας τα παιδιά μας σε χοή και λίπασμα, να στέργουν στην αιώνια ένωση του άντρα-πατέρα τους με τη γυναίκα-μάνα τους».

Ακολούθως, τον λόγο παίρνει η περήφανη Γυναίκα του Ζαλόγγου: «Το όνομά μου θα μπορούσε να είναι Βαρσάμω ή Αικατερίνη ή Λάμπω, κι είμαι Σουλιώτισσα. Τον Δεκέμβρη του 1803, μετά από την πολύχρονη πολιορκία των χωριών του Σουλίου, συμφωνήσαμε με τον Αλή Πασά, εμείς να τα εγκαταλείψουμε και εκείνος από την πλευρά του να μας επιτρέψει να φύγουμε χωρίς να μας πειράξει. Σχημάτισαν λοιπόν οι πατριές μας τρεις φάλαγγες και ξεκίνησαν να φύγουν, αφήνοντας τα άγια πατρώα χώματα πίσω. Η φάλαγγα η δική μας, με αρχηγούς τους Κίτσο Μπότσαρη και τον Κουτσονίκα, παρά τις προηγηθείσες συνομολογήσεις, δέχτηκε επίθεση από τους Τούρκους στον Ζάλογγο. Κι όταν η κατάσταση έγινε κρίσιμη, κάποιοι από εμάς, ανάμεσα τους ο ΚιτσοΜπότσαρης, επιχείρησαν απελπισμένη έξοδο και διέφυγαν, ενώ άλλοι πιαστήκαν αιχμάλωτοι όπως ο Κουτσονίκας ή βρήκαν τον θάνατο. Μια ακόμα ομάδα 22-60 Σουλιωτών, οι περισσότεροι από τους οποίους γυναίκες, ανάμεσα τους και εγώ, βρεθήκαμε αποκλεισμένοι στην κορυφή του Ζαλόγγου, στο Στεφάνι. Εκεί, αφού συμβουλευτήκαμε ο ένας τον άλλον, όλοι μαζί συναποφασίσαμε να μην επιτρέψουμε να υποστούμε τον πόνο και την ατίμωση του αργαλέου εξανδραποδισμού μας. Και αντ’ αυτού να προχωρήσουμε σε θυσιαστικό θάνατο, δικό μας και των ανηλίκων παιδιών μας. Να αυτοκτονήσουμε εμείς, δηλαδή, πέφτοντας από τα βράχια, αφαιρώντας ταυτόχρονα και τη ζωή των παιδιών μας. Με την πράξη μου αυτή δεν έκανα τίποτα περισσότερο απ’ ό,τι έκαναν και συνεχίζουν να κάνουν, τόσα χρόνια, ακόμα και πρόσφατα, εκατοντάδες άλλοι γονιοί, ιδιαίτερα μανάδες, που αντιμετωπίζουν αλτρουιστικά τον θάνατο των παιδιών τους. Πρόσφατα, στις 2/1/2020, σχεδόν 200 χρόνια αργότερα από τον Ζάλογγο, γράφτηκε στον Τύπο για την 32χρονη εκείνη μητέρα, που ανέβηκε με την πεντάχρονη κόρη της που αντιμετώπιζε βαρείας μορφής αυτισμό, στην ταράτσα του τριώροφου σπιτιού τους και, αφού την πέταξε στο κενό, στη συνέχεια έπεσε και η ίδια με αποτέλεσμα να βρουν και οι δύο τραγικό θάνατο. Σκότωσα λοιπόν και εγώ το παιδί μου, όπως εκείνη, επειδή βαθιά το αγαπούσα και ήθελα να αποτρέψω να ζήσει τον πόνο των βασανιστηρίων και την ντροπή που το περίμενε, αν έπεφτε σκλάβος στα χέρια των εχθρών. Στο δίλημμα σκλαβιά ή θάνατος διάλεξα να πεθάνει ελεύθερο, κατάσταση που για εμάς όλους άξιζε πιότερο από τη ζωή την ίδια. Και σκοτώθηκα στη συνέχεια και εγώ. Όχι μόνο για να γλυτώσω από αυτό που περίμενε και εμένα αν έπεφτα στα χέρια των εχθρών, αλλά και για να γλυτώσω από τις τύψεις και τις ενοχές της αλτρουιστικής παιδοκτονίας που εκτέλεσα. Ειδικά εγώ, που θα μπορούσα να ήμουν η Βαρσάμω, η Αικατερίνη ή η Λάμπω, όπως σας είπα, μία από τις τρεις δηλαδή γυναίκες, όλες κι όλες, που φαίνεται ότι επέζησαν από το απονενοημένο αυτό διάβημα της αυτοχειρίας μας!

Τον λόγο ακολούθως παίρνει η επιφανειακή Ρούλα. «Ο Μάνος ήταν ωραίο παιδί. Τον γνώρισα σ’ ένα γήπεδο πριν οκτώ χρόνια, όταν εκείνος έπαιζε ποδόσφαιρο κι εγώ ήμουν βοηθός διαιτητή. Καμία σχέση, αν ρωτάς, με τη νοσηλευτική που είχα σπουδάσει. Έμεινα έγκυος και πολύ γρήγορα παντρευτήκαμε, παρά τις συστάσεις των γονιών του να μην βιαστούμε. Ο Μάνος ήταν μικρότερος από εμένα τέσσερα χρόνια και “μαμάκιας”. Προσκολλήθηκε πάνω μου, σαν να ήμουνα εγώ η μητέρα του, και εκείνος συνέχισε βέβαια να παραμένει ένα επιπόλαιο και διαχειρίσιμο παιδί. Ευτυχώς που ήταν εργατικός, γιατί, με τα παιδιά που κάναμε και με εμένα στο σπίτι για να τα μεγαλώνω, κάποιος έπρεπε να ήταν ο κουβαλητής του σπιτιού μας. Πόσο να βοηθούσαν οικονομικά και οι γονείς του! Στην αρχή τα ψιλοκαταφέρναμε, με τα λεφτά της ανάπηρης γειτόνισσας που μας είχε ζητήσει να τη φροντίσουμε. Με τα δικά της λεφτά μπαλώσαμε κάτι μικρά χρέη που είχαμε, κάναμε και τα λούσα μας πήρε αυτός μια μεγάλου κυβισμού μηχανή κι εγώ το βεσπάκι μου. Μετά πέθανε η γειτόνισσα κι ο Μάνος έπρεπε να δουλεύει σε δυο δουλειές, πρωί-απόγευμα, για να τα βγάλουμε πέρα. Τότε, είχε σταματήσει να πιστεύει πως θα γίνει μεγάλος ποδοσφαιριστής αλλά το ‘χε ρίξει στο τραγούδι, πιστεύοντας πως θα γίνει ο νέος Πάριος. Και είχε πολλά έξοδα αυτό: κιθάρες, ακουστικά, κονσόλες, promotion, ντυσίματα. Άρχισε να δουλεύει και στη νύχτα. Εκείνο τον καιρό παρακολούθησα και κάτι σεμινάρια εγκληματολογίας. Τέσσερα χρόνια μετά τον γάμο μας, μαθαίνω πως ο Μάνος έμπλεξε σε μια εξωσυζυγική σχέση. Με πόνεσε και με εξόργισε πολύ αυτό. Αμέσως βρήκα και ‘γω γκόμενο για να του το ανταποδώσω. Σιγά-σιγά όμως πλήθαιναν οι εξωσυζυγικές σχέσεις του και οι καυγάδες μεταξύ μας έγιναν καθημερινοί κι έβλεπα πως το πράγμα όλο και χόντραινε περισσότερο. Κάποια στιγμή μου μίλησε για χωρισμό και διαζύγιο. Δεν πίστευα στα αυτιά μου, δεν ήθελα να τον χάσω, τρελαινόμουν με την ιδέα πως μπορεί να χωρίζαμε. Τον απείλησα πως αν φύγει θα αυτοκτονήσω, πως θα τον καταγγείλω για εγκατάλειψη συζυγικής στέγης. Πήγα σε μάγισσες και χαρτορίχτρες να βρω τρόπους να αποσοβήσω το κακό, έψαξα να βρω μπράβο να τον απειλήσει να μην το κάνει. Κάποια στιγμή, που εξαιτίας ενός προβλήματος υγείας της δεύτερης κόρης μας χρειάστηκε να παραμείνω δίπλα της στο νοσοκομείο για μακρύ χρονικό διάστημα και βέβαια μακριά από τον Μάνο, μου ‘ρθε η ιδέα. Αν έφευγε το παιδί, θα τον κρατούσα! Και το παιδί έφυγε, πέθανε. Να δείτε πόσο γρήγορα μαζεύτηκε στο σπίτι μας ο λεγάμενος! Ακόμα κι άλλο παιδί μου έκανε. “Θα δεθεί περισσότερο και δεν θα ξαναφύγει” σκέφτηκα, “γι αυτό και δεν το ‘ριξα, σιγά μην ήθελα κι άλλο κουτσούβελο”. Κι όταν ο Μάνος ξανάρχισε να λέει τα ίδια πάλι, τα δικά του, και να μαζεύει τα πράγματά του, έφυγε και το νεογέννητο. Και πάλι ο Μάνος επέστρεψε σε μένα για να ξαναφύγει, ωστόσο, σε λίγες μέρες. Στο μεταξύ, η μεγαλύτερη κόρη μας με είδε τι έκανα στο μικρό κι έπρεπε τώρα να φύγει κι αυτή από τη μέση. Χρησιμοποίησα κεταμίνη. Δεν κατάφερα όμως να ολοκληρώσω τη δουλειά κι εκείνη έμεινε απλώς ανάπηρη, σπαστική τετραπληγία λέγεται. Τι να ‘κανα με ένα ανάπηρο στα χέρια μου αν αυτός επέμενε στην απόφαση του και δεν επέστρεφε, ποιος θα μ’ έπαιρνε εμένα; Έτσι ξαναπροσπάθησα, με μεγαλύτερη δοσολογία. Τη φορά αυτή τα κατάφερα. Τον πόνεσα, τον εκδικήθηκα!»

Όταν τελείωσε και η τελευταία παιδοκτόνος, πήρε τον λόγο ο κ. Φ. «Σας ευχαριστώ για την αποκαλυπτική αφήγησή σας. Το πρώτο σχόλιο που έχω να κάνω είναι ότι η παιδοκτονία, ειδικά από τη μητέρα, είναι έγκλημα που προκαλεί ανείπωτη φρίκη, πόνο και αγανάκτηση σε όλους τους ανθρώπους γιατί βιώνεται ως προδοσία της βαθιάς εμπιστοσύνης που τρέφουν όλοι οι άνθρωποι στη μάνα, συναίσθημα που αποτελεί βάθρο για τον ανθρώπινο πολιτισμό.

Αν, όμως, αυτό που και οι τρεις σας τελέσατε ονομάζεται με την ίδια λέξη, παιδοκτονία,  αυτή διαφοροποιείται μεταξύ σας. Θα διαφοροποιούταν ακόμα κι αν προέκυπτε και από άλλες αιτίες, όπως από μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, από την υπερβολή μιας κακοποιητικής συμπεριφοράς ή από ψυχιατρικές νόσους, όπως συμβαίνει επίσης συχνά.

Η Μήδεια διέπραξε μια σειρά από εγκλήματα κυριευμένη από το ερωτικό της πάθος. Εξαιτίας του πάθους αυτού κατεβιβάσθη στα παλαιότερα στρώματα του ψυχισμού της, εκεί που κυριαρχούν αδιαφοροποίητες, άμορφες, ανεξέλεγκτες και απεριόριστες δυνάμεις. Κάτω από την επίδρασή τους, η γυναίκα αυτή σκότωσε τα ίδια της τα παιδιά, οδηγώντας τον έρωτά της σ’ ένα τέρμα -όχι για να τον τελειώσει αλλά για να τον εναποθέσει, να τον ασφαλίσει και να τον αποθεώσει τελικά μέσα σε μια τρομαχτική, βάρβαρη ένωση. Γιατί «ο σκοπός του έρωτα», όπως λέει ο Χειμωνάς, «είναι οπωσδήποτε η ένωση και η βαρβαρότητα είναι ένας τρόπος για να το κατορθώσει».

Η Γυναίκα του Ζάλογγου διέπραξε και εκείνη παιδοκτονία, υπερασπιζόμενη τις αξίες της τιμής και της ελευθερίας, έννοιες μεγάλης σημασίας στον αξιακό κώδικα της φάρας της και του λαού της. Έννοιες που επανεφηύρε ο νεοελληνικός Διαφωτισμός και τις ενσωμάτωσε σε ένα νέο, επικαιροποιημένο κοινωνικό συμβόλαιο, διευκολύνοντας την πραγματοποίηση της ελληνικής επανάστασης. Γιατί, ενώ μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα θεωρούταν νόμιμη η κυριαρχία του σουλτάνου επί εδαφών και ανθρώπων, οι Γυναίκες του Ζαλόγγου απονομιμοποίησαν την κυριότητα αυτή. Οι Γυναίκες του Ζαλόγγου αμφισβήτησαν το παλαιότερο κοινωνικό συμβόλαιο με τον κατακτητή και στο ερώτημα του “Άπιστε, θέλεις τη ζωή σου ή τον θάνατο;” απάντησαν “Θέλω μια ζωή ελεύθερη από την τυραννική κυριαρχία σου. Γι’ αυτό, προτιμώ τον θάνατο, τον δικό μου και των δικών μου έως ότου την κατακτήσω!”

Η μόνη που προχώρησε στην παιδοκτονία μόνο και μόνο για να κρατήσει έναν άντρα στην αρχή και για να τον εκδικηθεί στο τέλος, ήταν η Ρούλα. Ο Μάνος, με την απιστία του, έπληξε βαθιά τον ναρκισσισμό της, τη στιγμή που ήδη έφερνε ένα ελλιπή εαυτό και ένα βαρύ οικογενειακό ιστορικό- ο παππούς της είχε επίσης δολοφονήσει τη γιαγιά της. Το ναρκισσιστικό πλήγμα που δέχτηκε της προκάλεσε συνεχή χαίνουσα αιμορραγία. Δεν μπόρεσε να το ανεχτεί, δεν ήταν σε θέση να ακρωτηριαστεί έστω μερικώς, να χάσει τον Μάνο, το αντικείμενο της αγάπης της, να πενθήσει, για να σωθεί εν όλω. Άκαμπτη από την παθολογία της, δεν μπόρεσε να καμφθεί κατ’ ελάχιστο και έσπασε ολόκληρη, θρυμματίστηκε και βούλιαξε εν όλω μέσα στην ασυγκράτητη μανία της για καταστροφή και μετασχηματισμό των ανθρώπων σε πράγματα. Κι έτσι η Ρούλα, που δεν μπόρεσε να αποδεχτεί την απώλεια του Μάνου, κατέληξε να χάσει τελικά και τον Μάνο και να σκοτώσει τα ίδια της τα παιδιά, που εν προκειμένω αντιμετωπίστηκαν από την ίδια ως δικές της ναρκισσιστικές προεκτάσεις.

Και οι τρεις εγκληματήσατε κατά τρόπο ειδεχθή. Από έρωτα, αλτρουιστικά ή προσπαθώντας να προσπορίσετε κέρδη στη σχέση σας με άλλους. Καμία σας δεν πάσχει από νόσο ή κλινική κατάσταση της ψυχιατρικής παθολογίας, τέτοια που να επηρεάζει την ικανότητά σας να σκέπτεστε λογικά και να αίρεται καθ’ ολοκληρία ή μερικά ο ποινικός καταλογισμός της αποτρόπαιας πράξης που τελέσατε. Κι αν ακόμα, ειδικά στην περίπτωση της Ρούλας, αποδειχτεί τελικά ότι συντρέχει το σύνδρομο Mινχάουζεν δι’ αντιπροσώπου (κατά το οποίο η μητέρα προκαλεί συμπτώματα ασθένειας στο παιδί της, με μόνο σκοπό να υιοθετήσει αυτή τον ψευδορόλο “του γονιού ενός άρρωστου παιδιού”, με όλη τη συμπόνια και την προστασία του περίγυρου που αυτό συνεπάγεται), τούτο πάλι δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να θεμελιώσει ακαταλόγιστο ή μειωμένο καταλογισμό.

Εμένα, δεν με χρειάζεστε πλέον!»